Του Ιωάννη Περγαντή,
1924, έτος ορόσημο για την Σοβιετική Ένωση. Τότε όταν ο Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς Τζουγκασβίλι (γνωστός και ως Ιωσήφ Στάλιν), ανέλαβε τα ηνία της Ένωσης και την οδήγησε μέσα από μια αρκετά ταραχώδη τριακονταετία, η οποία περιελάμβανε πολέμους, αναταραχές και κρίσεις. Η εξουσία του Στάλιν θα μπορούσε σε γενικές γραμμές να χαρακτηριστεί από μια ολική σκληρή στάση προς όλα τα ζητήματα, είτε αφορούν εσωτερικά θέματα, είτε τις σχέσεις των Σοβιετικών με τον υπόλοιπο κόσμο. Η αυταρχική αυτή διακυβέρνηση την οποία υιοθέτησε ο Στάλιν σε όλους τους τομείς της Ένωσης έληξε με τον θάνατο του το 1953, όταν μια νέα σελίδα θα γυρίσει για την ΕΣΣΔ και ως προς τη διακυβέρνηση αλλά και ως προς τις στάσεις.
Μετά τη ταφή του Στάλιν στις 9 Μαρτίου 1953, η οποία έγινε στο πλαίσιο πλουσιοπάροχων τελετών και δρωμένων, τέθηκε το ζήτημα της «διαδοχής». Αν και θεμελιωτής του κομμουνισμού στη Ρωσία ήταν ο Λένιν, στα μέσα του 20ου αιώνα όλοι ταύτιζαν τον κομμουνισμό με το πρόσωπο του Στάλιν. Έτσι, υπήρχε το δίλημμα από τη μια της συνέχισης του έργου του Στάλιν, ή την επιλογή μιας διαφορετικής προσέγγισης της διακυβέρνησης. Τελικά, το Κομμουνιστικό Κόμμα εξέλεξε ως Γενικό Γραμματέα τον Νικίτα Σεργκιέγιεβιτς Χρουστσόφ, έμπειρο πολιτικό, αλλά με μια ιδιαίτερη στάση, αυτή της αποσταλινοποίησης.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του, υπήρξε πολέμιος της σκληρής πολιτικής του Στάλιν. Λογοκρισία, κακή διαχείριση οικονομικών-επισιτιστικών κρίσεων, καταπίεση εθνοτικών ομάδων, κόντρα με τη Δύση: όλες αυτές οι πρακτικές ήταν ενάντια στα σχέδια και τις επιδιώξεις του Χρουστσόφ, ο οποίος από την πρώτη κιόλας στιγμή προσπάθησε να τις αναιρέσει. Ένα σημαντικό στιγμιότυπο της καριέρας του ήταν η λεγόμενη «Μυστική Ομιλία», η οποία έλαβε μέρος 3 χρόνια αργότερα, στο πλαίσιο του Συνεδρίου του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης. Εκπρόσωποι κομμουνιστικών κρατών και κομμάτων από όλο τον κόσμο παρευρέθηκαν στη Μόσχα, με τον Χρουστσόφ να εκμεταλλεύεται την περίσταση για να κάνει τις προθέσεις του γνωστές. Στην ομιλία που έδωσε, για επί περίπου δυο ώρες απομυθοποιούσε τον Στάλιν, καταρρακώνοντας το έργο του και κατηγορώντας τον για κακή διακυβέρνηση και προσέγγιση διαφόρων ζητημάτων.
