Της Κωνσταντίνας Λάμπου,
Στο ελληνικό δικονομικό σύστημα, η εισαγγελική αρχή είναι οργανωμένη στο δικαστηριακό πλαίσιο, βασισμένη σε συγκεκριμένο σύστημα και σε συγκεκριμένες αρχές. Χάρη στις αρχές αυτές, ρυθμίζεται η δράση, αλλά και ο τρόπος λειτουργίας της εισαγγελικής αρχής. Αυτή, όμως, η λειτουργία καθορίζεται από τρεις αρχές: την αρχή του ενιαίου και αδιαιρέτου, την αρχή της ιεραρχικής εξάρτησης και την αρχή της ανεξαρτησίας της εισαγγελικής αρχής.
Κατά το άρθρο 27 παρ. 2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, τα πρόσωπα που επαφίενται στην άσκηση της ποινικής δίωξης δεν εξαρτώνται από καμία άλλη αρχή. Αξιοσημείωτο είναι πως είναι ανεξάρτητα, ακόμα και από τα δικαστήρια που υπηρετούν. Αυτή η ανεξαρτησία της εισαγγελικής αρχής από την εκτελεστική και νομοθετική εξουσία δίνει άδεια στους εισαγγελείς να διώκουν απρόσκοπτα οποιοδήποτε έγκλημα, αλλά και να αποδίδουν κατηγορία σε κάθε πρόσωπο, χωρίς να έχει σημασία η οικονομική, πολιτική ή κοινωνική θέση.
Αν δεν υπήρχε η παραπάνω ανεξαρτησία της εισαγγελίας από τις συγκεκριμένες αρχές, τότε τα δικαστήρια θα λειτουργούσαν καθ’ υπέρβαση, σε περίπτωση που με άμεσο ή έμμεσο τρόπο έθιγαν την εισαγγελία. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ο εισαγγελέας να μη λογοδοτεί στα δικαστήρια για όποια απόφαση τυχόν λαμβάνει, αλλά ούτε και να θεωρείται υπεύθυνος, σε περίπτωση που καταδικάσει άδικα έναν αθώο. Η συγκεκριμένη ρύθμιση της εισαγγελικής ανεξαρτησίας είναι συνταγματικά κατοχυρωμένη, αλλά αποκτά δυναμική με τον νέο κώδικα.
Πάντως, μέχρι στιγμής, από τα εκτεθέντα, διαφαίνεται πως η εισαγγελική αρχή, πέρα από την όποια ανεξαρτησία, υπόκειται και σε κάποιους περιορισμούς, οι οποίοι στηρίζουν τη δικαιολογητική τους βάση στην επίκληση ενδοσυστηματικών λόγων. Πιο συγκεκριμένα, όπως ορίζουν τα άρθρα 27, 28 και 29 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, η ανεξαρτησία της διωκτικής αρχής είναι υπό την επιφύλαξη «των σχετικών διατάξεων του οργανισμού των δικαστηρίων» και πιο πολύ του άρθρου 24 παρ. 4 του ΚΟΔΚΔΛ. Αυτό το άρθρο καθορίζει πως οι εισαγγελικοί λειτουργοί έχουν ιεραρχική εξάρτηση και υποχρεώνονται να προχωρούν σε εκτέλεση παραγγελιών των προϊσταμένων τους, με την προϋπόθεση, όμως, πως αυτές δεν παραβιάζουν την αρχή της νομιμότητας και την «επιστημονική ελευθερία», όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 16 του Συντάγματος.
Πέρα, όμως, από αυτήν την επιφύλαξη, η ανεξαρτησία της διωκτικής αρχής τελεί και υπό την επιφύλαξη «των σχετικών διατάξεων των άρθρων 333, 334 και 335 ΚΠΔ». Τα άρθρα αυτά δίνουν άδεια σε αυτόν που διευθύνει την ακροαματική διαδικασία να προχωράει στον καθορισμό καθηκόντων στο ακροατήριο, όχι μόνο του εισαγγελέα, αλλά και των συνέδρων. Και αυτή η επιφύλαξη, βέβαια, δεν δρα αυθαίρετα, αλλά δικαιολογείται, διότι είναι αναγκαίο να προωθηθεί η ισότητα των δικαιωμάτων του εισαγγελέα με τους διαδίκους και, κυρίως, με τον κατηγορούμενο, κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας.
Στο σημείο αυτό, πρέπει να αναφερθεί πως η διωκτική αρχή, κατά τα άρθρα 28 παρ. 1 και 2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, δίνει άδεια στο δικαστήριο εφετών να δίνει εντολή στην εισαγγελέα εφετών, να προχωράει στην ποινική δίωξη σχετικά με εγκλήματα μόνον εξαιρετικής σημασίας και αν η ποινική δίωξη έχει ήδη ασκηθεί, θα πρέπει να υποβάλλονται σε αυτόν τα σχετικά με την υπόθεση έγγραφα. Έτσι, κατοχυρώνεται με το νέο άρθρο 29 ΚΠΔ, σε αντίθεση με το παλιό, το δικαίωμα του δικαστηρίου εφετών να επεμβαίνει «σε υποθέσεις εξαιρετικής φύσεως, οι οποίες συνταράσσουν την κοινή γνώμη και για τις οποίες… είναι ανάγκη να αναλάβει την ανάκριση υπό την αιγίδα αυτού, το εφετείο, για να προσδώσει το αναγκαίο κύρος στις ενέργειες της ανάκρισης και την προδικασία εν γένει».
Η εισαγγελική αρχή, επιπλέον, παρουσιάζει ολική κάμψη στο άρθρο 29 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Η διάταξη αυτή ορίζει πως ο Υπουργός Δικαιοσύνης δικαιούται να προχωρήσει σε αναβολή της έναρξης της ποινικής δίωξης, αλλά και στη συνέχεια να αναστείλει την ποινική δίωξη που έχει ήδη ασκηθεί, ενάντια σε πολιτικά εγκλήματα ή εγκλήματα που υπάρχει πιθανότητα να προκαλέσουν ταραχή στις διεθνείς σχέσεις του κράτους.
Εν κατακλείδι, οποιαδήποτε εισαγγελία συγκροτείται κατά το ατομικό σύστημα, έχοντας ως αποτέλεσμα να εκπροσωπείται από μόνο ένα μέλος στους τομείς όπου δρα. Μόνο κατ’ εξαίρεση, αν οριστεί πως η δίκη θα διαρκέσει πολύ, θα διοριστεί κι άλλο μέλος.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Δαλακούρας Ι. Θεοχάρης, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, τόμος 1, 2η έκδοση, Αθήνα, 2019