Της Κωνσταντίνας Τζανουδάκη,
Τον προηγούμενο αιώνα ο κόσμος συνταράχθηκε και επλήγη από σκληρούς πολέμους. Οι σχέσεις μεταξύ των κρατών ψυχράθηκαν και φάνηκαν οι διαφορετικοί ιδεολογικοί και οικονομικοί προσανατολισμοί ιδιαίτερα μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμου, που έπρεπε οι νικητές του (ΗΠΑ και ΕΣΣΔ) να συνυπάρξουν. Από το 1945 έως το 1991, διαδραματίστηκε ο Ψυχρός Πόλεμος με κύριους ανταγωνιστές την ΕΣΣΔ και τις ΗΠΑ. Καθ΄ όλη τη διάρκεια αυτού του διαφορετικού από τους άλλους πολέμους, καθώς ποτέ δεν κατέληξε σε ένοπλη σύγκρουση αυτών των δύο, η ΗΠΑ ακολούθησε διαφορετική εξωτερική πολιτική που είτε οδηγούσε σε έξαρση, είτε σε ύφεση της διχόνοιας.
Η πρώτη φάση του Ψυχρού Πολέμου επηρεάστηκε κυρίως από την χάραξη της εξωτερικής πολιτικής του Τζωρτζ Κένναν. Το 1947 ανέλαβε τη διεύθυνση του Επιτελείου Σχεδιασμού Πολιτικής του State Department. Η πολιτική που ακολούθησε ονομάστηκε πολιτική της «Ανάσχεσης» της Σοβιετικής Ένωσης. Σύμφωνα με αυτή, η ισορροπία στον πλανήτη θα ήταν δυνατή μόνο με την ύπαρξη πέντε ισχυρών βιομηχανικών και στρατιωτικών κέντρων: ΗΠΑ, ΕΣΣΔ, Βρετανία, Γερμανία/Κεντρική Ευρώπη και Ιαπωνία. Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο οι τρεις τελευταίες είχαν εξασθενήσει οικονομικά και ψυχολογικά. Η κατάρρευση θεωρούσαν ότι θα οδηγούσε σε έμμεση επέκταση της ΕΣΣΔ, η οποία θα επέβαλε τις αρχές του κουμμουνισμού σε όλη την ευρασιατική ήπειρο. Αυτήν την επέκταση ήθελαν να αναχαιτίσουν οι Αμερικάνοι, για αυτό σκοπό τους ήταν να ενισχύσουν οικονομικά τα σημαντικότερα κέντρα του πλανήτη, ώστε να αποκρούσουν την επεκτατική πολιτική των Σοβιετικών.
Η θεωρία αυτή αποτελεί τη βάση του σχεδίου Μάρσαλ, όχι όμως της ίδρυσης του ΝΑΤΟ που πραγματοποιήθηκε το 1949 και το θεώρησε η ΕΣΣΔ ως μέγιστη απειλή. Πολλές φορές οι προγραμματισμένες κινήσεις παίρνουν διαφορετική τροπή ανάλογα με τα συμφέροντα και τις κινήσεις του αντιπάλου. Πρέπει να σημειωθεί ότι κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου μια αμυντική κίνηση της μιας υπερδύναμης φαινόταν επιθετική στην άλλη. Όταν το 1948-49 δυτικοί φόβοι για επέκταση της ΕΣΣΔ εντάθηκαν η πολιτική της «Ανάσχεσης» άλλαξε μορφή. Ο αναπροσανατολισμός της ενσωματώθηκε σε έγγραφο του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας, το ”NSC-68”. Στο έγγραφο αυτό, φαινόταν ζωτικής σημασίας η σοβιετική απειλή να αποτραπεί από παντού, διαφορετικά η ήττα σε ένα σημείο του πλανήτη σήμαινε γενική ήττα.
