Της Καρολίνας Σόμπτσυκ,
Σε ένα δικαιικό σύστημα, υπάρχουν κανόνες που προβλέπουν δικαιώματα και υποχρεώσεις για τα φυσικά και τα νομικά πρόσωπα. Στόχος είναι να ρυθμιστούν οι σχέσεις μεταξύ ιδιωτών και μεταξύ ιδιωτών και κράτους. Το σύνολο των κανόνων αυτών αποτελεί το ουσιαστικό δίκαιο. Όταν τα δικαιώματα προσβληθούν και όταν οι υποχρεώσεις δεν εκπληρωθούν, λέμε ότι γεννώνται αξιώσεις, δηλαδή ένα προσβληθέν δικαίωμα και μια μη εκπληρωθείσα υποχρέωση πλέον μπορούν να «διεκδικηθούν» δικαστικώς. Έτσι, προκύπτει η ανάγκη δημιουργίας επιπρόσθετων κανόνων, με τους οποίους μια αξίωση μπορεί να κατάγεται σε δίκη. Είναι οι λεγόμενοι κανόνες δικονομικού δικαίου. Το δικονομικό δίκαιο είναι το αντίκρισμα του ουσιαστικού, χάρη στο οποίο επέρχονται μεταβολές στον εξωτερικό κόσμο, με αφορμή, όπως ειπώθηκε, μια προσβολή. Αντίστοιχα προς τη διαίρεση του ουσιαστικού δικαίου σε Ποινικό, Εκκλησιαστικό, Διοικητικό/Δημόσιο και Ιδιωτικό (αστικό, εμπορικό, εργατικό, δίκαιο πνευματικής ιδιοκτησίας), το δικονομικό δίκαιο χωρίζεται σε Ποινικό Δικονομικό, Εκκλησιαστικό Δικονομικό, Διοικητικό Δικονομικό και Αστικό Δικονομικό Δίκαιο.
Η δικονομία του ελληνικού ιδιωτικού δικαίου ρυθμίζεται στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Από τα σημαντικότερα κεφάλαιά του και οπωσδήποτε η πρώτη ύλη προς μελέτη για έναν δικηγόρο, που αναλαμβάνει σχετική υπόθεση, είναι η κατανομή της αρμοδιότητας των πολιτικών δικαστηρίων, με άλλα λόγια: σε ποιο ακριβώς δικαστήριο πρέπει να καταθέσω το δικόγραφο της αγωγής μου, το οποίο είναι και το αρμόδιο να επιληφθεί της υπόθεσής μου. Σημειώνεται ότι, εάν εσφαλμένα κατατεθεί μια αγωγή στη γραμματεία κάποιου δικαστηρίου –δηλαδή σε περίπτωση αναρμοδιότητας, το αναρμόδιο δικαστήριο στο οποίο κατατέθηκε η αγωγή, κατά τα άρ. 120 & 46 ΚΠολΔ μπορεί να εξετάσει αυτεπαγγέλτως (δηλαδή από μόνο του, χωρίς να πρέπει να προηγηθεί αίτημα κάποιου διαδίκου) σε κάθε στάδιο της δίκης την (αν)αρμοδιότητά του και παραπέμπει με απόφασή του την υπόθεση στο αρμόδιο. Ωστόσο, δεν επαναπαυόμαστε στη «διόρθωση» του λανθασμένου προσδιορισμού της αρμοδιότητας από το αναρμόδιο δικαστήριο, καθώς επιβάλλεται κατά τη νομολογία, με βάση την αρχή της οικονομίας της δίκης, κατευθείαν η απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης αντί της παραπομπής της στο αρμόδιο.
