14.8 C
Athens
Κυριακή, 17 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΙστορίαΈτη Oρόσημα του Eικοστού AιώναΗ Συνθήκη της Λωζάνης (24 Ιουλίου 1923): 100 χρόνια από το τέλος...

Η Συνθήκη της Λωζάνης (24 Ιουλίου 1923): 100 χρόνια από το τέλος της Μεγάλης Ιδέας


Του Στέλιου Καραγεώργη,

Στις 16 Σεπτεμβρίου 1922, τα τελευταία υπολείμματα των ελληνικών δυνάμεων εγκατέλειπαν την Ιωνική γη. Σχεδόν ένα μήνα μετά, η επαναστατική κυβέρνηση της Ελλάδας αποδέχθηκε τους όρους της Ανακωχής των Μουδανιών, οι οποίοι εν πολλοίς συμφωνήθηκαν ερήμην της, από τις Μεγάλες Δυνάμεις και την Κεμαλική Τουρκία, και της επιβλήθηκαν. Η ανακωχή προέβλεπε την αποχώρηση του ελληνικού στρατού από την Ανατολική Θράκη, και την υπαγωγή της υπό τουρκική κυριαρχία. Έως τα μέσα Νοεμβρίου, τα ελληνικά στρατεύματα είχαν εγκαταλείψει την περιοχή συνοδευόμενα από 250.000 Έλληνες κατοίκους της, που έρχονταν να προστεθούν στους ήδη περίπου 800.000 πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, ο οποίοι είχαν καταφθάσει στο βασίλειο της Ελλάδας.

Την ίδια περίοδο, θα συγκληθεί συνδιάσκεψη στη Λωζάνη της Ελβετίας, με σκοπό τη σύναψη ειρήνης μεταξύ της Μεγάλης Βρετανίας, Γαλλίας, Ιταλίας, Ιαπωνίας, Ρουμανίας, Γιουγκοσλαβίας και Ελλάδας με την Τουρκία, υπό την προεδρία του λόρδου Τζωρτζ Κώρζον. Επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπείας ανέλαβε ο Ελευθέριος Βενιζέλος, μετά από παράκληση της ηγεσίας της «Επανάστασης του Στρατού και του Στόλου». Το τετελεσμένο γεγονός της εκδίωξης των Ελλήνων της Ιωνίας, του Πόντου και της Ανατολικής Θράκης, σε συνδυασμό με την εξοντωτική πολιτική εναντίον του χριστιανικού στοιχείου από τις Κεμαλικές αρχές, προσανατόλισαν τον Βενιζέλο σε μια παλαιότερη ιδέα του, για πληθυσμιακή ανταλλαγή μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Καθώς η Ελλάδα επειγόταν για την περίθαλψη και μετεγκατάσταση των προσφυγών, η απομάκρυνση των μουσουλμάνων υπηκόων της από την επικράτεια, ήταν η πιο άμεση λύση στο πρόβλημα, παρά το γεγονός ότι αυτοί υστερούσαν αριθμητικά των εκδιωχθέντων Ελλήνων της Ανατολίας.

Το κείμενο της Συνθήκης της Λωζάνης σε ελληνική μετάφραση. Πηγή εικόνας: wikimedia.org

Ωστόσο, αγκάθι στην οριστική διευθέτηση της ανταλλαγής αποτελούσε το ζήτημα παρουσίας ή όχι του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Κωνσταντινούπολη, που για τους Τούρκους εθνικιστές συναποτελούσε έναν από τους θεμέλιους λίθους του ελληνικού μεγαλοϊδεατισμού. Τελικά, κάτω από την πίεση της ελληνικής αντιπροσωπίας, αλλά και των συμμαχικών, οι Τούρκοι συγκατένευσαν στην παραμονή του Πατριαρχείου στην παραδοσιακή του έδρα, διατηρώντας όμως αυτό, μόνο καθαρά εκκλησιαστικές αρμοδιότητες. Ως αποτέλεσμα, στις 30 Ιανουαρίου 1923 στην ελβετική πόλη, υπογράφηκε η διμερής σύμβαση της Ανταλλαγής των Ελληνοτουρκικών Πληθυσμών. Πιο αναλυτικά, αυτή προνοούσε για την υποχρεωτική ανταλλαγή των Ελλήνων ορθοδόξων της Τουρκίας με τους μουσουλμάνος που κατοικούσαν εντός του ελληνικού βασιλείου, εξαιρώντας τους Έλληνες της Κωνσταντινούπολης και τους μουσουλμάνους της Δυτικής Θράκης. Παράλληλα, συμφωνήθηκε η ανταλλαγή αιχμαλώτων και πολιτικών κρατουμένων, μεταξύ των δύο χωρών.

