Του Βασίλη Παπαδήμου,
Η περίοδος του Μεσοπολέμου ίσως αποτελεί μια από τις πιο ταραχώδεις στην πολιτική ζωή του ελληνικού κράτους. Αμέσως μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και μέχρι την επιβολή της δικτατορίας του Μεταξά στις 4 Αυγούστου 1936, ο πολιτικός βίος χαρακτηριζόταν από μια αποσύνθεση και αστάθεια. Οι επεμβάσεις του στρατού είχαν καταστεί μία παγιωμένη πλέον τακτική με τη συνεχή εκδήλωση πραξικοπημάτων και κινημάτων, όταν οι πολιτικές συνθήκες δεν ήταν της αρεσκείας των αξιωματικών που διοικούσαν το στράτευμα, είτε Βενιζελικών είτε Φιλομοναρχικών. Ασφαλώς τα σημάδια του Εθνικού Διχασμού ήταν ακόμη εμφανή, παρόλο που ο Κωνσταντίνος Α΄ είχε φύγει από τη ζωή, ενώ ο Βασιλέας Γεώργιος Β΄ είχε κηρυχθεί έκπτωτος και βρισκόταν στο εξωτερικό. Μέσα σε αυτό το πολιτικό πλαίσιο εντάσσεται και το κίνημα της 6ης Μαρτίου 1933, του οποίου πρωτεργάτης ήταν ο απόστρατος τότε Νικόλαος Πλαστήρας, και κατέληξε σε παταγώδη αποτυχία, όπως θα δούμε παρακάτω.
Σε αυτό το σημείο αναγκαία κρίνεται η επιγραμματική περιγραφή του ευρύτερου πολιτικού σκηνικού της εποχής. Μετά την ανατροπή της κυβέρνησης του Λαϊκού Κόμματος υπό την πρωθυπουργία του Παναγή Τσαλδάρη από τους Φιλελεύθερους τον Ιανουάριο του 1933, την πρωθυπουργία ανέλαβε ο Ελευθέριος Βενιζέλος με σκοπό την προκήρυξη νέων εκλογών, οι οποίες επρόκειτο να πραγματοποιηθούν στις 5 Μαρτίου. Παρά τις αντίθετες προσδοκίες τους, οι Φιλελεύθεροι ηττήθηκαν στις εκλογές από το Λαϊκό Κόμμα και τον Τσαλδάρη. Την νύκτα της 5ης προς 6η Μαρτίου παγωμάρα επικρατούσε στην οικία Βενιζέλου, όπου είχαν συγκεντρωθεί εξέχοντα στελέχη της Φιλελεύθερης παράταξης. Ο Βενιζέλος, αποδεχόμενος την ήττα, ήταν έτοιμος να παραδώσει την εξουσία, ωστόσο ο Νικόλαος Πλαστήρας φάνηκε να έχει διαφορετικά σχέδια.
«Θα μας κάνουν τα ίδια με το 1920» φάνηκε να είπε ο Πλαστήρας, προκειμένου να προτείνει στον Βενιζέλο να πραγματοποιηθεί πραξικόπημα με σκοπό η εξουσία να παραμείνει στα χέρια του. Στόχος του Πλαστήρα ήταν να εγκαθιδρύσει ένα δικτατορικό καθεστώς στα πρότυπα εκείνου στην Ιταλία του Μουσολίνι. Επίσης, το σχέδιο προέβλεπε να μεταβεί ο ίδιος ο Πλαστήρας στους συνοικισμούς των προσφύγων, προκειμένου να τους ξεσηκώσει και να απαιτήσουν οι ίδιοι την εγκαθίδρυση δικτατορικού καθεστώτος. Επεδίωκε, δηλαδή, την εύρεση λαϊκών ερεισμάτων ούτως ώστε το κίνημα να φαίνεται μαζικότερο. Μάταια ο Βενιζέλος του είπε πως δεν είναι σαν τον Μουσολίνι, διαμηνύοντάς του πως τα προβλήματα της χώρας σε όλους τους τομείς ήταν τεράστια και πως σε λίγο καιρό το κίνημά του θα κατέρρεε.
