17.1 C
Athens
Τετάρτη, 18 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΤο ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης στην ποινική διαδικασία

Το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης στην ποινική διαδικασία


Της Κωνσταντίνας Μερλέμη,

Ένα από τα πιο σημαντικά αποτελέσματα της προθεσμίας και της άσκησης ενδίκων μέσων αποτελεί, σε πρακτικό επίπεδο, το ανασταλτικό αποτέλεσμα. Όπως υποδεικνύει και ο όρος, πρόκειται για μία αναστολή που εμποδίζει την παραγωγή τυπικού ποινικού δεδικασμένου και αδρανοποιεί την καταδίκη. Χάρη σ’ αυτό, δίνεται η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να μην εφαρμοστούν οι δυσμενείς για τον ίδιο συνέπειες, για το διάστημα που μεσολαβεί από την έκδοση της καταδικαστικής απόφασης έως την επανάκριση της υπόθεσης. Το ανασταλτικό αποτέλεσμα αποτελεί μια δικαιοπολιτική αναγκαιότητα, σύμφωνη με την αρχή της δικαιοσύνης καθώς επιτρέπει τον επανέλεγχο μιας υπόθεσης, στην οποία πιθανόν να έχουν εμφιλοχωρήσει δικαστικά σφάλματα ή δικαστική πλάνη.

Ένα από τα ένδικα μέσα στην ποινική δίκη είναι και η έφεση. Ρυθμίσεις σχετικά με αυτήν περιλαμβάνονται στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ΚΠΔ), στα άρθρα 497 σε συνδυασμό με το 471, αλλά και σε άλλα σημεία του, στον Ποινικό Κώδικα καθώς και σε ειδικούς ποινικούς νόμους. Αντίθετα από ό,τι ορίζει το 471 παρ. 1 εδ. α ΚΠΔ, ανασταλτικό αποτέλεσμα δεν έχει η προθεσμία για την άσκηση της, αλλά μόνο η νομότυπη και εμπρόθεσμη άσκησή της.

Πηγή εικόνας: pixabay.com / Δικαιώματα Χρήσης: Ichigo121212

Πιο συγκεκριμένα και μετά τις τροποποιήσεις που έφερε ο ν.4855/2021, «Αν με την καταδικαστική απόφαση επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης ή κράτηση σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων, η έφεση έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα εκτός αν το δικαστήριο, αιτιολογώντας ειδικά την απόφασή του κρίνει αλλιώς». Πλέον δεν ισχύει αυτό που οριζόταν στο προηγούμενο νομικό καθεστώς, ότι στις ποινές φυλάκισης έως τρία έτη το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης χορηγούταν αυτοδίκαια και σε κάθε περίπτωση. Αυτό σημαίνει ότι πλέον και σε χαμηλές πλημμεληματικές ποινές το δικαστήριο μπορεί αιτιολογημένα να μην το χορηγήσει, βασίζοντας την κρίση του στα κριτήρια που θέτει το αρ. 497 παρ. 8 ΚΠΔ, δηλαδή την υπέρμετρη και ανεπανόρθωτη βλάβη για τον ίδιο ή την οικογένειά του, τον κίνδυνο φυγής κτλ. Πρόκειται για μία ρύθμιση που κρίνεται ως θετική γιατί η λειτουργική εξουσία σχετικά με την χορήγηση ή μη ανασταλτικού αποτελέσματος έρχεται στην σφαίρα εξουσίας και κρίσης των δικαστών.

Στην περίπτωση που στην ασκηθείσα έφεση δεν έχει χορηγηθεί ανασταλτικό αποτέλεσμα και ο κατηγορούμενος έχει καταδικαστεί με στερητική της ελευθερίας ποινή, μπορεί ο ίδιος ή ο εισαγγελέας να ζητήσει από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο της αναστολή εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης, μέχρι να εκδοθεί απόφαση επί του ενδίκου μέσου. Αυτό ορίζεται στο αρ. 479 παρ. 7 και αποτελεί την λεγόμενη «επιγενόμενη αναστολή εκτέλεσης». Η επόμενη παράγραφος θέτει τα κριτήρια στα οποία θα βασίσει την κρίση του το δικαστήριο. Έτσι, αν κρίνει ότι η άμεση έκτιση της ποινής θα επιφέρει ανεπανόρθωτη βλάβη στον ίδιο τον κατηγορούμενο και στην οικογένειά του, τότε χορηγεί ανασταλτικό αποτέλεσμα σε κάθε περίπτωση. Δεν το χορηγεί αν κρίνει ότι ο κατηγορούμενος έχει κάνει προπαρασκευαστικές ενέργειες για τη φυγή του από τη χώρα, αν στο παρελθόν υπήρξε φυγόποινος, φυγόδικος ή ένοχος για απόδραση κρατουμένου ή εάν βάσει του ποινικού του ιστορικού είναι πολύ πιθανό να διαπράξει και άλλα εγκλήματα.

