Της Μιχαηλίας-Ραφαέλας Καραγιάννη,
Η υπερβολική εφίδρωση, ονομαζόμενη υπεριδρωσία, είναι μία νόσος κατά την οποία το άτομο παρουσιάζει εφίδρωση σε μεγάλο βαθμό, χωρίς να συνοδεύεται από την άνοδο της θερμοκρασίας ή τη σωματική άσκηση και, γενικότερα, από κάποιο ερέθισμα. Τα άτομα που πάσχουν έχουν μορφολογικά φυσιολογικούς ιδρωτοποιούς αδένες, οι οποίοι, όμως, υπερδιεγείρονται. Οι ασθενείς αντιμετωπίζουν στην καθημερινότητά τους πολλές προκλήσεις, κοινωνικές και επαγγελματικές, αλλά και προκλήσεις με την προσωπική τους σωματική και ψυχική υγεία. Άλλωστε, η υπεριδρωσία είναι μία κατάσταση που ευνοεί την ανάπτυξη άλλων παθήσεων, κυρίως δερματικών.
Η εφίδρωση είναι μία φυσιολογική διαδικασία ζωτικής σημασίας. Η έκκριση του ιδρώτα γίνεται από τους ιδρωτοποιούς αδένες, οι οποίοι κατανέμονται σε όλο το σώμα, με περισσότερη πυκνότητα στη μασχαλιαία περιοχή, στις παλάμες των χεριών και τα πέλματα των ποδιών. Η εφίδρωση έχει σημαντικό ρόλο στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων, διατηρώντας τη θερμοκρασία του σώματος σε σταθερά επίπεδα, εξισορροπώντας το συναισθηματικό στρες και συμβάλλοντας στο μεταβολισμό. Γι’ αυτό, υπάρχουν δύο κύριοι τύποι εφίδρωσης, η θερμορυθμιστική εφίδρωση και η συναισθηματική.
Στους ανθρώπους, η έκκριση του ιδρώτα ρυθμίζεται από το Κεντρικό και το Αυτόνομο Νευρικό Σύστημα μέσω δύο κύριων νευροδιαβιβαστών. Η ακετυλοχολίνη ρυθμίζει τους εκκρινείς αδένες και άρα τη θερμική εφίδρωση, ενώ οι κατεχολαμίνες, για παράδειγμα η αδρεναλίνη, ρυθμίζουν τους εκκρινείς, αλλά και τους αποκκρινείς αδένες και άρα τη συναισθηματική εφίδρωση ή αυτή που προκαλείται από το άγχος. Το Αυτόνομο Νευρικό Σύστημα είναι αυτό που ελέγχει την εφίδρωση ανάλογα τις αλλαγές στο περιβάλλον ή στα ερεθίσματα.
Οι τύποι υπεριδρωσίας χωρίζονται ως εξής:
- Η γενικευμένη υπεριδρωσία
- Η εστιακή υπεριδρωσία (Πρωτογενής, Δευτερογενής εστιακή υπεριδρωσία)
Η γενικευμένη υπεριδρωσία επηρεάζει όλο το σώμα και οι αιτίες της είναι συνήθως η φαρμακευτική αγωγή, οι λοιμώξεις, οι κακοήθειες, οι ενδοκρινικές διαταραχές όπως η εμμηνόπαυση, η μέθη και οι νευρολογικές διαταραχές.
Η εστιακή υπεριδρωσία επηρεάζει κάποια μέρη του σώματος, κυρίως τις μασχαλιαίες περιοχές, τις παλάμες των χεριών και τα πέλματα των ποδιών.
Η πρωτογενής εστιακή υπεριδρωσία δεν προκαλείται από κάποια μεταβολή της θερμοκρασίας και γενικότερα από εξωτερικά ερεθίσματα, αλλά εμφανίζεται ιδιοπαθώς, σε κατά τ ’άλλα υγιή άτομα. Επηρεάζει κυρίως τις μασχαλιαίες περιοχές, αλλά και τα πόδια, τα χέρια και το πρόσωπο. Ακόμη και σήμερα, ο κεντρικός μηχανισμός της είναι άγνωστος. Σε ποσοστό 30% έως 60% των περιπτώσεων, η νόσος υπάρχει στο οικογενειακό ιστορικό. Επίσης, η νόσος εμφανίζεται συνήθως σε άτομα ηλικίας μεταξύ 14 και 25 ετών.
Στη δευτερογενή εστιακή υπεριδρωσία, η νόσος είναι αποτέλεσμα κεντρικών ή περιφερικών νευρωνικών ελαττωμάτων. Η υπερβολική εφίδρωση εμφανίζεται κατά την έναρξη της βλάβης και υποχωρεί μετά την αντιμετώπισή της. Σε περίπτωση χρόνιας νευρογενούς φλεγμονής, η υπεριδρωσία εμφανίζεται στο άκρο που επηρεάζεται. Η νόσος αυτή εμφανίζεται ασχέτως οικογενειακού ιστορικού, σε άτομα ηλικίας 25 ετών και άνω.
Υπάρχουν διάφοροι τρόποι με τους οποίους μπορεί να θεραπευτεί η υπεριδρωσία:
- Τοπικά, με χλωριούχο αργίλιο ή αντιιδρωτικά, με ιοντοφόρηση νερού βρύσης για παλαμιαία και πελματιαία εφίδρωση, με γλυκοπυρρόλιο, με ενέσεις αλλαντικής τοξίνης.
- Χειρουργικά, με ενδοσκοπική θωρακική συμπαθεκτομή στην εφίδρωση για διαταραχές του άνω τεταρτημορίου, με μασχαλιαία απόξεση, λιποαναρρόφηση για μασχαλιαία υπεριδρωσία.
- Μέσω της συστηματικής κυκλοφορίας, με αντιχολινεργικά φάρμακα, τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά, Βήτα αποκλειστές και αποκλειστές διαύλων ασβεστίου.
Οι ασθενείς με υπεριδρωσία περιγράφουν την καθημερινότητά τους δύσκολη. Αναφέρουν ότι πρέπει να αλλάζουν ρούχα αρκετές φορές κατά τη διάρκεια της ημέρας και ακόμη κάποιες φορές δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν αποτελεσματικά τα χέρια τους, όπως στο άνοιγμα μιας πόρτας, διότι αυτά γλιστράνε. Περιγράφουν ενοχλητικά τα βλέμματα των περαστικών και τονίζουν ότι η επαγγελματική αποκατάσταση δεν είναι εξίσου εύκολη σε άτομα που πάσχουν και σε άτομα χωρίς αυτή, αφού η νόσος σε κάποιες περιπτώσεις ενδέχεται να είναι περιοριστική. Τα προβλήματα που αναφέρθηκαν και άλλα, συχνά οδηγούν τα άτομα με υπεριδρωσία σε κοινωνικό αποκλεισμό, άγχος, κατάθλιψη και άλλες συναισθηματικές και ψυχικές διαταραχές.
Συνοψίζοντας, η υπεριδρωσία είναι μία ασθένεια, η οποία χαρακτηρίζεται από την υπερβολική εφίδρωση, γενικευμένη ή εστιακή. Τα άτομα που πάσχουν περιγράφουν τη νόσο ενοχλητική. Επιθυμούν η υπεριδρωσία να αντιμετωπίζεται με σοβαρότητα και όχι επιπολαιότητα, όπως συχνά συμβαίνει.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