Της Χριστίνας Γουτσίκα,
Στα τέλη του 19ου αιώνα η Ελλάδα με την Οθωμανική Αυτοκρατορία βρίσκονταν σε διαρκή αναβρασμό. Η αίτια; Το νησί της Κρήτης, το οποίο αποτελούσε πεδίο συγκρούσεων μεταξύ μουσουλμάνων και χριστιανών. Μάλιστα, τον Φλεβάρη του 1897, εξαιτίας των βίαιων συγκρούσεων κυρίως από την πλευρά των μουσουλμάνων κατά των χριστιανών (δολοφονίες, πυρπολήσεις χριστιανικών συνοικιών) έπρεπε να παρέμβουν οι Μεγάλες Δυνάμεις με σκοπό την επικράτηση της ειρήνης. Συγκεκριμένα, στα ξημερώματα της 2ας προς 3ης Φεβρουαρίου 1897, κατέφτασε στο νησί ο ελληνικός στρατός αλλά και ευρωπαϊκός. Η άφιξη του ελληνικού στρατού στην Κρήτη, που είχε ως σκοπό την πολυπόθητη ένωσή της με την Ελλάδα, αποτέλεσε την αφορμή για την έναρξη του Ελληνοτουρκικού Πολέμου του 1897, που κατέληξε σε οδυνηρή ήττα της Ελλάδας.
Το νησί πλέον είναι υπό την προστασία των Μεγάλων Δυνάμεων. Προκειμένου, όμως, να διατηρηθεί η ειρήνη και η τάξη, οι Μεγάλες Δυνάμεις αποφάσισαν ότι ήταν αναγκαίος ο διορισμός ενός προσώπου που θα λειτουργούσε τόσο κατευναστικά όσο και για λογαριασμό τους. Υπήρξαν πολλές προτάσεις για τον Ύπατο Αρμοστή, αλλά αυτή που επικράτησε – έπειτα από τεράστια επιμονή της Ρωσίας – ήταν ο πρίγκιπας Γεώργιος, ο δευτερότοκος γιος του βασιλιά Γεωργίου του Α΄ της Ελλάδας. Ο διορισμός του Υπάτου κατέστη άμεσος, επειδή οι Οθωμανοί δολοφονούσαν τον άμαχο χριστιανικό πληθυσμό, αλλά κι επειδή επιτέθηκαν σ’ ένα αγγλικό απόσπασμα που ήθελε να καταλάβει το τελωνείο του Ηρακλείου τον Αύγουστο του 1898.
Τον Νοέμβριο του 1898, απομακρύνθηκε ο οθωμανικός στρατός από το νησί και αποφασίστηκαν οι υποχρεώσεις του Ύπατου Αρμοστή, οι οποίες ανακοινώθηκαν στον ίδιο και στον πατέρα του στα βασιλικά ανάκτορα στο Τατόι, στις 14 Νοεμβρίου 1898. Η θητεία του ήταν τριετής και ήταν υπεύθυνος για την δημιουργία αυτόνομης τακτικής διοίκησης που θα προστάτευε την ζωή και την ασφάλεια των κατοίκων και των περιουσιών τους, για την ίδρυση χωροφυλακής και πολιτοφυλακής. Η απόφαση αυτή, στις 30 Νοεμβρίου του 1898, κοινοποιήθηκε στον Σουλτάνο, ο οποίος και την επικύρωσε με φιρμάνι στις 8 Δεκεμβρίου 1898. Την επόμενη ημέρα, στις 9 Δεκεμβρίου 1898, με συνοδεία τριών ευρωπαϊκών πλοίων, κατέφθασε στο λιμάνι της Σούδας ο πρίγκιπας Γεώργιος. Οι κάτοικοι υποδέχτηκαν τον Νέο Αρμοστή με ενθουσιασμό και χαρά, καθώς αυτός αποτελούσε τον συνδετικό κρίκο με την Ελλάδα.
Το καθεστώς που επικράτησε στην Κρήτη ήταν αρκετά ιδιάζον, αφού είχε βέβαια την αυτονομία της, αλλά ταυτόχρονα δεν ήταν ελληνική και ήταν υποχρεωτικό να είναι υψωμένη η οθωμανική σημαία σε κάποιο φρούριό της. Ευθύς αμέσως δημιουργήθηκε η «Επιτροπή προς παρασκευήν σχεδίου του πολιτεύματος» με διάταγμα του Αρμοστή, στην οποία συμμετείχε ο Ελευθέριος Βενιζέλος και είχε στόχο την εκπόνηση Συντάγματος. Οι εκλογές δεν άργησαν να έρθουν, και στις 24 Ιανουαρίου 1899 ανέδειξαν την Γενική Συνέλευση, ένα είδος τύπου κοινοβουλίου που το μεγαλύτερο μέρος του ήταν χριστιανοί. Τον επόμενο μήνα, στις 8 Φεβρουαρίου του 1899, ξεκίνησαν οι διαδικασίες για την εκπόνηση Συντάγματος και το τελικό κείμενο με τις τροποποιήσεις που έγιναν, έπειτα και από την επικύρωση των Μεγάλων Δυνάμεων στο Συμβούλιο των Προστάτιδων στην Ρώμη, δημοσιεύτηκε στις 16 Απριλίου 1899. Τέλος, ο Ύπατος Αρμοστής διόρισε μια πενταμελή κυβέρνηση που απαρτιζόταν από 4 χριστιανούς – συμπεριλαμβανομένου του Ελευθέριου Βενιζέλου – και έναν μουσουλμάνο. Τα εσωτερικά ζητήματα όπως τα οικονομικά και τα δημοσιονομικά της Κρητικής Πολιτείας τα διαχειρίζονταν η Γενική Συνέλευση και η κυβέρνηση, των οποίων τον έλεγχο κατείχε ο Ύπατος Αρμοστής, ενώ τα ζητήματα που αφορούσαν την εξωτερική πολιτική ήταν στην αποκλειστικότητα των Μεγάλων Δυνάμεων.
