Της Γεωργίας Δημοπούλου,
Πανελλήνιες: μία λέξη που προξενεί ανάμεικτα συναισθήματα σε όσους έχουν περάσει από αυτή τη διαδικασία ως μαθητές. Το άγχος της προετοιμασίας, οι ατελείωτες ώρες «καθήλωσης» σε ένα γραφείο και, κυρίως, η πολυπόθητη στιγμή ανακοίνωσης των αποτελεσμάτων αποτελούν όλες στιγμές κομβικής σημασίας στο ταξίδι αυτό. Όσο, όμως, κι αν «ρομαντικοποιούμε» την προσωπική αυτή προσπάθεια του καθενός για κατάκτηση μίας θέσης στα ελληνικά πανεπιστήμια και την ανταμοιβή της, δε θα πρέπει να αγνοούμε και την εμπλοκή τρίτων παραγόντων στη διαδικασία, που συχνά δυσχεραίνουν το έργο του εκάστοτε υποψηφίου και μετατρέπουν τη διαδρομή αυτή σε μία δυσάρεστη και εξουθενωτική –συναισθηματικά– διαδικασία.
Πρώτο και κύριο, τα φροντιστήρια μέσης εκπαίδευσης -είτε με ομαδικά τμήματα είτε με τα εξατομικευμένα ιδιαίτερα μαθήματα που προσφέρουν- αποτελούν βασικό αρωγό στην προετοιμασία του μαθητή για τις εξετάσεις. Με βεβαιότητα ο τεράστιος αριθμός Ελλήνων μαθητών που τα παρακολουθεί πιστοποιεί την αναγκαιότητά τους σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα όπως το ελληνικό. Ωστόσο, οι περισσότεροι έχουμε –σε κάποιο βαθμό– δει τον τρόπο με τον οποίο οι όμιλοι αυτοί «διαφημίζουν» την αποτελεσματικότητά τους, ιδίως μετά το πέρας τον Πανελλαδικών κάθε χρόνο: αναρτήσεις με «λίστες επιτυχόντων» στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ακόμα και αφίσες έξω από τα κτήριά τους που αναγράφουν ποιοι «πέτυχαν». Ρήμα εντελώς άστοχο, προφανώς, εφόσον και μόνο η προσπάθεια που καταβάλλει ο κάθε υποψήφιος θα έπρεπε να θεωρείται επιτυχία και να επαινείται. Δεν είναι λίγες, δε, οι περιπτώσεις στις οποίες προωθούνται μόνο τα ονόματα όσων εισάχθηκαν στις λεγόμενες «υψηλόβαθμες» σχολές, στην προσπάθεια των φροντιστηρίων να δώσουν την εντύπωση ότι διαθέτουν τη συνταγή της επιτυχίας. Πρόκειται για την επιτομή της ματαιοδοξίας και της άντλησης κέρδους από τους αγωνιζόμενους μαθητές, οι οποίοι πολλές φορές δεν αντιλαμβάνονται τις στρατηγικές marketing που τους χειραγωγούν.
Ας μην πάμε, βέβαια, και πολύ μακριά. Πολλές φορές, η ίδια η πηγή του αρνητισμού μπορεί να βρίσκεται εντός του σπιτιού και του οικογενειακού περιβάλλοντος. Η συμπλήρωση του μηχανογραφικού δελτίου αποτελεί χαρακτηριστική διαδικασία στην οποία αποτυπώνονται τέτοιες καταστάσεις. Συχνά οι γονείς των υποψηφίων επιμένουν ότι λόγω του δικού τους επαγγέλματος έχουν «στρωμένη δουλειά» για τα παιδιά τους, στρέφοντάς τους έτσι σε συγκεκριμένες σχολές. Αγνοούν, όμως, κατ’ αυτόν τον τρόπο τα πραγματικά ταλέντα, τις κλίσεις και τα ενδιαφέροντα των νεαρών. Δεν είναι λίγα και τα περιστατικά στα οποία οι γονείς –βυθισμένοι σε απαρχαιωμένες προκαταλήψεις και αβάσιμες πηγές– αποτρέπουν τα παιδιά τους από το να κυνηγήσουν το όνειρό τους (λ.χ: «Μη γίνεις δικηγόρος, αυτοί δε βρίσκουν ποτέ δουλειά). Βεβαίως και η ενεργός συμμετοχή τους στη διαδικασία είναι ευκταία, αυτή όμως μπορεί να πραγματωθεί με άλλους τρόπους. Συγκεκριμένα, η ενθάρρυνση που μπορούν να παράσχουν στα παιδιά τους προς την αναζήτηση περαιτέρω πληροφοριών για τα προγράμματα σπουδών ή τα επαγγελματικά δικαιώματα που δίνει η κάθε σχολή είναι από μόνη της σημαντική. Νοοτροπίες καταπίεσης και απειλές πως η επιλογή τους αυτή θα τους καθορίζει για μια ζωή –αντίθετα!– διόλου δε βοηθούν.
Λαμβάνοντας την αφορμή από το τελευταίο, οφείλει κανείς να αναγνωρίσει μία καλά εδραιωμένη αντίληψη στην ελληνική και όχι μόνο κοινωνία: πως η επιλογή μιας σχολής στα 18 μας χρόνια καθορίζει και την πορεία μας για το υπόλοιπο της ζωής μας. Σίγουρα ο ακαδημαϊκός χώρος δραστηριοποίησης του ατόμου αποτελεί «κλειδί» για το μονοπάτι καριέρας που θα ακολουθήσει, χωρίς αυτό να σημαίνει, βέβαια, ότι το άτομο δε θα έχει κι άλλες επαγγελματικές διεξόδους. Σίγουρα, ένας χαμηλός βαθμός ίσως στερήσει από το μαθητή την εισαγωγή του στη «σχολή των ονείρων του», παρόλ’ αυτά ένα καλό μεταπτυχιακό, μία ειδίκευση ή και τυχόν κατατακτήριες εξετάσεις που μπορεί να δώσει σε δεύτερο χρόνο μπορούν με βεβαιότητα να τον φέρουν ένα βήμα πιο κοντά στο όραμά του. Και, δη, όταν μιλάμε για τον σημερινό κόσμο, εκείνον στον οποίο η διεπιστημονικότητα και η εξειδίκευση βρίσκονται στο ζενίθ τους.
Γίνεται εύκολα αντιληπτό το πόσοι πολλοί είναι οι παράγοντες που μπορούν να μετατρέψουν τον μαγικό κόσμο της επαγγελματικής ανέλιξης του ατόμου σε μία διαδικασία γεμάτη άγχος και εκμετάλλευση. Για το λόγο αυτό είναι απαραίτητο οι φορείς της κοινωνίας να κάνουν ό, τι δύνανται προκειμένου η διαδικασία αυτή να είναι κατά το δυνατόν εθελούσια, πηγαία και συνδεδεμένη με τα θέλω αποκλειστικά του μαθητή. Μόνο έτσι θα προαχθούν αξιόλογοι επιστήμονες με πραγματική αγάπη για το αντικείμενό τους, αλλά και συνάμα ευαισθητοποιημένοι άνθρωποι με όραμα και ζήλο για αυτό που κάνουν. Τι άλλο χρειάζεται η κοινωνία του σήμερα, άλλωστε;