Της Χιόνας Οικονομάκη,
Ο Κωνσταντίνος Καβάφης, μία ιδιάζουσα περίπτωση των ελληνικών γραμμάτων, είναι αδιαμφισβήτητο πως με τη στοχαστική προσωπικότητα και την εμβριθή εργογραφία του καθόρισε την ελληνική λογοτεχνία. Πολλοί είναι οι Έλληνες λογοτέχνες που επηρεάστηκαν καθοριστικά από την ποιητική και την ίδια την στάση ζωής του λογοτέχνη, εντάσσοντας έτσι και το δικό τους, προσωπικό έργο στην «καβαφική σφαίρα επιρροής». Το ποίημα του Καβάφη με τίτλο Του πλοίου είναι ένα άρτιο δημιούργημα που αναδεικνύει με τον περίτεχνο τρόπο το μεγαλείο της ποιητικής τέχνης, την ανωτερότητά της και την ικανότητά της να αποτυπώνει τα συναισθήματα και τις περιστάσεις της ζωής μας με τον πιο ακριβή τρόπο.
«Τον μοιάζει βέβαια η μικρή αυτή,με το μολύβι απεικόνισίς του.
Γρήγορα καμωμένη, στο κατάστρωμα του πλοίου·ένα μαγευτικό απόγευμα.Το Ιόνιον Πέλαγος ολόγυρά μας».
Η ανεπαίσθητη καβαφική ειρωνεία και η διερευνητικά υπαινικτική διάθεση του ποιητή, είναι χαρακτηριστικά που καθίστανται εμφανή, ήδη, από την αρχή του ποιήματος. Ειρωνευόμενος την έλλειψη ακριβούς εικονιστικής αποτύπωσης μέσω της ζωγραφικής τέχνης, το επίθετο «μικρή» που χρησιμοποιεί για τον χαρακτηρισμό της θα επικυρώσει το συναίσθημα της θλίψης που γεννάται από τη θύμηση της εν λόγω συνθήκης. Στην θλίψη αυτή, λοιπόν, ενδεχομένως να συνδράμει και το ίδιο το έναυσμα της αναδρομής: Το πρόχειρο αυτό σκίτσο που δημιουργήθηκε ως μία πράξη αυθόρμητη σε έναν χώρο απόλυτα συγκεκριμένο. Το κατάστρωμα του πλοίου και το Ιόνιο Πέλαγος συνθέτουν τον πλήρη προσδιορισμό του τόπου στον οποίο έλαβε χώρα η εικαστική εμπειρία. Στον αντίποδα, ο χρόνος είναι ασαφής και ακαθόριστος, κάτι που μας οδηγεί σε ένα δεύτερο ερμηνευτικό επίπεδο άρρηκτα συσχετισμένο με την ενδεχόμενη παρουσία κάποιας ερωτικής πατμόσφαιρας.
«Τον μοιάζει. Όμως τον θυμούμαι σαν πιο έμορφο. Μέχρι παθήσεως ήταν αισθητικός, κι αυτό εφώτιζε την έκφρασί του. Πιο έμορφος με φανερώνεται, τώρα που η ψυχή μου τον ανακαλεί, απ’ τον Καιρό».
Στο εν λόγω απόσπασμα τίθεται, πλέον, μία ποιοτική παράμετρος: η μνήμη του ποιητή θα έρθει σε «ρήξη» με την αποτύπωση του σκίτσου που αντικρίζει, δημιουργώντας αμφιβολίες αναφορικά με την πιστότητα όχι μόνο του καθ’ αυτού έργου αλλά και της ίδιας της ζωγραφικής τέχνης. Εν συνεχεία η αμφιβολία της εγκυρότητας της μνήμης αίρεται και αντικαθίσταται από την εξής συνειδητοποίηση: Το εικονιζόμενο πρόσωπο είναι ποθητό εξαιτίας του αισθησιασμού του, ένα γνώρισμα το οποίο εικαστικά δεν είναι εφικτό να αποτυπωθεί στην ολότητά του. Η αναδρομή αυτή συνοδεύεται από δύο διαφορετικές διαστάσεις της αναπαραστατικής έννοιας του Κάλλους: Αφενός δίνεται έμφαση στις πνευματικές ιδιότητες της ψυχής και τις δυνατότητές της να ανακαλεί μνήμες και αφετέρου τονίζεται η έξαψη και η ανησυχία που μπορεί να προκαλέσει αυτή η ανάκληση, κάτι που είναι δυνατό να επιτευχθεί μονάχα μέσω της ποίησης. Η αοριστία με την οποία πλαισιώνεται το χρονικό διάστημα μεσολάβησης από τη στιγμή της εικαστικής αποτύπωσης έως το ποιητικό παρόν της μνημονικής αναδρομής αποσκοπεί στην ανάδειξη μίας απτής αλήθειας: Ο χρόνος που μεσολάβησε δεν στάθηκε ικανός να «σβήσει» τις μνήμες του ποιητικού υποκειμένου. Αντιθέτως, το διάστημα που παρεμβάλλεται ανάμεσα στις δύο ποιητικές στιγμές είναι, ουσιαστικά, ασήμαντο αφού προτεραιότητα δίνεται στο ίδιο το γεγονός.
