Του Γιώργου Σαλπιγγίδη,
Λίγο πριν τη δύση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας με την πτώση στα χέρια των Οθωμανών το 1453, οι προσωπικότητες που κλήθηκαν να διαχειριστούν διάφορους τομείς της εμφανίζουν μεγάλο ενδιαφέρον για μελέτη. Αυτοκράτορες, δυτικοί πρίγκιπες, στρατηγοί και πρόσωπα του κλήρου είναι μόνο μια μικρή μερίδα ανθρώπων, που μέσα από τις επιλογές τους συνέβαλαν στη διαμόρφωση και εξέλιξη του κόσμου όπως τον ξέρουμε σήμερα.
Ένας από τους ανθρώπους που άφησε το στίγμα του την εποχή αυτή ήταν και ο λεγόμενος Ισίδωρος του Κιέβου. Μέσα από τις θέσεις που υπηρέτησε, έλαβε μέρος σε διάφορες διαβουλεύσεις για την ένωση της καθολικής με την Ορθόδοξη Εκκλησία, ώστε να αποφευχθεί με τη βοήθεια των δυτικών δυνάμεων η πτώση της Κωνσταντινούπολης στους Οθωμανούς.
Γεννημένος στη Μονεμβασιά περί τα μέσα της δεκαετίας του 1380, είχε τη δυνατότητα να αποκτήσει βαθιά και ευρεία μόρφωση, ενώ μιλούσε και πολύ καλά λατινικά. Από νωρίς είχε μεγάλη έφεση στα εκκλησιαστικά και θεολογικά ζητήματα και έτσι ενεδύθει από νωρίς το μοναχικό σχήμα, φτάνοντας αρχικά το αξίωμα του Ηγούμενου της Μονής του Αγίου Δημητρίου Κωνσταντινούπολης. Έπειτα, το 1434, στέλνεται στην περιοχή της Βασιλείας (στην σημερινή Ελβετία) από τον Βυζαντινό Αυτοκράτορα Ιωάννη Η΄ Παλαιολόγο, ώστε μαζί με άλλους αξιωματούχους και ιερείς να αρχίσουν τις διαπραγματεύσεις για την προσέγγιση των δύο Εκκλησιών (οι συζητήσεις έχουν ξεκινήσει ήδη από τον Δεκέμβριο του 1431), αλλά δίχως κάποιο αποτέλεσμα.
Δύο χρόνια αργότερα, το 1436, αναλαμβάνει τη θέση του Μητροπολίτη Κιέβου και πάσης Ρωσίας, με εντολή του Αυτοκράτορα Ιωάννη Η΄, με την ελπίδα ότι θα ανοίξουν νέες προοπτικές και να κερδίσει την εμπιστοσύνη του πρίγκιπα του Κιέβου, Βασίλειου Β´. Η προσπάθεια αυτή απέβη άκαρπη και έτσι επόμενος στόχος ήταν η συμμετοχή στις μεγάλες διαπραγματεύσεις της Συνόδου Φερράρας-Φλωρεντίας.
Έτσι, το 1438 έλαβε χώρα πρώτα η Σύνοδος στη Φερράρα, με την παρουσία του Πάπα Ευγένιου Δ΄, ως επικεφαλής της καθολικής πλευράς, και από την άλλη συναντάμε τους Ορθόδοξους αντιπροσώπους με την παρουσία του Αυτοκράτορα και του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, Ιωσήφ Β΄, να δίνουν ιδιαίτερη βαρύτητα στη Σύνοδο. Σε αυτήν συμμετείχε φυσικά και ο Ισίδωρος, μαζί με 20 Μητροπολίτες και άλλους 700 περίπου εκπροσώπους.
