Της Κωνσταντίνας Λέφα,
Για ακόμα ένα καλοκαίρι, η Ελλάδα κυριολεκτικά καίγεται. Από κάθε άποψη καίγεται. Άνθρωποι χάνουν τους ανθρώπους τους, τα σπίτια τους, τη γη τους, τα ζώα τους, την καθημερινότητά τους. Τα ζώα χάνουν το σπίτι τους και εγκαταλείπονται για ακόμα μία φορά αβοήθητα. Τα δέντρα, που αποτελούν την κύρια πηγή οξυγόνου, μειώνονται ολοένα και περισσότερο.
Προσπαθώ να σκεφτώ τα 20 χρόνια που ζω, ποια χρονιά η Ελλάδα δεν θρήνησε θύματα εξαιτίας μιας «καλοκαιρινής» πυρκαγιάς. 2017 Κύθηρα και Μάνη, 2018 στο Μάτι, 2019 ολόκληρη η Εύβοια, 2021 καίγονται τα περίχωρα της Αττικής,
Κανένα ψυχοπλάκωμα δεν είναι ίδιο με αυτό του να ξυπνάς κατακαλόκαιρο στα μέσα του Ιούλη, χωρίς υποχρεώσεις και έγνοιες, και στην επόμενη κίνησή σου για ενημέρωση να μαθαίνεις ότι οι συνάνθρωποί σου, «καίγονται». Τέτοιες μέρες, ως παιδί, ενώ η ηλικία μου μού επίτασσε να μην έχω μαύρες σκέψεις, επικρατούσε μια μελαγχολία μέσα μου, ένα ερωτηματικό για το πώς μπορεί να νιώθει ένας άνθρωπος, όταν αύριο δεν θα ξυπνήσει σπίτι του, ή για το πώς μπορεί ένα ζώο να αισθάνεται το στρες της απώλειας του περιβάλλοντός του. Και ως ενήλικας πια, από το ίδιο συναίσθημα διακατέχομαι, απλώς σε πολλαπλάσια ένταση, και με ακόμα περισσότερα και ανεξήγητα «γιατί».
Δεν θα ξεχάσω ποτέ μου το καλοκαίρι του 2018, όταν ξέσπασε η πυρκαγιά στο Μάτι και άκουσα την ιστορία δύο παππούδων με τα εγγονάκια τους και τον σκύλο τους. Η γιαγιά, ενημερωμένη ότι η φωτιά καταφθάνει άμεσα κοντά τους, αποφασίζει να φορέσει στα παιδάκια βρεγμένα μπουρνούζια για να τα διαφυλάξει- όσο γίνεται- από την πυρκαγιά. Ωστόσο, ο σύζυγός της, όντας μεγάλος σε ηλικία και τετραπληγικός, δεν μπορούσε να φύγει άμεσα από το σπίτι και επέμενε ότι θα μείνει εκεί, προτρέποντας την να φύγει προς τη θάλασσα μαζί με τα παιδιά και τον σκύλο. Ο σκύλος, τελικά, δεν έφυγε μαζί με τη γυναίκα και τα δύο παιδιά, μένοντας πίσω και καταφέρνοντας να βγει μαζί με τον μεγάλο σε ηλικία παππού από το σπίτι, που φλεγόταν ολόκληρο. Αν εμένα μου έμεινε κάτι από αυτή την είδηση εκείνη την ημέρα, που σε κάποιον μπορεί να φαίνεται οριακά ασήμαντη, είναι ότι η φύση μας εκδικείται και η ίδια η φύση μπορεί να μας σώσει.
Αλίμονο και αν είναι η ώρα τώρα για επίρριψη ευθυνών και ανακήρυξη εντολών, αλλά το μόνο που επιθυμώ μέσα απ’ αυτά μου τα λόγια να πω είναι ότι ο ξεριζωμός από ένα μέρος όπου οι ίδιοι επιλέγουμε να στήσουμε την καθημερινότητά μας, εξαιτίας κάποιων εμπρηστών, δεν διαφέρει σε τίποτα από τον ξεριζωμό των προγόνων μας που εκδιώχθηκαν από τις πατρογονικές τους εστίες λόγω των κατακτητών.
Εύχομαι απλώς να μας έχει μείνει μονάχα μια στάλα ενσυναίσθησης, για να καταλάβουμε ότι αυτή τη στιγμή, μονάχα ο συνάνθρωπός μας θα μας προσφέρει ένα χέρι βοηθείας. Κι η φύση, που την εκδικούμαστε με τον χειρότερο τρόπο.