16 C
Athens
Παρασκευή, 15 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΠολιτισμός«Απουσία» του Αργύρη Χιόνη: Ένα… παραμύθι για μεγάλους που υμνεί εκείνους που...

«Απουσία» του Αργύρη Χιόνη: Ένα… παραμύθι για μεγάλους που υμνεί εκείνους που έχουν «φύγει»


Της Χιόνας Οικονομάκη, 

«Η Απουσία είναι το μοναδικό θηρίο που ο άνθρωπος όχι μονάχα δεν κατάφερε ποτέ να εξημερώσει, αλλ’ ούτε να συλλάβει καν. Βέβαια, πάντα ελπίζει ότι θα τα καταφέρει, γι’ αυτό και σ’ όλους τους ζωολογικούς κήπους υπάρχει έν’ αδειανό κλουβί γι’ αυτήν», γράφει ο Αργύρης Χιόνης ως επιμύθιο στο διήγημά του με τίτλο «Απουσία».

Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή…

Η ιστορία ξεκινά με μία αναδρομή. Μία αναδρομή στα παιδικά χρόνια του αφηγητή και την αδυναμία που αντιμετώπιζε στο να συλλάβει τη μεταφορικότητα των λέξεων και την πιο «παιγνιώδη» πλευρά της ζωή. Η αδυναμία αυτή, βέβαια, διήρκησε για λίγο, έως την κατάκτηση της λογοτεχνικής ιδιότητας που, μάλλον, συνεπάγεται με την ίδια τη μεταφορικότητα και αναμφίβολα με την ανανοηματοδότηση των λέξεων, των αντιλήψεων, της ίδιας μας της ζωής. Η αθωότητα των παιδικών χρόνων, ο αυθορμητισμός και οι παιδικές απορίες που, συχνά, προκαλούν γέλιο στους ενήλικες είναι στοιχεία που διαφαίνονται, ήδη, από την αρχή της διήγησης της πρωτότυπης αυτής ιστορίας.

Οι παιδικές μνήμες του Χιόνη θα μας οδηγήσουν στο σπίτι του νονού του, τον ολάνθιστο κήπο του και το προσεκτικά διακοσμημένο σαλόνι. Στο σαλόνι αυτό υπήρχε ένα περίτεχνα σκαλισμένο κλουβί, πιστή απεικόνιση του Taj Mahal, το οποίο, όμως, ήταν πάντοτε αδειανό. Η εγγενώς αυθόρμητη απορία του παιδιού, «Γιατί δεν έχει το κλουβί μέσα πουλί;», ήταν μάλλον εύλογη, με τον νονό να απαντάει στο παιδί πως το κλουβί έχει μέσα ένα πουλί, το οποίο, απλώς, δεν μπορούν να δουν, ούτε και να το ακούσουν. Το πουλί αυτό ήταν βουβό και αόρατο κι ονομαζόταν Απουσία. Η μεταφορική αυτή νοηματοδότηση της Απουσίας, λοιπόν, είχε αποτυπωθεί στη συνείδηση του παιδιού με έναν τρόπο πιο κυριολεκτικό. Αυτό, μέχρι που όλα ανατράπηκαν.

Ο Αργύρης Χιόνης. Πηγή εικόνας: katiousa.gr

Ο θάνατος και η αμετάκλητη απουσία του ανθρώπου που «έφυγε» συνιστά ένα γεγονός καθοριστικό για τη ζωή των οικείων του. Για τον Χιόνη, ο «πρώτος του νεκρός», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει στο διήγημά του, ήταν ο νονός του. Μετά από αυτό, η άλλοτε πεζή πρόσληψη της πραγματικότητας αντικαταστάθηκε από μία ευχέρεια πιο ποιητική, ενώ η παιδική θεώρηση γύρω από την έννοια της απουσίας απέκτησε μία υπόσταση οντολογική και αμιγώς υπαρξιακή. Η συναρμογή και η συνεχής αλληλεπίδραση της λέξης «Απουσία», από τον τίτλο μέχρι και την έκβαση της ιστορίας, διαδραματίζει έναν ρόλο καθοριστικό, ενώ διαρκώς ανανοηματοδοτείται, παραλλάσσοντας έτσι τα συμφραζόμενα και, σαφώς, διαφοροποιώντας τις αναγνωστικές προσλαμβάνουσες του δέκτη. Η υποστασιοποίηση της έννοιας του θανάτου στη συνείδηση του Χιόνη είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το επίπεδο ωριμότητάς του και ακόμα περισσότερο με την ίδια την εμπειρία του θανάτου, του συνακόλουθου πένθους και της πικρής απώλειας.