Έπειτα από έξι μήνες, μετά την συνομολόγηση της παραπάνω σύμβασης, στις 24 Ιουλίου 1923, θα καταρτιστεί το τελικό κείμενο της ειρηνευτικής συνθήκης της Ανατολής. Τα διμερή ελληνοτουρκικά θέματα ήταν δευτερευούσης σημασίας για τις Μεγάλες Δυνάμεις, οι οποίες δεν δίστασαν να υποστηρίξουν του Τούρκους σε αρκετές περιπτώσεις, ώστε να αποσπάσουν ανταλλάγματα σε ζητήματα του άμεσου ενδιαφέροντός τους. Η επιμονή της Άγκυρας για καταβολή αποζημιώσεων από την μεριά της Αθήνας, για την δράση του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία, υπήρξε το πλέον δισεπίλυτο θέμα. Τον Μάϊο του 1923, μπροστά στην αδιαλλαξία της τουρκικής αντιπροσωπίας, η Ελλάδα αποφάσισε να καταγγείλει την Ανακωχή των Μουδανιών και να κινητοποιήσει τη στρατιά του Έβρου, η οποία είχε επιτυχώς ανασυγκροτηθεί, προς ανακατάληψη της Ανατολικής Θράκης. Εν τέλει, οι Τούρκοι αποδέχτηκαν η Ελλάδα να αναγνωρίσει απλώς την υποχρέωση αποζημίωσης, χωρίς να χρειαστεί να την καταβάλει, έναντι όμως της εδαφικής παραχώρησης του τριγώνου του Κάραγατς, που βρισκόταν στην δυτική πλευρά του Έβρου.

Ο ποταμός Έβρος καθιερώθηκε από τη Συνθήκη της Λωζάνης, ως το χερσαίο σύνορο ανάμεσα στα δύο κράτη, με αποστρατιωτικοποιημένο καθεστώς σε βάθος 30 χλμ. εκατέρωθεν των πλευρών του. Ταυτόχρονα, η συνθήκη αναγνώριζε την κυριαρχία της Ελλάδας στη Δυτική Θράκη, παρά τις αρχικές απαιτήσεις της Τουρκίας για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος που θα καθόριζε την τύχη της, και τις ενστάσεις της Βουλγαρίας. Επίσης, στο ελληνικό κράτος κατακυρώθηκαν επισήμως όλα τα νησιά του Αιγαίου, με εξαίρεση την Ίμβρο και την Τένεδο, που παρά τον ελληνικό πληθυσμό τους επεστράφησαν στην Τουρκία για γεωστρατηγικούς λόγους, εξαιτίας της γειτνίασής τους με τα Στενά των Δαρδανελλίων. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι με την εκχώρηση των δύο αυτών νησιών στην Τουρκία, οι κάτοικοί τους εξαιρούνταν από την υποχρεωτική ανταλλαγή, που είχε ήδη συμφωνηθεί, και τους αναγνωριζόταν ειδική διοικητική οργάνωση, η οποία παρέμεινε νεκρό γράμμα.