Η κατανομή, λοιπόν, γίνεται στα πρώτα άρθρα του ΚΠολΔ και, ενώ αρχικά φαίνεται ιδιαίτερα περίπλοκη, στην πραγματικότητα ρυθμίζει πλήρως και με σαφήνεια τον τρόπο καταγωγής σε δίκη καθεμιάς υπόθεσης ιδιωτικού δικαίου. Το σύνθετο του πλέγματος των διατάξεων δικαιολογείται από τον τεράστιο αριθμό έννομων σχέσεων που καλείται να ρυθμίσει το ιδιωτικό δίκαιο. Επομένως, οι δυο παράγοντες που θα κρίνουν ποιο δικαστήριο είναι αρμόδιο για την επίλυση μιας διαφοράς, είναι αφενός το είδος της διαφοράς και το ύψος της αξίας του επίδικου αντικειμένου, αφετέρου η σχέση της υπόθεσης με μια συγκεκριμένη τοποθεσία ή πάνω από μια τοποθεσίες. Μας ενδιαφέρει, δηλαδή, τόσο η καθ’ ύλην αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων, όσο και η κατά τόπον ή αλλιώς δωσιδικία. Με αυτόν τον τρόπο, κάθε δικαστήριο είναι σε θέση να γνωρίζει τι αντικείμενο θα έχουν οι υποθέσεις που θα δικάσει, αλλά και διευκολύνεται το έργο του, καθώς τα πραγματικά περιστατικά που τις συνθέτουν οφείλουν να έχουν μια λογική σύνδεση με τον τόπο της έδρας του δικαστηρίου.
Σε πρώτο χρόνο, λοιπόν, ανατρέχουμε στο άρ. 1, όπου ορίζεται ποιες διαφορές υπάγονται στα πολιτικά δικαστήρια: α) οι ιδιωτικού δικαίου διαφορές, β) οι εκούσιας δικαιοδοσίας, γ) οι δημοσίου δικαίου, που ο νόμος έχει υπαγάγει στα πολιτικά. Η τρίτη περίπτωση είναι ιδιαίτερα προβληματική, διότι ο νόμος δεν ορίζει ποια τα χαρακτηριστικά των διοικητικών πράξεων που υπάγονται στα πολιτικά δικαστήρια. Τη διχογνωμία για το εάν μια διαφορά υπάγεται στα διοικητικά ή στα πολιτικά λύνει, αφού πρώτα προσβληθεί μια απόφαση λόγω αναρμοδιότητας, το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο κατά το άρ. 100 περ. δ’ του Συντάγματος. Συγκεκριμένα, θα έχουμε περίπτωση, όπου δύο δικαστήρια των δύο κλάδων (πολιτικά και διοικητικά) έχουν εκδώσει αποφάσεις απορριπτικές μιας αγωγής, κηρύσσοντας εαυτούς χωρίς δικαιοδοσία, και δεν έχει επιληφθεί κανένα της υπόθεσης. Πάντως, έχει παγιωθεί η χρήση δύο κριτηρίων από το ΑΕΔ, του οργανικού και της υποκείμενης έννομης σχέσης: εάν το παθητικό υποκείμενο της δίκης (ο εναγόμενος) είναι ιδιώτης ή νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, πάντα η υπόθεση θα δικαστεί από πολιτικό δικαστήριο. Εάν είναι το Δημόσιο, τότε εξετάζουμε τον ρόλο του Δημοσίου στη σχέση: λειτουργεί ως fiscus (βρίσκεται σε ρόλο ιδιώτη και η έννομη σχέση είναι ιδιωτικού δικαίου) ή ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και εξυπηρετεί με την επίδικη δραστηριότητά του, σκοπό δημοσίου συμφέροντος; Με αυτά τα κριτήρια σωρευτικά καταλήγουμε στα πολιτικά ή στα διοικητικά δικαστήρια αντίστοιχα.
Ωστόσο, έχουμε μια ρητή ρύθμιση όπου διευκρινίζεται το εξής: σο Ν. 1406/83 άρ.1 παρ. 2 περ. (η) εδ. Α’ & στα άρ. 105-106 του ΕισΝΑΚ υπάγονται στα διοικητικά δικαστήρια οι διαφορές που αφορούν ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση. Εξαίρεση τα τροχαία ατυχήματα που προκαλούν διοικητικά όργανα, τα οποία υπάγονται κατά το εδ. Β΄ στα πολιτικά δικαστήρια. Το άρ. 2 ΚΠολΔ απαγορεύει να επέμβει ένα πολιτικό ή ένα διοικητικό δικαστήριο σε υπόθεση που δεν έχει δικαιοδοσία να δικάσει, εκδίδοντας απόφαση, δηλαδή όταν κατάγεται σε δίκη ενώπιόν του ως κύριο αντικείμενο της δίκης ένα ζήτημα που δεν είναι αντίστοιχα ιδιωτικής ή διοικητικής φύσεως. Μπορούν, όμως, να εξετάσουν παρεμπιπτόντως το ζήτημα αυτό, στο πλαίσιο της εκδίκασης της ενώπιόν τους υπόθεσης.
