Του Νίκου Λυκομήτρου,
Μια ξεχασμένη σελίδα της ψυχροπολεμικής ιστορίας είναι η μαζική δολοφονία μελών και ανθρώπων σχετιζόμενων με το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ινδονησίας (και μελών οργανώσεών του, μεταξύ άλλων), με θύματα 500 χιλιάδες έως ακόμη και 3 εκατομμύρια άτομα σύμφωνα με κάποιες εκτιμήσεις. Η μαζική δολοφονία αρκετών κομμουνιστών και μη (π.χ. μελών οργανώσεων του ΚΚΙ) οργανώθηκε κυρίως από αντικομμουνιστικά στοιχεία του στρατού και θρησκευτικές οργανώσεις, και υποστηρίχθηκε από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο κύριος στόχος των δολοφονιών ήταν η ανατροπή του Σουκάρνο (ο Σουκάρνο τηρούσε μια θετική στάση απέναντι στην αριστερά, και το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ινδονησίας, ήταν το μεγαλύτερο εκτός ΕΣΣΔ και Κίνας), ενώ οι ΗΠΑ στήριξαν τις μαζικές αυτές δολοφονίες.
Η Ινδονησία απετέλεσε πρώην ολλανδική αποικία, η οποία το 1945 απέκτησε την ανεξαρτησία της. Από το 1948 έως το 1967 ο Σουκάρνο απετέλεσε επικεφαλής αυτής της χώρας, η οποία ζούσε υπό το καθεστώς μιας περιορισμένης δημοκρατίας, ενώ για πολλά χρόνια μέχρι το 1965 (από το 1959) η χώρα κυβερνιόταν υπό ένα καθεστώς «καθοδηγούμενης δημοκρατίας» και η κυβέρνηση στηριζόταν από ένα εξαιρετικά ετερόκλητο και εύθραυστο συνασπισμό αποτελούμενο από εθνικιστές, στρατιωτικούς και κομμουνιστές.
Το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ινδονησίας ήταν ενεργό από το 1915. Όταν η Ινδονησία απέκτησε την ανεξαρτησία της, το 1945, μετά από μια σύντομη ιαπωνική κατοχή (η Ολλανδία άρχισε να την αποικίζει το 1605), το κόμμα άρχισε να δραστηριοποιείται νόμιμα στη χώρα, έχοντας εκατομμύρια μέλη και φίλους και κερδίζοντας αρκετά υψηλά ποσοστά. Το 1959 ο Σουκάρνο διακήρυξε ότι η κοινοβουλευτική δημοκρατία είχε αποτύχει και θέσπισε τη λεγόμενη καθομιλούμενη δημοκρατία, με τη στήριξη των γερόντων και των επικεφαλής των χωριών για την λήψη αποφάσεων σε τοπικό επίπεδο. Ο ίδιος ο Σουκάρνο στήριζε ενεργά το κόμμα, αν και τηρούσε μια ισορροπία στηρίζοντας και το Κόμμα, αλλά και τον, σε μεγάλο βαθμό, αντικομμουνιστικό στρατό.
Πάντως, ρητορικά καταφερόταν ολοένα και πιο σκληρά απέναντι στη δύση και συνέχισε τις εθνικοποιήσεις, δίνοντας έμφαση στην οικονομική ανεξαρτησία, αλλά δεν υιοθετήθηκε κάποια σαφής πολιτική για την οικονομία. Ενώ υπήρχαν προβλήματα διατροφικής ασφάλειας το 1965, η κυβέρνηση απέσυρε την αμερικανική βοήθεια, με αποτέλεσμα η κυβέρνηση και ο στρατός να παλεύουν για επιρροή. Το κόμμα είχε ισχυρή διείσδυση στη νεολαία, τους διανοούμενους και την εργατική τάξη και τους αγρότες, προσφέροντας μια πιο δίκαιη εναλλακτική για το πληθυσμό.
Το 1965 άρχισαν να κυκλοφορούν φήμες στην πρωτεύουσα Τζακάρτα για πραξικόπημα, το οποίο συνέβη τη νύχτα προς την 1η Οκτωβρίου. Υπάρχουν αμφιλεγόμενες εκδόσεις για το ποιος ήταν υπαίτιος. Για την κυβέρνηση ήταν υπαίτιο το Κομμουνιστικό Κόμμα, σύμφωνα με έρευνες φαίνεται να ήταν αποτέλεσμα κάποιας εσωτερικής διαμάχης στο στρατό στην οποία ενεπλάκησαν στρατηγοί συνδεδεμένοι με το κόμμα, αν και δεν υπάρχουν σύμφωνα με αποχαρακτηρισμένα έγγραφα του Φόρειν Όφις εμπλοκή του κόμματος.