Αυτή η πολιτική είχε αρκετά αρνητικά σημεία για αυτό και γρήγορα εγκαταλείφθηκε το 1953 όταν στη ηγεσία των ΗΠΑ ανέβηκε η κυβέρνηση Αϊζενχάουερ με υπουργό εξωτερικών τον Τζον Φόστερ Ντάλλες. Υιοθετήθηκε η πολιτική της «Ασύμμετρης απάντησης» ή αλλιώς η πολιτική του ”New Look”. Χαρακτηριστικά της στοιχεία ήταν πρώτον, ότι τα σημεία ζωτικής σημασίας για την ΗΠΑ παρέμεναν άγνωστα. Δεν τους απασχολούσαν όλες οι περιοχές το ίδιο. Για αυτό και μειώθηκε η οικονομική βοήθεια προς τους συμμάχους. Έτσι, η ΕΣΣΔ δεν γνώριζε σε ποιο σημείο της υφηλίου αν προκαλούσε τις ΗΠΑ θα έφερνε τη μέγιστη αντίδραση. Οι ΗΠΑ ήταν αυτές που θα επέλεγαν το σημείο μιας πιθανής σύγκρουσης. Δεύτερον, η μείζονα αυτή αντίδραση απαντούσε στο άκουσμα των μαζικών αντιποίνων, (massive retaliation) στη χρήση δηλαδή πυρηνικών που ήταν πιο φτηνά και τρομοκρατούσαν την ΕΕΣΔ, η οποία δεν είχε αναπτύξει ακόμα την κατάλληλη τεχνολογία για τη δημιουργία διηπειρωτικών πυραύλων. Παρόλα αυτά, στην πράξη η κυβέρνηση Αϊζενχάουερ ήταν αρκετά συνετή, ξεκινούσε από το πεδίο της διπλωματίας και δεν επιδίωξε να εμπλακεί σε εσωτερικά ζητήματα της ΕΣΣΔ στην Ανατολή. Η πολιτική του ”New Look” έχασε το κύρος της όταν η ΕΕΣΔ μπορούσε πλέον να πλήξει και αυτή το αμερικανικό έδαφος με πυρηνικά. Εγκαταλείφθηκε πλήρως το 1961.
Τον Ιανουάριο της ίδιας χρονιάς την προεδρία των ΗΠΑ ανέλαβε ο Τζων Κέννεντυ. Ο ίδιος υιοθέτησε την πολιτική της «ευέλικτης απάντησης». Δύο χρόνια αργότερα μετά την δολοφονία του το 1963 τον αντικατέστησε ο Λύντον Τζόνσον. Η πολιτική της «ευέλικτης απάντησης» απέρριψε το δόγμα των μαζικών αντιποίνων. Τα έξοδα για πυρηνικά μειώθηκαν και αυξήθηκαν τα έξοδα για συμβατικά όπλα. Χαρακτηριστικό της πολιτικής αυτής είναι ότι η αντίδραση των ΗΠΑ θα ήταν αντίστοιχη και ελαφρώς πιο έντονη στην πρόκληση του αντιπάλου. Ακόμα, τα σημεία στα οποία έπρεπε να επέμβουν ήταν σε όλα όσα απειλούνταν από μια κουμμουνιστική επέκταση. Γενικά, υπήρχε μια υπεραισιοδοξία στα οικονομικά αλλά και στην αποτελεσματικότητα της πολιτικής αυτής, γεγονός που την παγίδεψε αργότερα στον πόλεμο του Βιετνάμ.