Τα χρόνια περνούσαν, οι εμπειρίες πολλαπλασιάζονταν, ενώ ολοένα και περισσότεροι αγαπημένοι άνθρωποι του διηγηματογράφου «έφευγαν» από τη ζωή. Στο τέλος της ιστορίας, ο ίδιος θα βρεθεί σε έναν ζωολογικό κήπο, στην Αμβέρσα, όπου και θα αντικρύσει κάτι που θα συνταράξει τον εσωτερικό του κόσμο, υπενθυμίζοντάς του όλα αυτά που ποτέ δεν ξέχασε. Ένα σιδερόφρακτο αδειανό κλουβί, με μία πινακίδα που έγραφε στα φλαμανδικά «απουσία». Είτε επρόκειτο για κάποιο ανέκδοτο είτε για έναν τρόπο με τον οποίο ο επιγραφοποιός επέλεξε να δηλώσει πως το ζώο που θα έπρεπε να βρίσκεται εκεί απουσιάζει, η εν λόγω εικόνα ξύπνησε στον Χιόνη πλήθος αναμνήσεων.

Πηγή εικόνας: oanagnostis.gr

Επιβεβαιώνοντας την υποψία που πάντοτε είχε, αυτό που φευγαλέα είχε κάποτε υπαινιχθεί ο νονός του, ο Χιόνης θα συνειδητοποιήσει πως ο θάνατος δεν είναι ένας «πολέμιος» ορατός, αλλά ένας κίνδυνος βαραθρώδης και ολέθριος. Κίνδυνος που απειλεί όχι μόνο εκείνους που «φεύγουν», αλλά και τους εναπομείναντες που καλούνται να συνεχίσουν να ζουν, μετρώντας πληγές, απώλειες και «κεριά σβησμένα». Για κάθε χαρούμενη στιγμή που η Απουσία την καθιστά πιο πικρή, για κάθε χαμόγελο σβησμένο και για κάθε σπίτι που πια έχει «κλείσει», το αόρατο κενό της απώλειας, της υποστασιοποιημένης αυτής θλίψης, παραμένει εμβριθές. Το διήγημα του Αργύρη Χιόνη με τίτλο «Απουσία» συνιστά την απλούστερη πραγμάτωση των στοχασμών αυτών. Γραμμένο με έναν τρόπο πρωτοποριακά απλό και, ταυτόχρονα, εξαιρετικά αντιληπτό, αυτό το «παραμύθι για μεγάλους» οδηγεί σε προβληματισμούς θεμελιώδεις και εξασφαλίζει για τον αναγνώστη μία ταύτιση, μάλλον, ανακουφιστική.

Για όλους όσοι, λοιπόν, έχουν βιώσει την απώλεια, για όλους όσοι καθημερινά πορεύονται κρατώντας από το χέρι τη δική τους αόρατη Απουσία. Για τις αδειανές καρέκλες στα οικογενειακά τραπέζια, τις νέες (και επίπονα ελλιπείς) αναμνήσεις που δημιουργούνται, το δυσαναπλήρωτο κενό που πάντοτε θα υφίσταται. Το διήγημα του Αργύρη Χιόνη «μιλάει» σε όλους, εξιστορώντας λακωνικά και περιεκτικά μία ιστορία ζωής και θανάτου, απώλειας και ιδίως ωριμότητας. Το «θηρίο» που λέγεται Απουσία αρπάζει καθετί το τιμαλφές κι αγαπημένο. Η πρόκληση, σαφώς, είναι η συνέχιση της ζωής δίχως την αποβολή του, γιατί οι απώλειές μας είναι η ιστορία μας, ένα φυλακτό πολύτιμο που μας καθορίζει.


 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Χιόνα Οικονομάκη
Χιόνα Οικονομάκη
Είναι φοιτήτρια του Τμήματος Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Πατρών. Κατάγεται από τη Μάνη και αγαπάει ιδιαίτερα τον τόπο της και την Ιστορία του. Από μικρή ηλικία της άρεσε η λογοτεχνία και αργότερα η ποίηση. Αγαπημένος της ποιητής είναι ο Ντίνος Χριστιανόπουλος.