Πηγή εικόνας: pixabay.com / Δικαιώματα Χρήσης: CQF-avocat

Μπορεί ο ΚΠΔ να ρυθμίζει το ζήτημα αναφορικά με την πρόσκαιρη κάθειρξη (497 παρ. 4), αφήνει αρρύθμιστο το ζήτημα όμως, όταν η πρωτόδικη απόφαση καταδικάζει σε ποινή ισόβιας κάθειρξης. Στην αιτιολογική έκθεση του ν. 3904/2010 υιοθετείται η εξής κρίση: «Αν µε την καταδικαστική απόφαση επιβλήθηκε ποινή ισόβιας κάθειρξης, κρίνεται ότι πιο σωστή λύση είναι να µην χορηγείται ανασταλτικό αποτέλεσμα από το δικάζον δικαστήριο και ως µόνη λύση απομένει η υποβολή αίτησης από τον κατηγορούμενο κατά την παράγραφο 7 του άρθρου».

Επομένως, στην περίπτωση αυτή αρμόδιο να κρίνει είναι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, εφόσον ο πρωτοδίκως καταδικασθείς ασκήσει έφεση. Είναι μία κρίση αναιτιολόγητη και αντιφατική, καθώς ανακύπτει το ερώτημα του γιατί δεν είναι αρμόδιο το δικαστήριο που δίκασε πρωτοδίκως, τη στιγμή που το τελευταίο είναι εκείνο που γνωρίζει σε βάθος την υπόθεση και μπορεί να σχηματίσει αμεσότερα μία πλήρη νομική εικόνα επ’ αυτής. Άλλοι πάλι, υποστηρίζουν ότι δεν θα πρέπει να χορηγείται καθόλου ανασταλτικό αποτέλεσμα σε αυτή την περίπτωση, το οποίο επίσης είναι αντιφατικό, η ισόβια κάθειρξη, μπορεί ρητά να μην αναφέρεται στο 497 παρ. 7, αποτελεί όμως στερητική της ελευθερίας ποινή.

Πηγή εικόνας: pixabay.com / Δικαιώματα Χρήσης: 4711018

Ο θεσμός του ανασταλτικού αποτελέσματος, λοιπόν, αποτελεί μηχανισμό ελέγχου της δικαιοδοτικής κρίσης προτού αυτή εκτελεστεί. Στηρίζεται στο τεκμήριο της αθωότητας που κωδικοποιεί ο ΚΠΔ στο αρ. 71 καθώς και υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις (αρ. 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ, 48 παρ. 1 ΧΘΔ), και εξυπηρετεί την αποτροπή της άμεσης εκτελεστότητας της δικαιοδοτικής ποινικής κρίσης, ειδικά όταν ο κατηγορούμενος πλήττεται υπέρμετρα και όταν τα ιδιαίτερα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της πράξης δεν εμποδίζουν τη χορήγηση του.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
  • Αδάμ Χ. Παπαδαμάκης, Ποινική Δικονομία- Η δομή της ποινικής δίκης, 10η έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2021.


 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Κωνσταντίνα Μερλέμη
Κωνσταντίνα Μερλέμη
Γεννήθηκε στην Θήβα, όπου και μεγάλωσε. Σπουδάζει στην Στρατιωτική Σχολή Αξιωματικών Σωμάτων και στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης στο Τμήμα της Νομικής. Γνωρίζει Αγγλικά, Γαλλικά, Γερμανικά, Ισπανικά και Ρώσικα. Στον ελεύθερό της χρόνο ασχολείται με τον αθλητισμό, την εκμάθηση κινεζικών και την ανάγνωση βιβλίων.