Μετά ο στρατηγός Σουχάρτο (μετέπειτα Πρωθυπουργός ως την οικονομική κατάρρευση του 1997) κατηγόρησε το Κομμουνιστικό Κόμμα μέσω των μέσων του στρατού, και κινήθηκε αμέσως για την απαγόρευσή του. Κυκλοφόρησαν φήμες περί ακρωτηριασμού των στρατιωτικών που εκτελέστηκαν κατά το πραξικόπημα, μη τεκμηριωμένες κατηγορίες για οργανώσεις συνδεδεμένες με το κόμμα, όπως ήταν η δολοφονία της κόρης ενός στρατηγού που οδήγησε στην έκρηξη της αντικομμουνιστικής βίας στην Ινδονησία.
Από τότε ξεκίνησαν οι συγκρούσεις. Τον Οκτώβριο του 1965 εκκίνησαν μαζικές δολοφονίες μελών του κόμματος και των οργανώσεών του, υποστηρικτών του Σουκάρνο και αριστερών μελών του στρατού. Οι συγκρούσεις ήταν ιδιαίτερα έντονες στην Ιάβα, το Μπαλί (όπου οι δολοφονίες οργανώθηκαν από άτομα ανώτερων καστών και ινδουιστές ηγέτες) και τη Σουμάτρα όπου υπήρχαν και οι μεγαλύτερες βάσεις υποστηρικτών του κόμματος, με τις δολοφονίες να έχουν (κυρίως) πολιτικά κριτήρια, χωρίς να λείπουν όμως και τα οικονομικά. Υπήρχαν βέβαια και άτομα που αντιστέκονταν οπλισμένα.
Εντάσεις υπήρχαν και πριν την σφαγή των κομμουνιστών το 1965-66, με τον στρατό, όμως τότε πήραν τεράστιες διαστάσεις. Αρκετοί στρατιωτικοί ηγέτες δήλωσαν ότι επέτρεπαν τέτοιες δολοφονίες, και η προπαγάνδα για τη δολοφονία των έξι στρατιωτικών στην απόπειρα πραξικοπήματος έσυρε αρκετούς στρατιωτικούς και κάποια μέρη της κοινωνίας υπέρ του στρατού. Ο στρατός είχε άμεση εμπλοκή με τοπικές πολιτοφυλακές από τις οποίες εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό. Πάντως, αρκετοί στρατιωτικοί ήταν υπέρ του κόμματος.
Υπέρ των σφαγών ήταν και αρκετά κόμματα, όπως επίσης και οι δύο μεγαλύτεροι ισλαμικοί οργανισμοί και η καθολική εκκλησία. Μάλιστα, η οργάνωση Μουχαμαντίγια (δεύτερη μεγαλύτερη μετά το Ναντλατούλ Ουλεμά) έδωσε και θρησκευτικό χαρακτήρα σε αυτό επειδή το κόμμα δεν ήταν υπέρ της θρησκείας. Οι δολοφονίες διήρκεσαν έως το 1966, κυρίως ως τον Μάρτιο. Υπήρξαν τουλάχιστον 500 χιλιάδες με 1 εκατομμύριο θάνατοι, ενώ ένας πολύ μεγάλος αριθμός μελών φυλακίστηκε χωρίς δίκη, βασανίστηκε, και πολλές γυναίκες κρατούμενοι υπέστησαν βιασμό ή άλλες μορφές σεξουαλικής βίας.
Πολλά άτομα τα οποία δολοφονήθηκαν δεν είχαν καμία σχέση με το κόμμα, ή με κάποια από τις οργανώσεις του. Τα περισσότερα θύματα δεν ήταν σημαντικά πολιτικά στελέχη και προέρχονταν από τις κατώτερες και εργατικές τάξεις. Για πολλά θύματα υπήρχε απλά υποψία ότι ήταν κομμουνιστές, άλλοι δολοφονήθηκαν από προσωπικά κίνητρα, ενώ αρκετοί στοχοποιήθηκαν επειδή κάποιος γνωστός τους είχε σχέση με το κόμμα.