Οι συζητήσεις ήταν επί μακρών με βασικά θέματα την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος, αλλά και το καθαρτήριο. Σε αυτές είχε μεγάλο ρόλο και ο Μητροπολίτης του Κιέβου, έχοντας πλήθος ομιλιών και παρεμβάσεων στον διάλογο που είχε διαμορφωθεί, επηρεασμένος ενδεχομένως από τις απόψεις του νεοπλατωνιστή δασκάλου του Γεωργίου Πλήθωνα Γεμιστού, όπως και ο Βησσαρίων και ο Μάρκος Ευγενικός (που συμμετείχαν κι εκείνη με την σειρά τους στις εργασίες της συνόδου).
Τον Ιανουάριο του επόμενου έτους (1439) οι συζητήσεις μεταφέρθηκαν στη Φλωρεντία, λόγω της έξαρσης της πανώλης στη Φερράρα. Εκεί δόθηκε ένα οριστικό τέλος στις συνομιλίες με την αποδοχή από την πλευρά των Βυζαντινών των απόψεων των καθολικών περί της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος, του καθαρτηρίου των ψυχών αλλά και των πρωτείων του Πάπα. Αυτό, όμως, δεν βρήκε όλους τους Ορθόδοξους σύμφωνους και έτσι ξέσπασε μια εσωτερική διαμάχη μεταξύ των λεγόμενων ενωτικών και ανθενωτικών.
Ο Ισίδωρος επέστρεψε στην βάση του και κατά τη διάρκεια της διαδρομής έμαθε πως ο Πάπας Ευγένιος Δ΄ τον είχε χρίσει με παπικό λεγάτο Καρδινάλιο, με τον τίτλο μάλιστα του Αγίου Μάρκου και του Μαρκελλιανού. Το παραπάνω γεγονός φανερώνει τον ενθουσιασμό του Πάπα προς το πνεύμα και του λόγους που εκφώνησε ο Λατίνος ιεραπόστολος. Μετά από αυτό, προσπάθησε να μεταφέρει στη Μόσχα τις απόψεις περί της ένωσης, για να συναντήσει την άτεγκτη στάση του πρίγκιπα Βασιλείου Β΄. Ο τελευταίος συγκάλεσε εκκλησιαστικό δικαστήριο κατά του Ισιδώρου, το οποίο τον καταδίκασε και τον φυλάκισε.
Εκεί έμεινε μέχρι το Πάσχα του 1444, οπότε δραπέτευσε και μετέβη στο βασίλειο της Ουγγαρίας και της Πολωνίας. Έπειτα, με εντολή του νέου Πάπα Νικολάου Ε΄ πηγαίνει στην Κωνσταντινούπολη και τον Δεκέμβριο του 1452 ανακοινώνει την πανηγυρική ένωση των δύο εκκλησιών στον ναό της Αγίας Σοφίας. Ο λαός και ο κλήρος συνέχισαν να είναι διχασμένοι επιτείνοντας τα προβλήματα της βασιλεύουσας, καθώς ήταν αντιμέτωπη με τους Οθωμανούς κατακτητές. Ο πρώην Μητροπολίτης Κιέβου έμεινε στην Πόλη για να την υπερασπιστεί και τραυματίστηκε σοβαρά, ενώ μετά από λίγο και αναγκάστηκε να την εγκαταλείψει.
Το 1455 επιστρέφει στη Ρώμη και μαθαίνει πως είναι Επίσκοπος της Σαμπίνας. Τα επόμενα χρόνια θα κυλήσουν ομαλά, ενώ θα λάβει από τον Πάπα Πίο Β΄ τιμητικά-θεωρητικά τον τίτλο του Λατίνου Πατριάρχη Κωνσταντινούπολης και του Αρχιεπισκόπου Κύπρου. Έφυγε από τη ζωή το 1463 έχοντας περάσει έναν μεγάλο και ταραχώδη βίο.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Isidore Of Kiev, britannica.com, Διαθέσιμο εδώ
- Council of Ferrara-Florence, britannica.com, Διαθέσιμο εδώ