Του Αινεία Βαφειαδάκη,
Ο John M. Keynes, το 1931[1], βλέποντας τη βελτίωση της τεχνολογικής αλλαγής και της συσσώρευσης κεφαλαίου, προέβλεψε ότι θα οδηγούμασταν σε δεκαπεντάωρη εβδομαδιαία εργασία και καλύτερη ποιότητα ζωής (στην Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες). Μερικά χρόνια αργότερα, ο Robert M. Solow, το 1956[2], με το υπόδειγμά του για την οικονομική μεγέθυνση, προέβλεψε ότι οι οικονομίες (μακροπρόθεσμα) θα συγκλίνουν, φθάνοντας σε μόνιμη ανάπτυξη μέσω της τεχνολογικής προόδου.
Οι 15 ώρες εργασίας την εβδομάδα και η οικονομική σύγκλιση δεν συνέβησαν ποτέ, αν και η παραγωγικότητα συνέχιζε να αυξάνεται (λόγω της αύξησης της τεχνολογικής προόδου και του εργατικού δυναμικού). Η ερώτηση είναι προφανής, τι συνέβη με τις παραπάνω προβλέψεις;
Σε μια πρώτη ανάγνωση, οι προβλέψεις των Keynes και Solow, και πολλών ακόμα, απέτυχαν, όμως οι συλλογιστικές τους ήταν εν πολλοίς ορθές για τα δεδομένα της εποχής τους. Η οικονομική μεγέθυνση, πράγματι, παρουσίαζε σύγκλιση, κυρίως για τις δυτικές οικονομίες, και οι μισθοί ακολουθούσαν την πορεία της παραγωγικότητας. Η παροντική κατάσταση, όμως, είναι σημαντικά διαφορετική.
Αρκετές δυτικές οικονομίες παρουσιάζουν στασιμότητα και συνεχείς κρίσεις (Μ. Βρετανία, Ιταλία, Ελλάδα κ.λπ.). Πολλές αναπτυσσόμενες οικονομίες βρίσκονται σε μακροχρόνια χαμηλά επίπεδα μεγέθυνσης (poverty/middle-income trap), με μερικές εξαιρέσεις, στις οποίες η μεγέθυνσή τους είναι ανάλογη της εσωτερικής ανισότητας. Οι μισθοί παρουσιάζουν στασιμότητα, παύοντας να ακολουθούν την αυξανόμενη παραγωγικότητα. Εύλογα καταλήγουμε στο ερώτημα, μήπως δεν απέτυχαν οι προβλέψεις, αλλά το κυρίαρχο μοντέλο;
Οι προαναφερόμενες προβλέψεις ήταν απόρροια του αισθήματος της εποχής και των τρεχόντων δεδομένων οι οποίες έγιναν (1930-31 και 1956). Συνεπώς, η απάντηση μπορεί να έρθει μελετώντας τις μεταβολές στο οικονομικό μοντέλο, από την περίοδο των υψηλών προσδοκιών στην περίοδο της κατάρρευσης τους. Μια κύρια αλλαγή που μπορεί να εντοπιστεί είναι η προέλαση των φονταμενταλιστών της αγοράς, των αλλαγών που έφεραν στην οικονομία και στη διαχείριση της τεχνολογικής προόδου.
Ευδιάκριτο αποτέλεσμα της απορρύθμισης των αγορών αποτελεί: η παγκόσμια ολιγοπωλιακή και μονοπωλιακή τάση, την οποία η ίδια η νεοκλασική προσέγγιση αποστρέφεται θεωρητικά. Οι μονοπωλιακές δυνάμεις δεν περιορίζονται στον κλάδο τους, αλλά επεκτείνονται, συνεχώς, σε νέους (λ.χ. εξαγορά Activision από Microsoft), συνήθως εξαγοράζοντας μικρότερες (start-ups). Μονοπωλούν τους εργαζόμενους υψηλής ειδίκευσης και τους εφευρέτες (με μεγαλύτερο μισθό και άλλα benefits), πολλές φορές δίχως να αποσκοπούν να τους χρησιμοποιούν ή να εφαρμόζουν τις ιδέες τους (Akcigit and Goldschlag, 2023), με αποτέλεσμα να δημιουργούνται φραγμοί στη γνώση και την καινοτομία. Ακόμα το φαινόμενο της φοροδιαφυγής των μεγάλων εταιρειών και των μετόχων τους έχει απασχολήσει διάφορες πρόσφατες έρευνες, όπως την έρευνα του βρετανικού Fair Tax Foundation, που υπολόγισε πως οι Silicon Six (Netflix, Meta, Apple, Amazon, Alphabet) φοροδιέφυγαν περίπου $ 96 δις την περίοδο 2011 με 2020, ή πιο ακαδημαϊκές έρευνες, όπως των Tørsløv, Wier & Zucman (2023), για τη θετική αναλογία φοροδιαφυγής και υψηλού εισοδήματος.
Όλα τα παραπάνω, πέρα από πολιτικά και κοινωνιολογικά ζητήματα, αποτελούν και προβλήματα παραγωγικότητας. Παραγωγικότητας της οποίας τoν καιρό του Keynes και του Solow, προφανώς, διαχειριζόταν αποδοτικότερα και διαμοιραζόταν δικαιότερα, χωρίς αυτό να σημαίνει πως ήταν και τότε σε ιδανικά επίπεδα.
Από την πλευρά της η τεχνολογία –θυμίζοντας τον Ιανό– ιστορικά έχει παρουσιάσει δυο πρόσωπα. Το ένα είναι ο ρόλος της ως κινητήρια δύναμη προόδου και ανάπτυξης, και το άλλο, ως μέσο άμβλυνσης των ανισοτήτων, επιβολής της κυρίαρχης εξουσίας και κάποιες φορές αντίρροπο της προόδου (βλέπε επιπτώσεις στο περιβάλλον). Χωρίς κάποια ρύθμιση, παρέμβαση και βιομηχανική οργάνωση, η τεχνολογία είναι ένα μωρό με το κουμπί για τα πυρηνικά του Oppenheimer.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- [1] Keynes JM (1930) Economic possibilities for our grandchildren. In: Essays in persuasion (2010). Palgrave Macmillan, London, pp 321–332
- [2] Solow, R. M. (1956). A Contribution to the Theory of Economic Growth. The Quarterly Journal of Economics, 70(1), 65–94.