Της Κωνσταντίνας Λάμπου,
Τα βοηθητικά όργανα απονομής της δικαιοσύνης είναι πολλά και μέσα σε αυτά συγκαταλέγεται και ένα όργανο με ειδικότερο ρόλο, οι ανακριτικοί υπάλληλοι. Συνεισφέρουν στην πρόοδο και στην εξέλιξη της ποινικής δικαιοσύνης με σημαντικό τρόπο, αφού επωμίζονται με την υποχρέωση συγκέντρωσης του υλικού που χρησιμοποιείται για την απόδειξη, κατά τη διάρκεια της προκαταρκτικής εξέτασης και της προανάκρισης, αλλά ιδιαίτερα στο πεδίο της αυτεπάγγελτης προανάκρισης.
Ευλογοφανές είναι πως πάντα στοχεύεται, όσον αφορά το ανακριτικό έργο, ένα απρόσκοπτο και επιτυχημένο αποτέλεσμα, μέσω της συλλογής και εξασφάλισης των αποδείξεων. Για το λόγο αυτό, ο ποινικοδικονομικός νομοθέτης, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 31 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, παρέχει στον ανακριτή και στους ανακριτικούς υπαλλήλους εξειδικευμένα δικαιώματα, τα οποία όχι μόνο βρίσκονται μέσα στο ίδιο συστηματικό πλαίσιο με τα δικαιώματα, όσων εμπλέκονται στην ποινική δίκη προσώπων, όπως είναι οι κατηγορούμενοι, τα θύματα και οι τρίτοι, αλλά και ασκούνται παράλληλα.
Όπως ορίζεται στο άρθρο 252 παρ. 1 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, όταν γίνεται αυτοψία, έρευνα και κατάσχεση οι ανακριτικοί υπάλληλοι, δικαιούνται: α) να κλείνουν κατοικίες, ολικά ή μερικά, β) να θέτουν σφραγίδες, γ) να διορίζουν φύλακες και δ) να παίρνουν γενικά, όλα τα μέτρα που θεωρούνται κατάλληλα, με σκοπό να μην υπεξαιρεθούν, υπεξαχθούν ή μεταβληθούν αντικείμενα που κρίνονται απαραίτητα για την ανάκριση, ούτε να καταστεί δυνατό να απομακρυνθούν ή να ξεφύγουν από τις έρευνες που χρειάζονται άνθρωποι που κρίθηκαν ύποπτοι.
Πάντως, είναι εμφανές πως μέσω της διατύπωσης «και γενικά να παίρνουν όλα τα κατάλληλα μέτρα», η παραπάνω απαρίθμηση των μέτρων δεν είναι περιοριστική. Τουναντίον, είναι ενδεικτική και συμπληρώνει με κάθε άλλο αρμόζον μέτρο «προς υλοποίηση του σκοπού της ανάκρισης». Ένα τέτοιο μέτρο μπορεί να είναι ο αποκλεισμός ενός ιδιωτικού ή δημόσιου χώρου που έχει σχέση με την έρευνα ενός εγκλήματος που τελέστηκε, αλλά και το να απαγορεύεται η προσέλευση τρίτων προσώπων στον τόπο του εγκλήματος.
Εδώ μπορούμε να προσθέσουμε πως, όταν γίνεται η έρευνα, κατά το άρθρο 252 παράγραφος 2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ανακριτικοί υπάλληλοι δικαιούνται να δώσουν διαταγή να μη φύγει κανείς, πριν να ολοκληρωθεί η έρευνα και όσοι απομακρυνθούν πρέπει να επιστρέψουν και αν χρειαστεί, οι ειδικοί θα χρησιμοποιήσουν το μέτρο της βίαιης προσαγωγής. Στη συγκεκριμένη διάταξη φαίνεται πως προάγεται τόσο από τη μία το να εντοπίζονται πιο εύκολα οι ύποπτοι ανάμεσα στους παρόντες στον τόπο που διεξάγεται κάθε φορά η έρευνα, όσο και από την άλλη το να επιλέγονται με ευχερέστερο τρόπο οι αυτόπτες μάρτυρες, οι οποίοι θα έχουν μια συνεισφορά στο να διερευνηθεί η υπόθεση. Έτσι, καθίσταται εμφανές πως και εδώ προωθείται ο αρχικός και βασικός σκοπός του ποινικοδικονομικού νομοθέτη, να εξασφαλίζεται η απρόσκοπτη και αποτελεσματική διεκπεραίωση του ανακριτικού έργου.
Ούτως ή άλλως, δεν παραβιάζεται κάποια διάταξη του Συντάγματος, με το να ασκούνται τα παραπάνω δικαιώματα των ανακρινόντων. Και αυτό γιατί, σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 3 εδ. β΄ του Συντάγματος, είναι επιτρεπτός ο περιορισμός της προσωπικής ελευθερίας, με την προϋπόθεση πως για αυτόν υπάρχει πρόβλεψη εκ του νόμου. Όμως, πάντα θα υπάρχει ο όρος, ο συγκεκριμένος περιορισμός να μην υπερβαίνει τον απαραίτητο χρόνο, προκειμένου να περατωθεί η διενεργούμενη ανακριτική πράξη, καθώς αν γίνει διαφορετικά, αυτό το μέτρο θα σταματήσει να εξυπηρετεί τον σκοπό για τον οποίο έχει ληφθεί και ως απόρροια, θα μετατραπεί σε προτιμωρητικό.
Υπάρχει και μια ειδική πρόβλεψη, σύμφωνα με την οποία σε περίπτωση που εκείνος που θορυβεί ή εναντιώνεται είναι συνήγορος του διαδίκου, όσοι διενεργούν την ανάκριση, δικαιούνται να δώσουν διαταγή μόνο να απομακρυνθεί και αν αρνείται τότε καταφεύγουν σε βίαιη απομάκρυνση. Σε μία τέτοια κατάσταση, οι ανακριτικοί υπάλληλοι, υποχρεούνται να διορίσουν άλλον συνήγορο για τον κατηγορούμενο, αν ο νόμος το επιβάλλει. Η πιο σωστή άποψη, για να δεχτούμε, πάντως, είναι πως επειδή, όταν απομακρύνεται ο συνήγορος του κατηγορουμένου προσβάλλεται το δικαίωμα, ώστε να έχει μια αποτελεσματική υπεράσπισή του, η όποια δυνατότητα των ανακριτικών υπαλλήλων, είναι απαραίτητο να ασκείται, μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και με μεγάλη φειδώ.
Συμπερασματικά, να αναφερθεί πως εν γένει, οι ανακριτικοί υπάλληλοι είναι κατώτεροι δικαστικοί λειτουργοί ή αστυνομικοί ή διοικητικοί υπάλληλοι, που λειτουργούν ως «βοηθητικό προσωπικό» του εισαγγελέα και όλες τους οι ενέργειες βασίζονται στις οδηγίες και διαταγές του.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Δαλακούρας Ι. Θεοχάρης, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, τόμος 1, 2η Έκδοση, Αθήνα, 2019