Κάνοντας τις προθέσεις του γνωστές, ο Χρουστσόφ έπιασε αμέσως δουλειά, ανερώντας όλες σχεδόν τις εσωτερικές και εξωτερικές πολιτικές του Στάλιν. Αρχικά, όσον αφορά το εσωτερικό, η λογοκρισία περιορίστηκε σε μεγάλο βαθμό, βοηθώντας στη συγγραφική και ιδεολογική εξέλιξη του σοβιετικού λαού, καθώς και στη μερική εξάπλωση των ιδεών της δημοκρατίας. Έπειτα, ανέστειλε τη λειτουργεία αρκετών Γκουλάγκ της Σιβηρίας (στρατόπεδα αντιφρονούντων προς το Σοβιετικό καθεστώς), επιτρέποντας την επιστροφή των πρώην φυλακισμένων στις πατρίδες τους. Όσον αφορά τις διάφορες εθνότητες του κράτους, η καταπίεση τους έληξε άμεσα. Τώρα πια η Σοβιετική Ένωση δεν ήταν ένα καθαυτό ρωσικό κράτος, αλλά ένα κολάζ εθνοτήτων οι οποίες είχαν έναν κοινό άξονα, τον κομμουνισμό. Έτσι, πολλές εθνοτικές ομάδες (Τατάροι, Καυκάσιοι κλπ) επέστρεψαν στις πατρίδες τους μετά από πολλές δεκαετίες εξορίας.
Ο Χρουστσόφ επίσης προέβη και στην αναμόρφωση της παραγωγής, με την υιοθέτηση του σχεδίου των «Παρθένων Γαιών», δηλαδή τη χρήση ανεκμετάλλευτων εκτάσεων γης της Σιβηρίας, με σκοπό την αύξηση της παραγωγής αλλά και αντιμετώπιση της ανεργίας. Ως προς αυτό το έργο, του ασκήθηκε πολλή κριτική και αντιπολίτευση, λόγω πολιτικών και οικονομικών σκοπιμοτήτων. Τέλος, προέβη στην αναδιοργάνωση του εσωτερικού του κράτους, με τον εκ νέου διαχωρισμού των Όμπλαστ (διοικητικές περιφέρειες), με τον περαιτέρω διαχωρισμό των εξουσιών και την παραχώρηση εδαφών μεταξύ των περιφερειών.
Η μεγαλύτερη μεταβολή σημειώθηκε στην εξωτερική πολιτική. Σε αντίθεση με την εχθρική στάση της επί Στάλιν, τώρα πια η Σοβιετική Ένωση ήταν πιο διαλλακτική και πρόθυμη για συνομιλία με την Δύση. Αυτό φάνηκε το 1962, με την γνωστή «Κρίση της Καραϊβικής», όταν οι ΗΠΑ ανακάλυψαν εγκατεστημένα πυραυλικά συστήματα στη Κούβα, τα οποία αποδείχθηκαν σοβιετικής προέλευσης. Η παρουσία ατομικών όπλων στο προσκέφαλο της Αμερικής εύκολα θα μπορούσε να προκαλέσει διπλωματικό, και όχι μόνο, επεισόδιο, αλλά τα χειρότερα αποσοβήθηκαν. Οι δύο μεγάλοι ηγέτες της εποχής, Χρουστσόφ και Κένεντι, ήρθαν σε μια από κοινού συνεννόηση και το ίδιο έτος με την υπογραφή του «Συμφώνου Απαγόρευσης Δοκιμών» τέθηκε μια κοινή γραμμή Δύσης και Σοβιετικής Ένωσης, η οποία προσέβλεπε σε ένα μέλλον με λιγότερες εντάσεις και περισσότερη συνεργασία.
Παρά τις καλές προθέσεις του Χρουστσόφ, οι ενδοκομματικές έριδες και οι φατρίες που σχηματίστηκαν εναντίον του αποδείχθηκαν αρκετά ισχυρές, ώστε το 1964 τον καθαίρεσαν από Γενικό Γραμματέα. Μεγάλο ρόλο σε αυτή τη καθαίρεση έπαιξε η συμφωνία με τις ΗΠΑ, η οποία για τους περισσότερους θεωρήθηκε διπλωματική αποτυχία. Το έργο του Χρουστσόφ, αν και έληξε άδοξα, συνεχίστηκε σε κάποιο βαθμό και από τους μεταγενέστερους του, έχοντας θέσει ήδη τις βάσεις για μια διαφορετική Σοβιετική Ένωση.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- The Khrushchev era (1953–64), britannica.com, Διαθέσιμο εδώ
- Towster, Julian (1954), The Soviet Union after Stalin: Leaders and Policies, The American Slavic and East European Review, jstor.org, Διαθέσιμο εδώ