Μετά την ολιγόλεπτη συνάντησή του με τον Βενιζέλο, ο Πλαστήρας κατευθύνθηκε στο Yπουργείο Στρατιωτικών, όπου συνάντησε τον Yπουργό Γεώργιο Κατεχάκη. Λίγο μετά έφτασαν στο Yπουργείο και οι στρατηγοί Αλέξανδρος Οθωναίος και Κωνσταντίνος Μανέτας. Προς απογοήτευση του Πλαστήρα και εκείνοι δεν είδαν θετικά τα σχέδια του. Τα ξημερώματα της 6ης Μαρτίου ο Κατεχάκης ενημερώθηκε από ανθρώπους του Yπουργείου ότι ο Πλαστήρας είχε καταλάβει το Yπουργείο των Στρατιωτικών και είχε κηρύξει επανάσταση, με το 1ο Σύνταγμα Αθηνών να έχει ήδη προσχωρήσει στο κίνημα. Σε διάγγελμά του προς τον ελληνικό λαό ο Πλαστήρας έκανε αναφορά στη μη βιωσιμότητα πλέον του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, το οποίο χαρακτήριζε ασταθές, ενισχύοντας με αυτό τον τρόπο τον κομμουνισμό. Ο ίδιος ο Πλαστήρας παραδέχεται στη διήγηση των γεγονότων του ΄33 ότι η πίστη του στον κοινοβουλευτισμό είχε χαθεί ήδη από το 1926. Επιπλέον, από τις πρώτες ενέργειές του ήταν η αναστολή όλων των διατάξεων του Συντάγματος, η κήρυξη στρατιωτικού νόμου σε όλη την επικράτεια, η απαγόρευση των συγκεντρώσεων και ο έλεγχος των επικοινωνιών και του Τύπου.
Παρά το γεγονός ότι οι διοικητές των στρατιωτικών μονάδων των Αθηνών ξεκαθάρισαν στον Πλαστήρα ότι δεν θα τον ακολουθούσαν, ο «Μαύρος Καβαλάρης» δεν έδειξε να πτοείται. Παράλληλα, είχε δοθεί διαταγή να συλληφθεί τόσο ο Τσαλδάρης όσο και άλλα εξέχοντα μέλη της Αντιβενιζελικής παράταξης. Βέβαια, κατόπιν παρέμβασης του Βενιζέλου, η σύλληψη του Τσαλδάρη ματαιώθηκε. Όλοι προσπαθούσαν με κάποιον τρόπο να μεταπείσουν το Πλαστήρα να εγκαταλείψει το εγχείρημά του, αφενός μεν διότι ήταν βέβαιη η αποτυχία του, αφετέρου δε προκειμένου να αποφευχθεί μια αιματοχυσία ή ακόμη χειρότερα η επανάληψη σκηνών της περιόδου του Εθνικού Διχασμού ιδιαίτερα την περίοδο εκείνη, όπου τα πολιτικά πάθη άρχισαν να επανεμφανίζονται. Σε μια ύστατη προσπάθεια οι αντιστράτηγοι, οι συγκροτούντες το Στρατιωτικό Συμβούλιο συγκεντρώθηκαν στο Yπουργείο, προκειμένου να μεταπείσουν τον Πλαστήρα, αλλά μάταια. Μετά τη συνάντησή τους με το Πλαστήρα, οι αντιστράτηγοι Τσιμικάλης, Μαζαράκης και Μανέτας μετέβησαν στην οικία του Βενιζέλου με σκοπό την εξεύρεση λύσης. Τότε ειπώθηκε το σχέδιο να σχηματισθεί κυβέρνηση των Αντιστρατήγων, με πρόεδρo τον Οθωναίο, σχέδιο, όμως, το οποίο ναυάγησε μετά την άρνηση του Οθωναίου. Παράλληλα, ο Βενιζέλος, όντας ακόμη κυβερνήτης της χώρας, είχε σειρά επαφών με τον Τσαλδάρη και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Αλέξανδρο Ζαΐμη, με σκοπό την εξεύρεση λύσης.