Οι δολοφονίες έγιναν μέσω αποκεφαλισμών, στραγγαλισμών και λιγότερο συχνά με όπλα. Δεν υπέφεραν μόνο κομμουνιστές, μα και Κινέζοι (που έχουν ανώτερο βιοτικό επίπεδο) και Χριστιανοί σε κάποιες περιοχές. Οι φυλακισμένοι βασανίστηκαν με πολλούς τρόπους (ηλεκτροσόκ, βιασμός, ξυλοκοπήματα με καλώδια ή κομμάτια ξύλου), ενώ χιλιάδες κορίτσια ακόμη και κάτω των 13 ετών βιάστηκαν. Όσοι επέζησαν στιγματίστηκαν και αποκλείστηκαν από το να δουλέψουν στο δημόσιο.
Δυνάμεις του εξωτερικού όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Αυστραλία και το Ηνωμένο Βασίλειο υποστήριξαν αυτές τις ακρότητες. Η πρεσβεία των ΗΠΑ παρείχε λίστες με μέλη του κόμματος στον στρατό, ενώ πρώην αξιωματικοί της Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (CIA) έχουν δηλώσει ότι η υπηρεσία στήριζε με στοιχεία τον Σουχάρτο. Ενδεικτικό του ψυχροπολεμικού κλίματος, κυβερνητικοί παράγοντες στις ΗΠΑ και αλλού (και μέσα ενημέρωσης όπως το Τάιμ), παρουσίαζαν τέτοιες ακρότητες σαν «καλές ειδήσεις» ή ένιωθαν ικανοποίηση για αυτό. Παρά το γεγονός ότι απόρρητα έγγραφα κρύβουν ακόμη σημαντικές πληροφορίες, είναι ήδη γνωστό ότι η Αμερική εξόπλισε και χρηματοδότησε το στρατό και μια στρατιωτική ομάδα θανάτου και παρείχε στοιχεία για χιλιάδες στελέχη του κόμματος με σκοπό την δολοφονία τους. Ο Τζέφρι Ρόμπινσον, καθηγητής ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Λος Άντζελες, υποστηρίζει ότι χωρίς στήριξη και χρηματοδότηση από το εξωτερικό, οι δολοφονίες αυτές δεν θα είχαν συμβεί.
Σήμερα, στην Ινδονησία η κυβέρνηση συνεχίζει την απαγόρευση του κομμουνισμού και του μαρξισμού (από το 1966), μάλιστα η προώθηση του κομμουνισμού επιφέρει φυλάκιση έως και 20 χρόνια. Πολλοί μετέχοντες μάλιστα, εξακολουθούν να πιστεύουν ότι έπραξαν ορθά. Την περίοδο που κυβέρνησε ο Σουχάρτο (ως το 1998) καταβλήθηκε κάθε προσπάθεια, ώστε να διαδοθεί η κυβερνητική προπαγάνδα σχετικά με τα γεγονότα. Μετά την πτώση του, έγιναν μερικά βήματα (όπως η αποφυλάκιση των πολιτικών κρατούμενων και η αφαίρεση αναφορών περί «κομμουνιστικής βαρβαρότητας» στα σχολικά βιβλία) για την επαναπροσέγγιση του θέματος, χωρίς συνέχεια όμως. Οι ξεπερασμένες ψυχροπολεμικές λογικές συνεχίζουν να επικρατούν στην πολιτική σκηνή της χώρας, με πολλά κυβερνητικά στελέχη (συμπεριλαμβανομένου του Τζόκο Ουιντόντο, πρωθυπουργού από το 2014) να έχουν εκφραστεί υπέρ των διώξεων. Ακόμη και σήμερα, παρά κάποιες προσπάθειες για έρευνα πάνω στα γεγονότα, το θέμα παραμένει ταμπού και πολλοί Ινδονήσιοι δεν έχουν αντικειμενική γνώση πάνω σε αυτά τα γεγονότα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- The Indonesian killings of 1965-1966, sciencespo.fr, Διαθέσιμο εδώ
- The Massacre the World Forgot, nrc.no, Διαθέσιμο εδώ
- No thoughts about apologising: Indonesia and the 1965–66 killings, lowyinstitute.org, Διαθέσιμο εδώ