Του Αινεία Βαφειαδάκη,
Καθώς διανύουμε τον Αύγουστο, μήνα συνυφασμένο με τη μετατόπιση γηγενών από τα μεγάλα αστικά κέντρα, και κυρίως την Αθήνα, στην επαρχία. Ταυτόχρονα, είναι και μήνας συνειδητοποίησης του αναπτυξιακού ελλείμματος των απόκεντρων περιοχών, όπως στις δομές (οδικό δίκτυο), στην υγεία (υποστελεχωμένα νοσοκομεία) και τη μονοδιάστατη παραγωγή (συνήθως με επίκεντρο τον τουρισμό).
Πρόσφατα, στους Financial Times, δημοσιεύθηκε ένα άρθρο του John Burn-Murdoch, με μια γεωγραφική προσέγγιση της οικονομίας του Ηνωμένου Βασιλείου, η οποία φανερώνει τη μονοπολικότητα της περιφερειακής ανάπτυξης της χώρας και σίγουρα έναν από τους λόγους που η βρετανική οικονομία προβλέπεται πως, μαζί με τη Γερμανία, θα σημειώσει την πιο αργή μεγέθυνση στους G7 (OECD, 06/2023).
Η χώρα που προβλέπεται να σημειώσει τη μεγαλύτερη μεγέθυνση, σύμφωνα με τον O.E.C.D., είναι οι Η.Π.Α., η οποία σύμφωνα με τα δεδομένα του άρθρου – και σε αντίθεση με το ΗΒ – φαίνεται να δίνει μεγαλύτερη σημασία στην περιφερειακή ανάπτυξη. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον μέσο όρο των υποεθνικών κατά κεφαλήν Α.Ε.Π. σε Η.Β. και Η.Π.Α. (ανά περιοχή, σε δολάρια, προσαρμοσμένο σε ισοτιμία αγοραστικής δύναμης), οι πόλεις του Η.Β. βρίσκονται αρκετά πίσω από τις πόλεις των Η.Π.Α. Η σύγκριση γίνεται ακόμα πιο συντριπτική, όταν αφαιρέσουμε και στις 2 οικονομίες την πιο «πλούσια» περιοχή (Λονδίνο για Η.Β. και Σαν Φρανσίσκο για Η.Π.Α.), με τη διαφορά να μεγεθύνεται σε τέτοιο βαθμό, ώστε ο μέσος όρος του Η.Β. να είναι μικρότερος από το κ.κ. ΑΕΠ του Μισισιπή, της φτωχότερης πολιτείας της Αμερικής.
Η μονοπολικότητα στην περιφερειακή ανάπτυξη είναι σημαντική περίπτωση κατανομής/χρήσης πόρων και συνεπάγεται θέματα οικονομικής μεγέθυνσης, περιβάλλοντος και ανισότητας.
Η περίπτωση της Ελλάδας
Η επικράτηση του Λονδίνου εντός του Η.Β. θυμίζει, στη δικιά μας περίπτωση, την Αττική. Μόνο που εδώ η κατάσταση είναι λίγο χειρότερη. Στην ευρύτερη περιοχή του Λονδίνου (Greater London) κατοικεί το 13,12% (ONS, 2022) του πληθυσμού της χώρας, στην Αττική κατοικεί το 36,38% της Ελλάδας (ΕΛΣΤΑΤ, 2022). Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η διαφορά με τη 2η και 3η θέση, με τη Κ. Μακεδονία στο 17,13% και τη Θεσσαλία στο 6,56%. Στην περίπτωση του Η.Β., όμως, το Λονδίνο έρχεται 2ο, με την 1η θέση πληθυσμιακά να έχει το South East και 3η το North West (Statista, 2022) Η παραπάνω κατάσταση, ήδη, μπορεί να μας προϊδεάσει για την κατάσταση της περιφερειακής ανάπτυξης στην Ελλάδα.
Σε μια εσωτερική σύγκριση, όπως αυτή του Η.Β., θα καταφύγουμε σε έναν πιο συμπεριληπτικό δείκτη, σε σχέση με το κ.κ. Α.Ε.Π., στον ευρωπαϊκό Δείκτη Περιφερειακής Ανταγωνιστικότητας (RCI 2.0*, 2022). Με τον μέσο όρο της Ευρώπης στο 100, η Ελλάδα μαζί με την Αττική βρίσκεται στο 73,1. Τα αποτελέσματα αλλάζουν κατά πολύ με την αφαίρεση της Αττικής, καθώς ο μέσος όρος πέφτει στο 60,8, πολύ μακριά από την Αττική (92,3) και σίγουρα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Ο «αττικοκεντρικός» προσανατολισμός της περιφερειακής ανάπτυξης αποτελεί σίγουρα έναν παράγοντα επίτασης της ήδη καθυστερημένης – για τα ευρωπαϊκά πρότυπα – εθνικής ανάπτυξης και της περιφερειακής ανισότητας. Η ύπαρξη των λοιπών περιφερειών δεν μπορεί να συνδέεται μόνο με έναν υποστηρικτικό ρόλο ή απλούστερα ως τουριστικό θέλγητρο. Η συσχέτιση ανάμεσα σε μια διαχρονικά ανθεκτική οικονομία και στην πολυπολική ανάπτυξη είναι εμφανής σε κράτη όπως η Ολλανδία, η Γερμανία και οι Η.Π.Α., όπου η Ελλάδα μπορεί να διδαχτεί από το παράδειγμα περιφερειακής ανάπτυξής τους.
*Ο RCI 2.0 περιέχει 3 υποδείκτες («Βασικός», «Αποδοτικότητα» και «Καινοτομία») και 11 πυλώνες: («Θεσμούς», «Μακροοικονομική σταθερότητα», «Υποδομές», «Υγεία», «Βασική εκπαίδευση», «Ανώτατη εκπαίδευση, κατάρτιση και δια βίου μάθηση», «Αποτελεσματικότητα στην αγορά εργασίας», «Μέγεθος αγοράς», «Τεχνολογική ετοιμότητα», «Επιχειρηματικότητα» και «Καινοτομία»).
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Is Britain really as poor as Mississippi?, ft.com, διαθέσιμο εδώ