Ο πόλεμος του Βιετνάμ προκάλεσε κρίση στο εσωτερικό της Αμερικής αλλά και στην εικόνα που είχε σχηματίσει η δυτική Ευρώπη για αυτήν. Δηλαδή τόσο οι πολίτες της, όσο και οι σύμμαχοι της στη δύση αμφισβητούσαν τις αγαθές προθέσεις της ηγεσίας των ΗΠΑ. Αρχές του 1969 ανέβηκε στην εξουσία ο Ρίτσαρντ Νίξον με κύριο συνεργάτη τον Χένρυ Κίσινγκερ που ανέλαβε το υπουργείο Εξωτερικών το 1973. Ο Κίσινγκερ αποστρεφόταν τη ιδεολογικοποίηση της διεθνής σύγκρουσης στην πραγματικότητα. Και οι δύο ήταν οπαδοί μιας κυνικής πολιτικής, ακραία ρεαλιστικής. Υποστήριξαν την επιστροφή από ένα διπολικό σύστημα σε ένα πολυπολικό. Μόνο έτσι θα διασφαλίζονταν η ειρήνη και η τάξη στο διεθνές σύστημα. Τα πέντε μεγάλα οικονομικά κέντρα που αναγνώριζαν ήταν: ΗΠΑ, ΕΣΣΔ, Δυτική Ευρώπη, Ιαπωνία και η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας. Ο Νίξον ήταν ο πρώτος που επιχείρησε άνοιγμα στη Σοβιετική Ένωση και στην Κίνα.
Η πολιτική του δεν ενδιαφερόταν για μικρότερες χώρες, τις οποίες τις θεωρούσε ασήμαντες. Έτσι λοιπόν, η κυβέρνηση των ΗΠΑ σε συνδυασμό με μια πιο συνετή ηγεσία που αναδείχθηκε στην ΕΣΣΔ, ήταν μια από τις αιτίες που η δεκαετία του ´70 χαρακτηρίζεται από ύφεση στη διεθνή σκηνή χωρίς βέβαια να λείπουν οι συγκρούσεις στον δυτικό συνασπισμό που ήταν απόρροια της αδιαφορίας των ΗΠΑ να υποστηρίξουν αδύναμες χώρες. Στο πλαίσιο της ύφεσης κινήθηκε και ο Αμερικανός πρόεδρος Τζίμμυ Κάρτερ, ο οποίος έδινε ιδιαίτερα έμφαση στα ανθρώπινα δικαιώματα. Ωστόσο, η ρητορική του ήταν ιδιαίτερα αναποτελεσματική στις διεθνές σχέσεις.
Την περίοδο της ύφεσης διατάραξε το ζήτημα της εγκατάστασης νέων πυραύλων στην Ευρώπη και η κούρσα των πυρηνικών που ακολούθησε. Στις ΗΠΑ στις νέες εκλογές του 1980 την προεδρία αναλαμβάνει ο Ρόναλντ Ρήγκαν. Η πολιτική του ήταν άκρως αντισοβιετική. Το 1985 μάλιστα την αποκάλεσε «Αυτοκρατορία του κακού». Ο ίδιος πίστευε ότι οι ΗΠΑ δεν χρησιμοποιούσαν τα κατάλληλα μέσα για τον τερματισμό του Ψυχρού Πολέμου. Στόχος του ήταν να πιέσει οικονομικά την ΕΣΣΔ για να καταρρεύσει εκ των έσω, αποδεικνύοντας τη σαθρότητα του οικονομικού της συστήματος. Έτσι, ξεκίνησε μια κούρσα εξοπλισμού για πυρηνικά και συμβατικά όπλα, κάτι που οδήγησε και την ίδια την ΗΠΑ σε εκτεταμένο διεθνή δανεισμό. Η κατάρρευση της ΕΣΣΔ ήρθε νωρίτερα από ότι πίστευαν. Οι μεταρρυθμίσεις που προσπάθησε να εισάγει ο Γκορμπατσώφ για την αναδιοργάνωση της ΕΣΣΔ απέτυχαν από έλλειψη στιβαρής οικονομικής βάσης και έλλειψη χρόνου στην κούρσα του εξοπλισμού. Ο ίδιος ήταν και ο τελευταίος ηγέτης της Σοβιετικής Ένωσης, αφού με τη διάλυσήτης και την πτώση του τείχους του Βερολίνου τερματίστηκε ο Ψυχρός Πόλεμος.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Χατζηβασιλείου, Ευάνθης (2001), Εισαγωγή στην ιστορία του μεταπολεμικού κόσμου, Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη.
-