Της Άννας-Νικολέτας Γρίβα,
Η φυγή. Πρόκειται για μια ιστορία φυγής, ενός απαγορευμένου έρωτα μεταξύ δυο ανθρώπων στη μετεμφυλιακή Ελλάδα, ένα συγκλονιστικό αφήγημα, μια ιστορία ανθρώπινη, με πολύ έντονα συναισθήματα. Η φυγή της Σώτης Τριανταφύλλου, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πατάκη, καταφέρνει, μέσα από τον καταδικασμένο έρωτα δύο ανθρώπων να καταδείξει το κλίμα της εποχής, ένα κλίμα μίσους, που ακολουθεί έναν πόλεμο εξίσου άγριο και καταστροφικό, με αυτόν που στέρησε από τους ανθρώπους την ελευθερία τους.
Ας μιλήσουμε λίγο περισσότερο για την πλοκή. Μέσα στο πλαίσιο της μετεμφυλιακής Ελλάδας, λοιπόν, όπου το μίσος και τα αρνητικά συναισθήματα πρωτεύουν, γεννιέται ένας παράνομος έρωτας ανάμεσα στον Απόστολο, έναν παντρεμένο δημόσιο υπάλληλο, ύποπτο για φιλοκομμουνιστικές ιδέες, και την Άννα, μια νεαρή κοπέλα στην Άμφισσα, της οποίας το όνειρο, να γίνει κάποτε δασκάλα, συνθλίβεται υπό το βάρος των κοινωνικών στερεοτύπων που ήθελαν η γυναίκα να αποκατασταθεί από μικρή ηλικία, που την προόριζαν μονάχα για γάμο και παιδιά. Η αγάπη τους φαίνεται από την αρχή καταδικασμένη, όμως οι δυο πρωταγωνιστές κάνουν τρομερή προσπάθεια να την κρατήσουν ζωντανή, δυστυχώς χωρίς αποτέλεσμα.
Το απαγορευμένο του έρωτά τους και ο συντηρητισμός της κοινωνίας της εποχής συνοψίζονται, θεωρώ, στο παρακάτω απόσπασμα: «Ο Απόστολος […] σκεφτόταν: «Καλύτερα έτσι, η κυρία θα πει στον Πέππα ότι η κόρη του έφυγε, ότι δεν την έκλεψε κανένας, ότι κανένας δεν την έσφαξε˙ ότι είναι καλά και πάει στην πρωτεύουσα». Έτσι κι αλλιώς, η Άννα είχε αφήσει σημείωμα: «Μάνα, πατέρα, φεύγω για την Αθήνα. Θα σας εξηγήσω, θα σας γράψω». Ο Απόστολος δεν έβαζε με τον νου του πως για τον Πέππα και την Πέππαινα ίσως να ‘ταν προτιμότερο να ‘χε σκοτώσει κάποιος την Άννα˙ πως αυτή η φυγή ήταν χειρότερη από φονικό».
Πριν συνεχίσουμε, όμως, ας γνωρίσουμε λίγο καλύτερα τη συγγραφέα του αφηγήματος. Η Σώτη Τριανταφύλλου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1957. Σπούδασε στο Φαρμακευτικό Τμήμα της Φυσικομαθηματικής και στο Γαλλικό Τμήμα της Φιλοσοφικής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, και είναι διδάκτωρ στην Αμερικανική Ιστορία και στην Ιστορία των πόλεων. Οι μεταδιδακτορικές της σπουδές έχουν γίνει πάνω στη φιλοσοφία των μαθηματικών και στις διεθνείς σχέσεις. Έχει εκδώσει μυθιστορήματα, νουβέλες, δοκίμια και διηγήματα, ενώ μεταφράζει από τέσσερις ξένες γλώσσες και, παράλληλα, αρθρογραφεί στον Τύπο. Έχει ακόμα γράψει βιβλία για παιδιά και νέους.
Η συγγραφέας, με μεγάλη μαεστρία, κατ’ εμέ, φτιάχνει μια πλειάδα από χαρακτήρες, πολλοί εκ των οποίων, αν και διαθέτουν ανθρώπινη ποιότητα θα έλεγε κανείς, είναι καταδικασμένοι, λόγω της κλειστής, οπισθοδρομικής κοινωνίας και του μίσους που βασιλεύει περί των πολιτικών ζητημάτων. Ο τρόπος με τον οποίο αντιδρούν οι τοπικές κοινωνίες διέπεται από μηδενική ανοχή σε ό,τι ξεφεύγει, έστω και λίγο, από την πεπατημένη και τα στερεότυπα, ενώ ταυτόχρονα χαρακτηρίζεται από κακοήθεια και «κακογλωσσιά», μετεμφυλιακό μίσος, που ακόμη δεν έχει εκλείψει.
Η πλοκή, τέλος, αξίζει να σημειωθεί, ότι βασίζεται σε μία παρεξήγηση, όπως συμβαίνει συχνά σε διάσημα λογοτεχνικά έργα. Η Άννα πιστεύει ότι ο Απόστολος την έχει εγκαταλείψει και τον εγκαταλείπει εκείνη, ενώ αυτός μένει πιστός στο όνειρο της αγάπης τους, παρά την αρχικά πιο ψυχρή και απόμακρη στάση του. Η γλώσσα που χρησιμοποιείται κατά την εκτύλιξή της είναι ζωντανή, με τους διαλόγους να διέπονται από ρουμελιώτικους ιδιωματισμούς της εποχής.
Έτσι, λοιπόν, θεωρώ ότι στο αφήγημα αυτό, που χάρη στη μικρή του έκταση, σε συνδυασμό με τον όμορφο τρόπο γραφής, είναι εξαιρετικά ευχάριστο στην ανάγνωση, αξίζει να δώσει κανείς μία ευκαιρία.