Της Σπυριδούλας Βλάχα,
Η ευγένεια είναι ένα από τα θετικότερα γνωρίσματα από τα οποία μπορεί να διέπεται κάποιος άνθρωπος. Μεγαλώνοντας, μας μαθαίνουν ότι είναι απαραίτητη όταν απευθυνόμαστε σε μεγαλύτερους ηλικιακά ανθρώπους, καθώς και σε όσους βρίσκονται σε μία ανώτερη θέση από εμάς, όπως οι καθηγητές, οι εργοδότες ή οι διευθυντές. Ωστόσο, τι συμβαίνει όταν έχουμε να αντιμετωπίσουμε κάποιο νεότερο άτομο ή κάποιον συγκριτικά με τον οποίο μπορεί να βρισκόμαστε σε μία πιο «πλεονεκτική» θέση, όπως ένας σερβιτόρος ή ένας υπάλληλος τηλεφωνικής εξυπηρέτησης; Ας περιοριστούμε, όμως, στους ανθρώπους που δουλεύουν στην εστίαση, καθώς εκεί σημειώνονται και τα περισσότερα περιστατικά.
Δυστυχώς, στην κοινωνία μας, μαθαίνουμε πως η ευγένεια εξαρτάται από την ηλικία και την κοινωνική-επαγγελματική θέση του ατόμου στο οποίο απευθυνόμαστε. Αντίθετα, όμως, θα έπρεπε να παρουσιάζεται ως μία αρετή την οποία αξίζουν να απολαμβάνουν όλοι οι άνθρωποι, σε όλες τις περιστάσεις, ακριβώς επειδή και μόνο είναι άνθρωποι. Ως αποτέλεσμα, δεν είναι σπάνια τα περιστατικά αγένειας προς εργαζόμενους, τα οποία άλλοτε είναι περισσότερα και άλλοτε λιγότερα.
Η αγένεια που εκφράζει ένας πελάτης προς έναν εργαζόμενο που τον εξυπηρετεί μπορεί να πάρει πολλές μορφές. Η πιο συχνή και έκδηλη είναι η λεκτική, η οποία μπορεί να εκφραστεί με τη μορφή ειρωνείας, επιθετικότητας, ακόμα και προσβολής, ενώ συχνά μπορεί να είναι και η ίδια η σιωπή του πελάτη. Για παράδειγμα, η απάντηση «έναν ελληνικό σκέτο» ενός πελάτη στο «καλημέρα» και εκφράσεις όπως «τι θα γίνει αυτός ο καφές κόκκαλα έχει;» ή «φέρε μου ένα μπουκάλι νερό», αποτελούν ενδεικτικές περιπτώσεις έλλειψης ευγένειας.
Από την άλλη πλευρά, η έλλειψη ευγένειας και κατ’ επέκταση η έλλειψη σεβασμού προς το πρόσωπο που μας εξυπηρετεί, μπορεί να είναι λιγότερο φανερή, όμως εξακολουθεί να δημιουργεί αμηχανία. Το να μην κάνει κάποιος την καρέκλα του στην άκρη παρόλο που καταλαβαίνει ότι εμποδίζει τον εργαζόμενο με τον γεμάτο δίσκο να περάσει, γιατί «έλα μωρέ ας πάει από την άλλη, δουλειά του είναι» ή να τοποθετεί το τραπέζι του σε θέση που εμφανώς εμποδίζει την κυκλοφορία των εργαζομένων, μπορούν να αποτελούν κάποια από αυτά τα παραδείγματα. Επιπλέον, δεν είναι λίγες οι φορές που οι εργαζόμενοι χρειάζεται να μαζέψουν τραπέζια τα οποία βρίσκονται σε μία αποκρουστική κατάσταση, να έρθουν αντιμέτωποι με πουρμπουάρ των δύο ή πέντε λεπτών ή να αντιμετωπίσουν τα επίμονα και επικριτικά βλέμματα πελατών όσο οι πρώτοι φτιάχνουν τον καφέ τους.
Επιπλέον, ας μην ξεχνάμε τους εργαζόμενους τους καλοκαιρινούς μήνες. Ειδικότερα, εάν το να σερβίρεις τον κόσμο είναι μία φορά κουραστικό, ακριβώς λόγω των αποστάσεων που διανύεις, το να γίνεται αυτό κάτω από τον ήλιο ή σε συνθήκες καύσωνα, μπορεί να το κάνει ακόμα πιο εξαντλητικό. Σε αυτές τις περιπτώσεις η έλλειψη ευγένειας και σεβασμού, εκτός από τους παραπάνω τρόπους, μπορεί να εκδηλωθεί με το να αναγκάζεις το παιδί που σε εξυπηρετεί να έρχεται συνέχεια στο τραπέζι ή την ξαπλώστρα σου για «μικροπράγματα», όπως ένα μπουκάλι νερό, ένα καλαμάκι, ή μία οδοντογλυφίδα ή να γελάς και να τον χλευάζεις επειδή δεν ακούει καλά τι του λες λόγω της φασαρίας που επικρατεί γύρω του -ιδιαίτερα στις παραλίες-. Φυσικά, υπάρχουν και ακραία παραδείγματα, όπως το πρόσφατο παράδειγμα του σερβιτόρου που περπατούσε μέσα στην πισίνα για να εξυπηρετήσει πελάτες του μαγαζιού, ωστόσο εκεί επρόκειτο και για θέμα εργοδοσίας.
Η αγένεια, λοιπόν, μπορεί να πάρει πολλά πρόσωπα. Μπορεί να είναι τόσο φανερή, όσο και «αθόρυβη», ενώ το μήνυμα που περνάει είναι ένα: «είσαι εδώ για να με εξυπηρετείς, άρα έχω το δικαίωμα να σου συμπεριφέρομαι όπως επιθυμώ». Η νοοτροπία του «ο πελάτης έχει πάντα δίκιο» φαίνεται να είναι περισσότερο προβληματική, παρά λειτουργική, και διαιωνίζει την ιδέα πως άνθρωποι με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά αξίζει να εκλαμβάνουν και να απολαμβάνουν πράξεις ευγένειας. Όμως, η αλήθεια είναι πως κάθε άνθρωπος αξίζει να του φέρονται ευγενικά, απλώς και μόνο επειδή υπάρχει!