Της Δανάης-Βασιλικής Γαζή,
Η ναυτιλία αποτελεί για τη χώρα μας έναν τεράστιο επιχειρηματικό κλάδο που, με τον καιρό γνωρίζει όλο και πιο μεγάλη ανάπτυξη. Αναλυτικότερα, η ναυτιλία είναι ένα κλάδος που ήδη από τα παλιά χρόνια προσέφερε μεγάλα έσοδα στα ταμεία της χώρας, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί και ένα ειδικότερο δίκαιο που αφορά τον συγκεκριμένο κλάδο. Το ναυτικό δίκαιο, λοιπόν, προβλέπει ειδικές ρυθμίσεις τόσο για το ίδιο το πλοίο όσο και για τα αντικείμενα που βρίσκονται εντός αυτού, καθώς και για τους επιβάτες του, πολλώ δε μάλλον για το πλήρωμα και τον πλοίαρχο. Επομένως, ο νόμος, έχοντας δημιουργήσει τους απαραίτητους κανόνες ώστε να λειτουργούν όλα νομίμως, έδωσε ιδιαίτερη βάση στην νομική αντιμετώπιση του πλοιάρχου, καθώς πρόκειται για το πρόσωπο που φέρει τις περισσότερες ευθύνες.
Αρχικά, θα θεωρούνταν παράλειψη αν δεν αναφέραμε ποια είναι η έννοια του ουσιαστικού «πλοίαρχος». Ειδικότερα, πρόκειται για τον κυβερνήτη του πλοίου, δηλαδή είναι αυτός που επιβλέπει τα πάντα, από τους ανεφοδιασμούς του πλοίου και την κατάλληλη επάνδρωσή του μέχρι και την ασφάλεια των επιβατών του, καθώς και τη διασφάλιση της ομαλής πορείας του πλοίου. Για τους εξής λόγους, ο νομοθέτης προέβλεψε ένα λεπτομερές νομικό καθεστώς για τον πλοίαρχο, το οποίο περιέχει τόσο διοικητικές όσο και ποινικές κυρώσεις, σε περίπτωση αμελούς συμπεριφοράς του κυβερνήτη. Οι ρυθμίσεις αυτές εντοπίζονται κατά κύριο λόγο στον ΚΙΝΔ, ο οποίος ρυθμίζει τα πάντα περί ναυτικού δικαίου, χωρίς, όμως, αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχει και ανάλογη εφαρμογή των άρθρων του ΑΚ, όπου προβλέπεται.
Στο αρ.40 του ΚΙΝΔ, προβλέπεται συγκεκριμένα ότι ο πλοίαρχος φέρει ευθύνη για κάθε πταίσμα, ακόμα, δηλαδή, και η εντελώς ελαφρά αμέλεια δημιουργεί την ευθύνη του πλοιάρχου. Βέβαια, κριτήριο για την ύπαρξη εν γένει κάποιου παραπτώματος του πλοιάρχου αποτελεί η επιμέλεια που πρέπει να φέρει ένας συνετός πλοίαρχος που καλείται να αναλάβει όλες τις παραπάνω υποχρεώσεις. Στη συνέχεια, μια από τις σημαντικότερες ευθύνες που έχει ο πλοίαρχος είναι αυτή που τον συνδέει με τον θαλάσσιο επιχειρηματία, η οποία, μάλιστα, αποτελεί κατά έναν τρόπο και ένα είδος αστικής σύμβασης και συγκεκριμένα σύμβασης εντολής. Η ευθύνη αυτή καλύπτει τόσο τις δικαιοπραξίες που φέρουν ελάττωμα όσο και τις αδικοπραξίες που επιχειρεί ο πλοίαρχος, ακόμη και αν γι’ αυτές μερίδιο ευθύνης φέρουν και άλλα πρόσωπα, π.χ. σε περίπτωση λήψης ειδικής γνώμης.