Σε δεύτερο χρόνο, ανατρέχουμε στα άρθρα 7 – 11 ΚΠολΔ, ώστε να βρούμε την αξία του αντικειμένου της δίκης, και κατόπιν με οδηγό αυτήν στα άρ. 12-21, να κατανείμουμε την αρμοδιότητα στα Ειρηνοδικεία, τα Μονομελή και Πολυμελή Πρωτοδικεία, τα Μονομελή και Πολυμελή Εφετεία και το ανώτατο πολιτικό (και ποινικό) δικαστήριο της χώρας, τον Άρειο Πάγο. Δηλαδή, πχ μια κτηματολογική διαφορά, ένα δάνειο, μια αδικοπραξία, κλπ., έχουν αντικείμενο που μπορεί να αποτιμηθεί σε χρήμα. Αυτές δικάζονται από τα Ειρηνοδικεία και τα Μονομελή Πρωτοδικεία. Οι μη αποτιμητές σε χρήμα διαφορές δικάζονται κατά το άρ. 18 από τα Πολυμελή Πρωτοδικεία (μαζί με τις υπόλοιπες που δε δικάζονται από τα δύο πρώτα).
Το άρ. 7 εξηγεί τον τρόπο υπολογισμού της αξίας της διαφοράς και αναφέρεται στην κατανομή της καθ’ ύλην αρμοδιότητας. Το άρ. 9, εδ. Α’ αναφέρει ότι ο ενάγων ορίζει με το αίτημα της αγωγής του το ύψος, εκτός αν πρόκειται για τις περιπτώσεις του άρ. 11 (όπου δεν είναι ευθέως αποτιμητή σε χρήμα η διαφορά), οπότε κατά το άρ. 8 το δικαστήριο εκτιμά ελεύθερα την αξία του αντικειμένου, διατάζοντας αποδείξεις, εάν κριθεί απαραίτητο. Κατά το άρ. 10, ο χρόνος υπολογισμού της αξίας είναι ο χρόνος άσκησης της αγωγής, δηλαδή ο χρόνος κατάθεσης του δικογράφου στη γραμματεία και επίδοσης αντιγράφου στον εναγόμενο.
Το άρ. 9 εισάγει 5 ξεχωριστές ρυθμίσεις – περιπτώσεις υπολογισμού και προσδιορισμού της αξίας του αντικειμένου της δίκης ως εξής:
- Α) αναφερθήκαμε ήδη στην περίπτωση, όπου το ύψος ορίζεται από τον ενάγοντα με βάση την αρχή της διαθέσεως ως έκφανση της ιδιωτικής αυτονομίας (πχ εδώ, θα επιδικαστεί ό, τι εγώ αιτηθώ χωρίς να επέμβει το δικαστήριο στον υπολογισμό),
- Β) Οι τόκοι από το ποσό που μπορεί να ζητάω και οι παρεπόμενες απαιτήσεις δε θα συνυπολογιστούν στην αξία του αντικειμένου. Ασφαλώς μπορώ να ζητήσω τους τόκους, όμως δε θα υπολογιστούν σε πρώτη φάση κατά τον προσδιορισμό του ύψους και την αναζήτηση του καθ΄ ύλην αρμοδίου,
- Γ) Περισσότερες απαιτήσεις στην ίδια αγωγή ως κύρια αιτήματα, ασφαλώς θα προστεθούν κι θα συνυπολογιστούν.
Οι άλλες δύο περιπτώσεις του άρ. 9 ολοκληρώνουν τον τρόπο υπολογισμού της αξίας του αντικειμένου της δίκης. Σε επόμενο άρθρο θα γίνει ανάλυση αυτών, καθώς και της αρμοδιότητας των πολιτικών δικαστηρίων, πάντα με βάση το ύψος της διαφοράς και το είδος της επίδικης έννομης σχέσης.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Δίκη κατόπιν παραπομπής από αναρμόδιο δικαστήριο, efotopoulou.gr, διαθέσιμο εδώ.
- Η ελεύθερη εκτίμηση της αξίας του αντικειμένου της διαφοράς από το Δικαστήριο και οι συνέπειες στην περίπτωση διαπίστωσης καθ’ ύλην αναρμοδιότητάς του, efotopoulou.gr, διαθέσιμο εδώ.