Τελικά, το απόγευμα της 6ης Μαρτίου βρέθηκε η λύση. Μετά τις αποτυχημένες προσπάθειες μεταπείσεως ή αποκλεισμού του Πλαστήρα, ο Οθωναίος δέχθηκε, τελικά, να αναλάβει προσωρινώς την πρωθυπουργία της χώρας. Ο Τσαλδάρης, ενώ αρχικά είχε αρνηθεί τη λύση αυτή βλέποντας πως τα πράγματα οδηγούνταν σε αδιέξοδο, συμφώνησε υπό τον όρο πως αμέσως μετά ο Οθωναίος θα του παρέδιδε την εξουσία. Ο Οθωναίος τον διαβεβαίωσε για αυτό. Αργά το απόγευμα της ίδιας ημέρας ορκίστηκε η κυβέρνηση των Αντιστρατήγων. Μετά την ορκωμοσία της, η νέα κυβέρνηση πήγε στο Υπουργείο Στρατιωτικών προκειμένου να λάβει την εξουσία από τον Πλαστήρα, γεγονός που υποδηλώνει πως αναγνωρίστηκε έστω και η παρωδική κατοχή της εξουσίας από εκείνον.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η εξιστόρηση των γεγονότων από τον ίδιο τον Πλαστήρα. Αρνείται να αποδεχθεί πως οι Φιλελεύθεροι ηττήθηκαν για μόλις 500 ψήφους, ενώ θεωρεί πως το 50% του εκλογικού σώματος που ψήφησαν τους Λαϊκούς ήταν αποτέλεσμα παραπλανητικών προεκλογικών υποσχέσεων των τελευταίων. Δίνει πολλή βαρύτητα στους ηθικούς λόγους που οδήγησαν στο πραξικόπημα, ενώ αναφέρει ότι το δικαίωμα επέμβασης στα πολιτικά πράγματα της χώρας το αντλεί από τους πολυάριθμους αγώνες τους οποίους έδωσε υπέρ της πατρίδας. Αναφέρθηκε και παραπάνω πως ο Πλαστήρας είχε από ετών απωλέσει την πίστη του στον κοινοβουλευτισμό και το Σύνταγμα, το οποίο πίστευε ότι ήταν επιζήμιο σε στιγμές πολιτικής ανωμαλίας όπως τότε. «Ημείς οι στρατιωτικοί έχομεν διάφορον νοοτροπία» υποστήριζε, θέλοντας να ξεκαθαρίσει πως πολλές αποφάσεις λαμβάνονται όχι βάσει της νομιμότητας, αλλά της ηθικής και των αξιών που τον χαρακτήριζαν. Τέλος, δεν παράλειψε να στηλιτεύσει τις όποιες ενέργειες και μέτρα έλαβε η κυβέρνηση μετά την αποτυχία του πραξικοπήματός του.
Συμπερασματικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι το πραξικόπημα Πλαστήρα της 6ης Μαρτίου ήταν εξαρχής καταδικασμένο να αποτύχει. Υπήρχε έλλειψη οργάνωσης, καθώς προετοιμάστηκε πολύ πρόχειρα και σε σύντομο διάστημα, «Εντός ολίγον λεπτών το εσκέφθην, το απεφάσισα και το εξετέλεσα, άνευ προηγουμένης προπαρασκευής», παραδέχεται ο ίδιος. Όμως η αποφασιστικότητα που τον χαρακτήριζε δεν το άφηνε να δει τις πραγματικές συνθήκες. Επιπλέον, ο Βενιζέλος, αν και δεν στήριξε φανερά το πραξικόπημα, εντούτοις δεν έκανε τις ενέργειες που θα έπρεπε ώστε να το αποτρέψει. Πέρα από φιλικές συμβουλές και προειδοποιήσεις για την επερχόμενη αποτυχία δεν του επιβλήθηκε, απαγορεύοντάς του οποιαδήποτε ενέργεια υπονόμευσης και αμφισβήτησης του κοινοβουλευτισμού. Αυτά ίσως να δείχνουν ότι τελικά έστω και αφανώς ο Βενιζέλος ήταν υπέρ ενός πραξικοπήματος, το οποίο θα του παραχωρούσε εκ νέου την εξουσία.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Αρχείο Π. Σ. Δέλτα (1979), Νικόλαος Πλαστήρας Εκστρατεία Ουκρανία, Κίνημα 6ης Μαρτίου 1933, Αλληλογραφία, επιμ. Π. Ζαννάς, Αθήνα: εκδ. Ερμής.
- Δαφνής, Γρηγόριος (1979), Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων 1923 – 1940, η άνοδος του Αντιβενιζελισμού, τομ. Β΄, Αθήνα: εκδ. Ίκαρος.
- Χατζιαντωνίου, Κώστας (2006), Νικόλαος Πλαστήρας, Ιστορική Βιογραφία, Αθήνα: εκδ. Ιωλκός.