Ωστόσο, η κατάσταση αυτή δεν έβρισκε σύμφωνη μια μερίδα του κόσμου. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος εξέφρασε την άποψη ότι η Κρητική Πολιτεία, προκειμένου να είναι λειτουργική, έπρεπε να έχει δική της αυτοδιοίκηση, δική της πολιτοφυλακή και το σημαντικότερο: έπρεπε να έχει ένα ισχυρό κοινοβουλευτικό πολίτευμα. Ο Πρίγκιπας διαφώνησε κάθετα με αυτή την άποψη καθώς ήταν ενάντια στα πολιτικά του συμφέροντα, αφού ελαττώνονταν οι συνταγματικές του εξουσίες. Η διαφωνία αυτή έφτασε στο σημείο της πολιτικής ρήξης και το 1901 ο Βενιζέλος υποβάλει το εν λόγω αίτημα στην κυβέρνηση. Το αίτημα του απορρίπτεται και υποβάλει την παραίτησή του, ωστόσο ο Πρίγκιπας δεν την δέχεται και τον απολύει από την κυβέρνηση. Στην συνέχεια, διεξάγονται εκλογές και αναδεικνύεται πλειοψηφία υπέρ του πρίγκιπα, δηλώνοντας ότι έχει τον απόλυτο έλεγχο, ενώ η πρόταση του Βενιζέλου υποστηριζόταν μονάχα από έναν περιορισμένο κύκλο οπαδών του.
Παρά την σαρωτική νίκη στις εκλογές του 1901, το κλίμα δεν ήταν τόσο αισιόδοξο για τον πρίγκιπα. Και τούτο επειδή, ο λαός περίμενε ότι με την εγκατάσταση του ως Ύπατου Αρμοστή θα ολοκληρωνόταν η ένωση με την Ελλάδα. Το άλυτο πολιτειακό ζήτημα σε συνδυασμό με σωρεία οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων προκάλεσε την επανεμφάνιση του Βενιζέλου και στις 26 Φεβρουαρίου 1905 ίδρυσε την «Ηνωμένη εν Κρήτη Αντιπολίτευσις». Οι πολιτικές θέσεις ήταν σαφείς: ένωση και αναθεώρηση Συντάγματος που θα επιτευχθούν με την λαϊκή ένοπλη επανάσταση. Στις 20 Μαρτίου του 1905 στο χωριό Θέρισο υψώνεται η ελληνική σημαία που σήμανε την έναρξη της Επανάστασης.
Οι Μεγάλες Δυνάμεις στην είδηση της Επανάστασης δεν υιοθέτησαν κοινή αντίδραση, αλλά συμφωνούσαν πως πλέον ο πρίγκιπας δεν αποτελούσε το πρόσωπο που λειτουργούσε κατευναστικά και έχαιρε εκτίμησης όπως πρώτα. Μάλιστα, ο Γεώργιος είχε βρεθεί εντελώς στο περιθώριο γιατί οι Μεγάλες Δυνάμεις συνομιλούσαν απευθείας με τους επαναστάτες για την εκπλήρωση των αιτημάτων τους. Στις εκλογές του 1906, αν και πάλι αναδείχθηκε πλειοψηφία υπέρ του πρίγκιπα, τώρα υπήρξε και μια ισχυρή αντιπολίτευση. Στις 23 Ιουλίου του 1906 γίνεται αναθεώρηση του Συντάγματος που προβλέπει ότι ο βασιλιάς μαζί με τις Μεγάλες Δυνάμεις θα επιλέγουν τον Ύπατο Αρμοστή.
Οι μέρες του Γεωργίου στην θέση του Αρμοστή ήταν μετρημένες και περίπου ενάμιση μήνα μετά, τα ξημερώματα της 12ης Σεπτεμβρίου 1906, φεύγει απ’ το λιμάνι της Χαλέπας, ενώ στους δρόμους της Κρήτης επικρατούσε το απόλυτο χάος. Εννέα ημέρες αργότερα διορίζεται Ύπατος Αρμοστής ο Αλέξανδρος Ζαΐμης, πρώην Πρωθυπουργός. Η θητεία του πρίγκιπα Γεωργίου ως Υπάτου Αρμοστή διήρκεσε 7 χρόνια και 9 μήνες, μια θητεία που ξεκίνησε ένδοξα και με τις καλύτερες εκτιμήσεις και έληξε με την φυγή του Γεωργίου εξαιτίας της απολυταρχικής και αδιάλλακτης στάσης του.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Η άφιξη του πρίγκιπα Γεωργίου ως πρώτου Ύπατου Αρμοστή Κρήτης, haniotika-nea.gr, Διαθέσιμο εδώ
- ΠΡΑΣΙΝΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ «Το Κρητικό Ζήτημα από την επανάσταση του 1889 έως την κήρυξη της Αυτονομίας» Neapolis University HEPHAESTUS Repository, Department of History, Politics and International Studies, hephaestus.nup.ac.cy, Διαθέσιμο εδώ
- Καλλιβρετάκης, Λεωνίδας (2003), ΚΡΗΤΗ 1871 -1913 ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗΣ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ, Ιστορία του νέου ελληνισμού, 1770-2000: 5ος τόμος: τα χρόνια της σταθερότητας, 1871-1909: η οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη του ελληνισμού, Αθήνα: Εφημερίδα Τα Νέα / Ελληνικά Γράμματα.