της Κατερίνας Κωνσταντοπούλου,
«Ω νεότητα
Πληρωμή του ήλιου
Αιμάτινη στιγμή
Που αχρηστεύει το θάνατο».
Γράφει ο Οδυσσέας Ελύτης…
«Αχ, πού ‘σαι, νιότη, που ‘δειχνες πως θα γινόμουν άλλος!» έγραψε ο Βάρναλης στο ποίημα που αποτέλεσε τον πρόλογο της ποιητικής συλλογής «Σκλάβοι πολιορκημένοι». Σε αυτόν τον γεμάτο πικρία για τις χαμένες προσδοκίες της νεότητας, στίχο, ο Βάρναλης συνοψίζει την οδύνη των ανεκπλήρωτων ονείρων και ελπίδων, που η ζωή ματαίωσε, ξεγελώντας μας «πως έχουμε και άλλο χρόνο». Και έπειτα, κατέφθασαν τα γηρατειά για να επισφραγίσουν την ήττα του ανθρώπου απέναντι στον χρόνο και στα όνειρα. «Και θα λάβουνε τα όνειρα εκδίκηση», όπως έγραψε ο Ελύτης, και θα μαστιγώνουν την ρυτιδιασμένη ψυχή κάτω από το ζαρωμένο δέρμα, για όλες τις μέρες που άφησε να περάσουν χωρίς να γελάσει, για όλα τα βράδια που άφησε να περάσουν χωρίς να ερωτευτεί, για όλα εκείνα τα καλύτερα «εγώ» που μπορούσαμε να γίνουμε, μα δεν γίναμε ποτέ. Και η νοσταλγία, η μνήμη, τα αν και τα γιατί, θα τυραννούν τα γερασμένα μάτια μέχρι να κλείσουν για πάντα. Κι εκείνο που δεν καταλαβαίνουν οι νέοι, όταν καμιά φορά κοιτάνε με αυτό το σκληρό, περιγελαστικό βλέμμα τους πρεσβυτέρους, είναι πως κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει από την κοινή ανθρώπινη μοίρα.
Διαβάζοντας το δοκίμιο του Άγγελου Τερζάκη «Τα παιδιά με τα κλωνάρια», αισθανόμαστε σαν να στέκονται μπροστά μας , αντικριστά το ένα προς το άλλο, τα δύο άκρα της ζωής, η αυγή και η δύση, η γλύκα που έχει το ξημέρωμα και η μελαγχολία που έχει το σούρουπο. Ένα ζευγάρι, που έχει περάσει το μεσοστράτι της ζωής και βαδίζει προς τη δύση, και μια παρέα νέων παιδιών, που ρίχνει ένα ευθύ, «αδίσταχτο, καρφωτό» βλέμμα στους ηλικιωμένους, καθώς τους προσπερνά. Κι αν το βλέμμα των μεγαλύτερων, δεν κρύβει πάντα μια ώριμη ευαισθησία, μία στωικότητα και μια κατανόηση, αλλά μερικές φορές κρύβει μία αυστηρότητα ή και περιφρόνηση απέναντι στους νέους, στο βλέμμα των νέων δεν φωλιάζει πάντα μόνο η γόνιμη αμφισβήτηση και επαναστατικότητα.
Ενίοτε, οι νέοι παρασυρόμενοι από την οίηση της ηλικίας τους, αισθάνονται παντοδύναμοι, αθάνατοι, άτρωτοι. Αισθάνονται πως ο κόσμος τούς ανήκει και πως οι ηλικιωμένοι είναι παρηκμασμένες φιγούρες, στο περιθώριο της ζωής, που δεν έχουν τίποτα να τους προσφέρουν. Οι νέοι, κοιτώντας κατάματα και με θράσος τη ζωή, λησμονούν πως θα έρθει η στιγμή να πάρουν το δρόμο του σούρουπου. Όπως γράφει ο Τερζάκης στο δοκίμιό του «Ας τους ευχηθούμε, όμως, ακόμα κάτι: Σαν έρθει και γι’ αυτά η ώρα να πάρουν την άλλη κατεύθυνση στη λεωφόρο, τότε που θα έχουν ξεπεράσει πια τη σημερινή τους επαναστατική αδιαλλαξία και ψυχρότητα, θα μπορούν να νιώσουν την ίδια μ’ εμάς τρυφερή αδυναμία, που κάνει τον άνθρωπο να στηρίζεται στον άνθρωπο. Ίσως τότε ανακαλύψουν μια ανυποψίαστη ποικιλία του σεβασμού: Την ευλάβεια μπροστά στους κουρασμένους, αυτούς που δεν έχουν πια ψευδαισθήσεις, κλωνάρια, τρόπαια».
«Εκεί που ήσουν, ήμουνα, και εκεί που είμαι, θα έρθεις». Αν όλοι μας έχουμε στο νου μας αυτό το απόσταγμα της λαϊκής σοφίας, τότε η ψυχρότητα, και μερικές φορές, η εχθρότητα μεταξύ όσων βρίσκονται στην ανατολή και όσων βρίσκονται στη δύση αυτού του περασμένου φωτεινού διαλείμματος που μας έχει δοθεί και ονομάζεται «ζωή», θα γίνει παρελθόν. Την θέση τους θα πάρει μια γλυκιά θαλπωρή, μια στοργική και τρυφερή ματιά, που δεν θα λοιδορεί ούτε την απειρία και τον αυθορμητισμό της νεότητας ούτε την κατάπτωση, και μερικές φορές τη στενομυαλιά, των γηρατειών. Όπως συμβαίνει με οτιδήποτε άλλο στη φύση, μετά την ακμή του ανθρώπου, έρχεται το κατακρήμνισμά του. Χωρίς αυτό, όμως, δεν μπορεί να υπάρξει αναγέννηση, αλλαγή, συνέχεια. Για αυτό, ακόμα κι όταν βρισκόμαστε στην κορυφή της ακμαιότητός μας, στη μέθη της νεότητας, ας μη ξεχνάμε: το σούρουπο παραμονεύει για όλους μας. «Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ» (Μένανδρος).
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Απόσπασμα από το δοκίμιο του Άγγελου Τερζάκη «Τα παιδιά με τα κλωνάρια», greek-language.gr. Διαθέσιμο εδώ