Της Ειρήνης Τσαρούχα,
Η αγωγή αποτελεί το θεμελιωδέστερο δικαστικό μέσο παροχής έννομης προστασίας, με την οποία κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο κατορθώνει να προστατεύσει το ουσιαστικό δικαίωμά του που προσβάλλεται. Οι αγωγές διακρίνονται σε καταψηφιστικές, διαπλαστικές και αναγνωριστικές. Αυτό καθορίζεται ανάλογα με το αίτημα της αγωγής και τη μορφή της δικαστικής προστασίας που ζητείται.
Ασθενέστερη από όλες τις μορφές προστασίας, παρέχεται με την αναγνωριστική αγωγή. Στην ουσία, με την αναγνωριστική αγωγή επιτυγχάνεται η αναγνώριση απλώς από το δικαστήριο της ύπαρξης ή της ανυπαρξίας μιας έννομης σχέσης. Όταν το αίτημα αφορά τη διαπίστωση της ύπαρξης της έννομης σχέσης, ονομάζεται θετική αναγνωριστική, ενώ όταν το αίτημα αφορά την ανυπαρξία, γίνεται λόγος για αρνητική αναγνωριστική αγωγή. Έτσι, η αναγνωριστική είναι στενότερη από την καταψηφιστική, δεδομένου του γεγονότος ότι ο ενάγων στην καταψηφιστική ζητά επιπλέον από το δικαστήριο και την καταδίκη του εναγομένου σε ορισμένη παροχή. Ομοίως και για τη διαπλαστική αγωγή, με την οποία επιδιώκεται επιπλέον η δικαστική επέμβαση και η αναδιαμόρφωση της έννομης σχέσης.
Η αναγνωριστική αγωγή δεν απαιτεί για να ασκηθεί την ύπαρξη αξίωσης με τη στενή έννοια του άρθρου 247 ΑΚ, δηλαδή το δικαίωμα κάποιου να ζητήσει από άλλον μια πράξη, παράλειψη ή αποχή, αλλά αρκεί και απλά η ύπαρξη μιας έννομης σχέσης, η οποία, ωστόσο, είναι υπαρκτή, γεννημένη και ενεστώσα. Εξ αντιδιαστολής, λοιπόν, συνάγεται ότι δεν μπορεί να ζητηθεί από το δικαστήριο η αναγνώριση μελλοντικής σχέσης, μη υπαρκτής. Αξιώσεις, ωστόσο, μελλοντικές που πηγάζουν από μια ήδη υπάρχουσα σχέση, πχ. για ζημίες από αδικοπρακτική σχέση που γεννήθηκε κατόπιν ατυχήματος, εφόσον μπορούν ευλόγως να προβλεφθούν ότι θα επέλθουν στο μέλλον, μπορούν να ζητηθούν από τον ενάγοντα. Τέλος, δεν μπορεί το δικαστήριο να κάνει δεκτό αναγνωριστικό αίτημα επί πραγματικών γεγονότων ή και νομικών καταστάσεων. Έτσι, για παράδειγμα, το δικαστήριο θα κρίνει απαράδεκτη αγωγή που ζητά μόνο την αναγνώριση της κατοικίας, μιας και αυτό αποτελεί απλώς μια νομική κατάσταση, η οποία, μάλιστα, δεν περιέχει καν μέσα της και το κρίσιμο στοιχείο της διαφοράς.
Επίσης, το άρθρο 70 του ΚΠολΔ κάνει ρητή αναφορά στην «ύπαρξη έννομου συμφέροντος». Εδώ η ρητή αναφορά δεν σημαίνει εξ αντιδιαστολής ότι δεν απαιτείται έννομο συμφέρον στην άσκηση των άλλων αιτήσεων έννομης προστασίας μιας και αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης η ύπαρξη του, αλλά εδώ, αντίθετα, το έννομο συμφέρον έχει, επίσης, νομιμοποιητική λειτουργία. Στο πλαίσιο αυτό, το αίτημα παροχής δικαστικής προστασίας, εφόσον είναι αναγνωριστικό, θα πρέπει να αναφέρει εκτενώς τους λόγους γένεσης εννόμου συμφέροντος. Διαφορετικά, θα κριθεί από το δικαστήριο ως απαράδεκτη η άσκηση της αγωγής, επειδή αυτή θα είναι αόριστη.
Με βάση την πάγια νομολογία, έννομο συμφέρον συντρέχει, όταν η επίδικη έννομη σχέση τελεί σε αβεβαιότητα ως προς τις έννομες συνέπειές της, έτσι ώστε η δικαστική απόφαση να είναι αναγκαία για την αποτροπή της βλάβης του ενάγοντος. Το συμφέρον μπορεί να είναι και ηθικό, εφόσον πλήττεται με αυτό τον τρόπο ο ενάγων, σε κάθε περίπτωση, όμως, έννομο. Έτσι, σε τίποτα δεν εμποδίζεται και τρίτος ως προς την κρίσιμη σχέση να έχει έννομο συμφέρον να ασκήσει αγωγή. Τέλος, η νομολογία έχει παγίως δεχτεί ότι το έννομο συμφέρον αποδυναμώνεται εντελώς, όταν αφορά παραγεγραμμένη αξίωση ή δικαίωμα που αποσβέστηκε.
Οι συνέπειες της άσκησης αναγνωριστικής αγωγής είναι όμοιες, με την άσκηση και του άλλους είδους αγωγών. Έτσι, η αναγνωριστική αγωγή διακόπτει την παραγραφή ή την αποσβεστική προθεσμία αντίστοιχα και παράγεται εκκρεμοδικία. Ωστόσο, γίνεται δεκτό ότι δεν αποτελεί όχληση και, επομένως, δεν γεννώνται τόκοι υπερημερίας σε περίπτωση χρηματικής οφειλής, άποψη η οποία επικρίνεται από μεγάλο μέρος της θεωρίας, δεδομένου ότι δεν προκύπτει ούτε από το γράμμα του νόμου ούτε από τη βούληση του νομοθέτη. Η αναγνωριστική αγωγή δημιουργεί ουσιαστικό δεδικασμένο, ωστόσο, δεν παράγει εκτελεστό τίτλο, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στις καταψηφιστικές αγωγές. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι ο ενάγων δεν δύναται να καταδικάσει τον εναγόμενο σε παροχή και να επισπευστεί σε βάρος του τελευταίου αναγκαστική εκτέλεση. Τέλος, η αναγνωριστική αγωγή δεν υπόκειται σε τέλος δικαστικού ενσήμου, εάν και λόγω της οικονομικής κρίσης έχει υποστεί και αυτό διακυμάνσεις.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Νικόλαος Θ. Νίκας, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, 4η έκδοση, εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2022