11.9 C
Athens
Κυριακή, 17 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΚοινωνία«Ἂς μὴν τὸ κρύβουμε. Διψᾶμε γιὰ οὐρανό»

«Ἂς μὴν τὸ κρύβουμε. Διψᾶμε γιὰ οὐρανό»


Της Κατερίνας Κωνσταντοπούλου,

Επιμένω σ’ έναν άλλο κόσμο.
Τον έχω τόσο ονειρευτεί,
Τόσο πολύ έχω σεργιανήσει μέσα του
Που πια
Είναι αδύνατο να μην υπάρχει.

-Χρίστος Λάσκαρης, Απόγευμα προς βράδυ

«Η λογοτεχνία είναι η απόδειξη πως η ζωή δεν είναι αρκετή», έγραψε ο Πορτογάλος ποιητής και συγγραφέας Φερνάντο Πεσσόα, ενώ ο Οδυσσέας Ελύτης σημείωσε πως «η ποίηση αρχίζει από κει που την τελευταία λέξη δεν την έχει ο θάνατος». Είναι, λοιπόν, η λογοτεχνία μία προσπάθεια του ανθρώπου να υπερκεράσει την πεπερασμένη ζωή και τη ρηχή καθημερινότητά του; Να βαθύνει το φτωχό οπτικό του πεδίο, μέχρι εκεί που δεν βλέπει πια σύνορα; Είναι μια μάχη με το χρόνο, μια προσπάθεια να μην πεθάνει ποτέ στα λόγια και τις σκέψεις των ανθρώπων; Στην τελική, γιατί γράφουμε και γιατί διαβάζουμε πεζογραφία και ποίηση;

Πηγή εικόνας: oanagnostis.gr

Η λογοτεχνία είναι το πεδίο μάχης στο οποίο ο άνθρωπος έρχεται αντιμέτωπος με την πνευματική και ψυχική του υπόσταση, κι όχι μόνο με τη βιολογική. Ο άνθρωπος γίνεται ψυχή, όνειρα, επιθυμίες, φόβοι, ελπίδες. Όλη η λογοτεχνία ερείδεται στα ανθρώπινα πάθη. Στον έρωτα και στην αγωνία του θανάτου, στους δύο διαχρονικούς και πανανθρώπινους πυλώνες της ζωής. Διαβάζοντας ή γράφοντας λογοτεχνία, το άτομο συναντά, εξερευνά, κατανοεί ή/και καταθέτει τη ψυχή του και, εν τέλει, λυτρώνεται. Καθαίρεται από τη χαμέρπεια, από το φόβο, από την πεζότητα και την πνευματική νάρκωση. Η ψυχή του ανθρώπου διψά για συναισθήματα, τέχνη, έκφραση, όπως το σώμα του για νερό. Ο Βίκτωρ Ουγκώ έγραψε χαρακτηριστικά, «το διάβασμα είναι όπως η τροφή και το νερό. Το πνεύμα που δεν διαβάζει χάνει βάρος, όπως ένα σώμα που δεν τρώει». Κι η ψυχή ατροφεί και μαραίνεται, λοιπόν, όπως ακριβώς και το σώμα. Και μία νοσούσα ψυχή θα αρκεστεί σε μια ζωή μίζερη, ευτελή και χωλαίνουσα.

Η λογοτεχνία, επομένως, διασφαλίζει, όπως και οι λοιπές τέχνες, πως ο άνθρωπος δεν επιβιώνει απλώς, αλλά μετέχει ουσιαστικά και ορμητικά στη ζωή, όχι επιδερμικά και διστακτικά. Η λογοτεχνία συνιστά, όμως, και μια πράξη με έντονα κοινωνικό χαρακτήρα. Ο άνθρωπος γράφει, μεταξύ άλλων, για να αλλάξει τον κόσμο. Ανακαλύπτει τον εαυτό του και γίνεται πιο ευαίσθητος, περισσότερο ικανός να κατανοήσει το διπλανό του. Και, έπειτα, επιδιώκει να ανακαλύψει και τον κόσμο, και όταν σκοντάφτει στα κακώς κείμενα -στην αδικία, στη διαφθορά, στην αναλγησία- πληγώνεται και αγωνίζεται να τα αλλάξει. Τα καυτηριάζει, τα φωνάζει, μέχρι να ακουστεί η πένα του, και από τον εκκωφαντικό της θόρυβο, να αρχίσει να χτίζεται ο κόσμος από την αρχή. «Σαν πρόκες πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις/Να μην τις παίρνει ο άνεμος» (Μανόλης Αναγνωστάκης). Και, πολλές φορές, με τη λογοτεχνία, χτίζει έναν άλλον κόσμο, πιο όμορφο και τρυφερό, και τρυπώνει μέσα του, γιατί δεν μπορεί να αντέξει τον πραγματικό.

Πηγή εικόνας: antikleidi.com

«Ἂς μὴν τὸ κρύβουμε. Διψᾶμε γιὰ οὐρανό», έγραψε ο ποιητής Μίλτος Σαχτούρης, κι αυτήν ακριβώς τη δίψα μας να απαγκιστρωθούμε από τη σάρκα, ώστε η ψυχή μας να ίπταται σε ανώτερες σφαίρες, αποτυπώνει η λογοτεχνία. Η ποίηση και η πεζογραφία αποτελούν θεματοφύλακες της ανθρώπινου μικρόκοσμου, με τα όνειρα, τους έρωτες και τα απωθημένα του καθενός μας. Αποτελούν κραυγές αγωνίας για έναν λιγότερο αμείλικτο κόσμο. Οάσεις για την ταλαιπωρημένη ανθρώπινη ψυχή, ένα απάγκιο μέσα στην απηνή πραγματικότητα, και ίσως μια πόρτα προς την αθανασία.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
  • Λάσκαρης Χ. (2006), Απόγευμα προς βράδυ, Εκδόσεις Γαβριηλίδης


 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Κατερίνα Κωνσταντοπούλου
Κατερίνα Κωνσταντοπούλου
Γεννήθηκε το 2003 στο Μαρούσι. Είναι προπτυχιακή φοιτήτρια στο τμήμα Φιλολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Μιλάει Αγγλικά. Επιθυμεί να ασχοληθεί με τη διδασκαλία. Στον ελεύθερο χρόνο της ασχολείται με την ανάγνωση λογοτεχνικών βιβλίων και τη συγγραφή δοκιμίων, άρθρων και ποιημάτων.