16.5 C
Athens
Παρασκευή, 15 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΟι ρήτρες εχεμύθειας και μη ανταγωνισμού στις συμβάσεις εργασίας

Οι ρήτρες εχεμύθειας και μη ανταγωνισμού στις συμβάσεις εργασίας


Της Στέλλας Κίζυλη,

Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας είναι η σύμβαση, κατά την οποία ένα πρόσωπο, ο εργαζόμενος, υποχρεούται να παρέχει έναντι αμοιβής την εργασία του στην υπηρεσία ενός άλλου προσώπου, του εργοδότη. Η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας χαρακτηρίζεται από την υποχρέωση παροχής της εργασίας καθεαυτής, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμά της, την παροχή της έναντι αμοιβής, καθώς και την υπαγωγή της σε ρυθμίσεις του ιδιωτικού δικαίου. Αναπόσπαστο στοιχείο της σύμβασης αυτής είναι, αναμφίβολα, η συμβατική ελευθερία, δυνάμει της οποίας το άτομο μπορεί να συνάπτει ή να μη συνάπτει συμβάσεις, να επιλέγει τον αντισυμβαλλόμενό του, αλλά και να καθορίζει το περιεχόμενο της σύμβασης.

Ωστόσο, ενώ άλλοι κλάδοι του δικαίου αποδέχονται ανενδοίαστα τη συμβατική ελευθερία, το εργατικό δίκαιο τηρεί μια πιο «επιφυλακτική», θα λέγαμε, στάση, κυρίως, λόγω της ανάγκης προστασίας του εργαζομένου. Έτσι, συχνά, τίθενται περιορισμοί στη συμβατική ελευθερία, πρωτίστως από διατάξεις αναγκαστικού δικαίου και δευτερευόντως μέσω συλλογικών κανονιστικών ρυθμίσεων, που θεσπίζουν ένα ελάχιστο επίπεδο προστασίας και γενικών ρητρών. Τέτοιες ρήτρες, όπως για παράδειγμα η ρήτρα μη ανταγωνισμού, περιέχονται σε αρκετές συμβάσεις εργασίας, με αποτέλεσμα να περιορίζουν την επαγγελματική ελευθερία του εργαζομένου. Ειδικότερα, η ρήτρα μη ανταγωνισμού αναφέρεται στην απαγόρευση ανάπτυξης ανταγωνιστικής προς την επιχείρηση του εργοδότη δραστηριότητας, από τον εργαζόμενο, όχι μόνο κατά το διάστημα, αλλά και μετά τη λύση της σύμβασης εργασίας του, ενώ η ρήτρα εχεμύθειας αναφέρεται στην απαγόρευση αποκάλυψης επαγγελματικών απορρήτων της επιχείρησης. Εξάλλου, η υποχρέωση πίστης είναι αυτονόητη υποχρέωση του εργαζομένου, η οποία απορρέει από τον γενικό κανόνα της καλής πίστης του άρθρου 288 ΑΚ, καλύπτοντας πέρα από τις κύριες και τις παρεπόμενες υποχρεώσεις που πηγάζουν από την όλη δομή της εργασιακής σχέσης.

Πηγή εικόνας: freepik.com / Δικαιώματα Χρήσης: user4894991

Οι ρήτρες αυτές, οι οποίες δεσμεύουν τον εργαζόμενο τόσο κατά τη διάρκεια της σύμβασης εργασίας όσο και για ένα διάστημα μετά τη λύση της, συνομολογούνται, με σκοπό την προστασία της επιχείρησης από την αποχώρηση εργαζομένων, οι οποίοι είχαν την ευκαιρία στο διάστημα που παρείχαν την εργασία τους να εξοικειωθούν με πελάτες της επιχείρησης και να λάβουν γνώση των απορρήτων, τα οποία, αν τυχόν αποκαλυφθούν, θα προκαλέσουν ανεπανόρθωτη βλάβη σε αυτήν. Παρά το γεγονός ότι οι ρήτρες αυτές αποσκοπούν στην προστασία των δικαιολογημένων συμφερόντων του εργοδότη, δεν παύουν να αποτελούν ουσιώδη περιορισμό της επαγγελματικής ελευθερίας του εργαζομένου, καθώς δυσχεραίνουν σε μεγάλο βαθμό την επαγγελματική του ανέλιξη. Για κάποιες κατηγορίες επαγγελμάτων και ειδικοτήτων, μάλιστα, είναι δυνατόν οι σχετικοί όροι να ισοδυναμούν με απαγόρευση άσκησης του επαγγέλματος. Μία τέτοια απαγόρευση, έρχεται αδιαμφισβήτητα σε αντίθετη με το Σύνταγμα, γι’ αυτό και είναι επιβεβλημένος ο έλεγχος των περιορισμών της συμβατικής ελευθερίας.