«Απ’ τον Καιρό. Είν’ όλ’ αυτά τα πράγματα πολύ παλιά —το σκίτσο, και το πλοίο, και το απόγευμα».
Η διαδοχική επανάληψη του «Καιρού» δίνει έμφαση στην έννοια του χρόνου, ο οποίος πια αποκτά μία οντολογική διάσταση που εξελίσσεται σε βιωματική. Ακόμη, η παύλα στο τέλος του στίχου εξυπηρετεί την ανάγκη του σαφούς διαχωρισμού των δύο διαφορετικών χρονικών επιπέδων που τίθενται στο ποίημα: Το πρώτο είναι το «τώρα» της ποιητικής διαδικασίας, ενώ το δεύτερο επίπεδο αφορά το παρελθόν της εικαστικής δημιουργίας. Το εικαστικό δημιούργημα κρίνεται, εκ του αποτελέσματος, ατελές και αδύναμο ως προς την πλήρη αποτύπωση τη στιγμής και των συναισθημάτων με τα οποία ήταν διανθισμένη.
Η μόνη διάσταση του χρόνου που ορίζεται με ακρίβεια στο ποίημα είναι το παρόν, δηλαδή το ποιητικό «τώρα». Το παρελθόν διέπεται από μία ασάφεια, με τον αναγνώστη να μην είναι σε θέση να προσδιορίσει το διάστημα μεσολάβησης από τον χρόνο διεκπεραίωσης των γεγονότων μέχρι την στοχαστική αναδρομή σε αυτά. Έκδηλη είναι, ακόμη, και η δύναμη της αναπόλησης, στοιχείο που, εν γένει, πρυτανεύει στην καβαφική ποίηση δίνοντας μία νότα πολύ ιδιαίτερη που συνδράμει στην καθιέρωση του Καβάφη ως έναν από τους σπουδαιότερους ποιητές της νεοελληνικής γραμματείας.
Το άρτιο αυτό ποίημα του Κωνσταντίνου Καβάφη, λοιπόν, υπογραμμίζει με τον πιο συμβολικό τρόπο το μεγαλείο της ποίησης, αναδεικνύοντάς την ως τη μοναδική μορφή τέχνης που δύναται να αποτυπώσει τη λάμψη του κάλλους, αποτελώντας αρωγό της πλήρους ανάκλησης των αναμνήσεων, των συναισθημάτων με τα οποία τα βιώματα συνδέονται και τις σκέψεις από τις οποίες αυτά συνοδεύονταν. Επομένως, παρά τη φειδωλή περιγραφή του τόπου στον οποίο έλαβε χώρα η εικαστική εμπειρία, ο Καβάφης κατορθώνει να μεταδώσει στον αναγνώστη συναισθήματα που είναι γνώριμα, ειλικρινή και σαφώς ζωντανά. Μία «ζωντάνια» που διαρκώς αναζωπυρώνεται και παραμένει δυναμική μέσα από την τέχνη της ποίησης. Η ποίηση, άλλωστε, είναι αυτή που διατηρεί τη μνήμη ακέραιη, έχοντας τη δυνατότητα της αναβίωσης των αναμνήσεων και των συναισθημάτων. Μία αναβίωση που οδηγεί σε μονοπάτια στοχαστικά και προάγει τα γόνιμα συναισθήματα της νοσταλγίας, της θλίψης και ενδεχομένως της μετάνοιας ή της γόνιμης επικύρωσης του ορθολογικού του διεκπεραιωμένων πράξεων. Σε κάθε περίπτωση, το εν λόγω δημιούργημα του Κ.Π. Καβάφη συνιστά της απόλυτη πραγμάτωση της κορύφωσης της ποιητικής τέχνης συμβάλλοντας στην ανάδειξή της ως μία πνευματική ενασχόληση ανώτερη και εμβριθή.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Θανάσης Αγαθός, Χριστίνα Ντούνια, Άννα Τζούμα, Λογοτεχνικές Διαδρομές Ιστορία-Θεωρία-Κριτική, Εκδόσεις Καστανιώτη, Απρίλιος 2016