Παράλληλα, όπως είναι φυσικό, ο πλοίαρχος μπορεί να διαπράξει κάποια αδικοπραξία, η οποία δεν σχετίζεται με το πρόσωπο του θαλάσσιου επιχειρηματία αμέσως, αλλά μπορεί να αφορά και τρίτους. Τρίτοι εν προκειμένω θεωρούνται, για παράδειγμα, τα μέλη του πληρώματος, οι επιβάτες κ.λπ. Στην περίπτωση αυτή, λοιπόν, ο θαλάσσιος επιχειρηματίας φέρει την ευθύνη –παρόλο που δεν είναι ο άμεσα ζημιώσας— καθώς, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, τα δύο πρόσωπα αυτά συνδέονται με σχέση αντιπροσώπευσης. Θα πρέπει, βέβαια, η ζημία αυτή να δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια εκτέλεσης καθηκόντων που είχαν ανατεθεί από τον θαλάσσιο επιχειρηματία και να μην αφορά ζημίες που σχετίζονται μόνο με την προσωπική ζωή του πλοιάρχου. Ο νομοθέτης όμως για να εξασθενίσει τη δυσμενή αυτή θέση του επιχειρηματία, προέβλεψε ότι σε περίπτωση αποζημίωσης τρίτου από τον επιχειρηματία, αυτός δικαιούται να στραφεί αναγωγικά κατά του ζημιώσαντος.
Τέλος, ιδιαίτερα σημαντικό κρίνεται το δικαίωμα του πλοιάρχου να μπορεί να περιορίσει την ευθύνη του, ώστε να μην εκτείνεται σε όλη του την περιουσία. Σαφέστερα, το δικαίωμα αυτό θεσμοθετήθηκε για πρώτη φορά με τη Διεθνή Σύμβαση του Λονδίνου το 1957 και προβλέπει την εφαρμογή αυτού του δικαιώματος υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Για παράδειγμα, θα πρέπει ο πλοίαρχος να μην διέπραξε την ζημιογόνο πράξη με δόλο και με απώτερο σκοπό να δημιουργήσει πρόβλημα είτε σε τρίτους είτε στον θαλάσσιο επιχειρηματία. Επιπλέον, σύμφωνα με όσα προβλέπονται στο αρ.11 της Σύβασης Αθηνών, ο πλοίαρχος δικαιούται να περιορίσει την ευθύνη του σε περίπτωση που η πράξη του οδηγήσει σε θάνατο, εκτός και αν αυτή προκλήθηκε σκοπίμως. Τα παραπάνω παραδείγματα αφορούν κάποια από τα δικαιώματα που υπάρχουν στη σύμβαση χωρίς να σημαίνει ότι είναι μόνο αυτά.
Καταλήγοντας, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα ανωτέρω, προκύπτει το γεγονός ότι η ναυτιλία αποτελεί έναν ιδιαίτερα σημαντικό παράγοντα για την οικονομική ανάπτυξη της χώρας, πράγμα που σηματοδοτεί την πληρέστερη νομική θεμελίωση του. Πιο συγκεκριμένα, η δημιουργία ειδικών νομικών ρυθμίσεων για το πρόσωπο του πλοιάρχου, δικαιολογείται από τη φύση των υποχρεώσεων που καλείται να αναλάβει ο ίδιος, καθώς και από τη σχέση που τον συνδέει με τον θαλάσσιο επιχειρηματία, καθιστώντας τη θέση του ιδιαιτέρως σημαντική για την εξασφάλιση της ειρήνης εντός του πλοίου. Επιπλέον, η λεπτομερής νομοθετική ρύθμιση που έχει προβλέψει ο Έλληνας νομοθέτης, επικουρείται από διάφορες διεθνείς συμβάσεις που αφορούν τα συγκεκριμένα ζητήματα. Συνεπώς, η ύπαρξη ειδικού νομικού μεταχειρισμού του πλοιάρχου κρίνεται απολύτως απαραίτητη.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
-
Η ποινική και διοικητική ευθύνη πλοιάρχου και πληρώματος, dione.lib.unipi.gr, διαθέσιμο εδώ
- Πλοίαρχος εμπορικού ναυτικού, nee.gr, διαθέσιμο εδώ
-
Ο ΠΛΟΙΑΡΧΟΣ: Δικαιώματα, καθήκοντα και υποχρεώσεις κατά το Ελληνικό και το Ενωσιακό Δίκαιο και τις βασικότερες Διεθνείς Συμβάσεις, ikee.lib.auth.gr, διαθέσιμο εδώ