Ειδικότερα, όσον αφορά το διάστημα κατά το οποίο είναι ενεργές οι ρήτρες αυτές και συνεπώς, δεσμεύουν τον εργαζόμενο επιβάλλοντάς του τις σχετικές απαγορεύσεις, αυτό εκτείνεται πέρα από τη διάρκεια της σύμβασης και στο μετά τη λύση της διάστημα, συνιστώντας άλλον έναν υπέρμετρο περιορισμό της επαγγελματικής ελευθερίας του εργαζομένου. Μετά τη λύση της σύμβασης, ο εργαζόμενος είναι ελεύθερος να επιλέξει την παραπέρα επαγγελματική του πορεία, αξιοποιώντας κατά βούληση τις επαγγελματικές γνώσεις και την εμπειρία που απέκτησε, μπορεί δηλαδή είτε να ασκήσει επιχειρηματική δραστηριότητα για λογαριασμό του είτε να τεθεί στην υπηρεσία μιας άλλης επιχείρησης. Στο πλαίσιο αυτό, οι όποιοι περιορισμοί τίθενται στον εργαζόμενο για το διάστημα μετά τη λύση της σύμβασης, είναι απαραίτητο να ελέγχονται για τυχόν καταχρηστικότητα. Ελλείψει ειδικότερων ρυθμίσεων του εργατικού δικαίου για την προστασία του εργαζομένου από αυθαίρετους περιορισμούς στη συμβατική ελευθερία εκ μέρους του εργοδότη, η νομολογία ανατρέχει στους γενικούς κανόνες των άρθρων 178, 179 και 281 του Αστικού Κώδικα. Γίνεται, πάντως, δεκτό από μέρος της νομικής θεωρίας ότι προϋπόθεση για την εγκυρότητα της ρήτρας μετασυμβατικής απαγόρευσης ανταγωνισμού είναι η πρόβλεψη εύλογης αποζημίωσης στον εργαζόμενο, η οποία έχει τον χαρακτήρα αντιπαροχής για τη δέσμευσή του.

Πηγή εικόνας: freepik.com/ Δικαιώματα Χρήσης: federcap

Τα άρθρα αυτά βρίσκουν εφαρμογή, ιδίως στις περιπτώσεις κατά τις οποίες κρίνεται ότι κάποιος όρος της σύμβασης συνιστά υπέρμετρο περιορισμό της συμβατικής ελευθερίας και κατ’ επέκταση της επαγγελματικής ελευθερίας του εργαζομένου, ο οποίος βρίσκεται σε μειονεκτική θέση, λόγω της δεδομένης δομικής συμβατικής ανισότητας των μερών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιου περιορισμού είναι όταν η ρήτρα μη ανταγωνισμού αναφέρεται γενικά και αόριστα στο μετά τη λύση της σύμβασης διάστημα, χωρίς να καθορίζει ειδικά και με σαφήνεια πόσο είναι το διάστημα αυτό ή έστω να θέτει έναν τοπικό περιορισμό στην άσκηση της δραστηριότητας. Η συνέπεια του δικαστικού ελέγχου των περιοριστικών αυτών όρων είναι η ακυρότητά τους, αφού υπερβαίνουν τα ακραία όρια που θέτει ο νομοθέτης στην ιδιωτική αυτονομία.

Πηγή εικόνας: pexels.com/ Δικαιώματα Χρήσης: rawpixel.com

Συμπερασματικά, ο εργαζόμενος, ως το ασθενές μέρος της σύμβασης που θέτει την εργασιακή του δύναμη στην υπηρεσία του εργοδότη, χρήζει αυξημένης προστασίας έναντι συμβατικών περιορισμών που τίθενται από τον τελευταίο στη βάση της διαπραγματευτικής ανισότητας των μερών. Γι’ αυτό κρίνεται σκόπιμη –αντί της προσφυγής σε γενικές διατάξεις του Αστικού Κώδικα– η πρόβλεψη ειδικών ρυθμίσεων από το νομοθέτη που να καθορίζουν με σαφήνεια τις προϋποθέσεις, υπό τις οποίες οι ρήτρες αυτές είναι έγκυρες.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Εγχειρίδιο Εργατικού Δικαίου-Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, Δημήτρης Ζερδελής, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2019
  • Ρήτρα εχεμύθειας και μη ανταγωνισμού στις συμβάσεις εργασίας-Υποχρεώσεις των εργαζομένων, Βασίλειος Παπαβασιλείου, e-forologia.gr, διαθέσιμο εδώ 

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Στέλλα Κίζυλη
Στέλλα Κίζυλη
Μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και πλέον είναι ασκούμενη δικηγόρος. Γνωρίζει αγγλικά και γερμανικά, ενώ πρόσφατα ξεκίνησε την ενασχόλησή της με την αρθρογραφία.