Η τουρκική αντιπροσωπία στη Λωζάνη. Πηγή εικόνας: kathimerini.gr

Εν συνεχεία, συμφωνήθηκε η πλήρης ελευθερία ναυσιπλοΐας των Στενών σε καιρό ειρήνης και πολέμου. Αυτή, συνοδευόταν από την ουδετεροποίηση των δύο ακτών του Ελληνόσποντου και του Βοσπόρου, των νησιών της Προποντίδας εκτός της Καλολίμνου, καθώς και των νήσων της Σαμοθράκης, Λήμνου, Ίμβρου, Τενέδου και Λαγούσων. Οφείλουμε να τονίσουμε, λόγω επικαιρότητας του θέματος, πως η Τουρκία με την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης παραιτούνταν expressis verbi από παντός τίτλου και δικαιώματος επί των νησιών του Αιγαίου. Σε ότι αφορά τα υπόλοιπα νησιά, στα οποία υπερτερούσε το ελληνικό στοιχείο, δηλαδή των Δωδεκανήσων και της Κύπρου, με τη συνθήκη στα πρώτα αναγνωρίστηκε η ιταλική κυριαρχία, ενώ στο «νησί της Αφροδίτης» επιβεβαιώθηκε η de facto προσάρτησή της, του 1914 από τους Βρετανούς.

Ως αντιστάθμισμα των περιοχών που απώλεσε η Τουρκία σε Ασία και Αφρική υπέρ των Συμμάχων, ο Ισμέτ Ινονού επικεφαλής της τουρκικής αντιπροσωπίας, κατάφερε την κατάργηση του καθεστώτος των διομολογήσεων, που εξασφάλιζε προνομιακή εμπορική και οικονομική μεταχείριση των ξένων, εντός της οθωμανικής επικράτειας. Τέλος, η Τουρκία με την υπογραφή της συνθήκης δεσμευόταν για την πλήρη προστασία και ελευθερία των μειονοτήτων, που παρέμεναν εντός των συνόρων της, υποχρέωση η οποία δεν τιμήθηκε, αν κρίνει κανείς από τους σημερινούς αριθμούς Ελλήνων, οι οποίοι κατοικούν στην Κωνσταντινούπολη, την Ίμβρο και την Τένεδο.

Στιγμιότυπο της υπογραφής της Συνθήκης της Λωζάνης από τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Πηγή εικόνας: kathimerini.gr

Η αναθεώρηση της θνησιγενούς Συνθήκης των Σεβρών στη Λωζάνη, μπορεί να χαρακτηριστεί ως ο ενταφιασμός των ελληνικών αξιώσεων, επί των χωρών που για τρεις χιλιετηρίδες άκμασε ο ελληνισμός. Αποτέλεσμα της ήττας στη Μικρά Ασία και της Συνθήκης της Λωζάνης, ήταν η αλλαγή της ανθρωπογεωγραφίας στις δύο πλευρές του Αιγαίου, μετά από αιώνες. Αυτή η αλλαγή συνετέλεσε στην εθνολογική ομογενοποίηση των νεοαποκτηθέντων βόρειων επαρχιών της Ελλάδας, που είχαν απελευθερωθεί κατά του Βαλκανικούς και τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Για τους Τούρκους και τους Ευρωπαίους, η συνθήκη επισημοποίησε το τέρμα της διαδικασίας διάλυσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που είχε αρχίσει το 1699 με τη Συνθήκη του Κάρλοβιτς.

Εν κατακλείδι η υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης, από την οποία συμπληρώνουμε σήμερα 100 έτη, σήμανε το τέλος της Μεγάλης Ιδέας, που αποτέλεσε το βασικό εθνικό ιδεολόγημα του νεοελληνικού κράτους, κατά τον πρώτο αιώνα ζωής του. Μετά τον «θάνατο» του ονείρου της ανασύστασης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, καμία άλλη ιδεολογία έως και σήμερα δεν κατάφερε να εμπνεύσει και να υιοθετηθεί από τη συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού, ανεξαρτήτως κοινωνικής ταυτότητας, οικονομικής επιφάνειας και γεωγραφικής προέλευσης. Και αυτό, ίσως να επαληθεύει τα όσα έγραψε ο Γάλλος ιστορικός Εδουάρδος Ντριώ, αναφερόμενος στη Μεγάλη Ιδέα μετά την υπογραφή της συνθήκης:

«Η πίστη μένει. Η πίστη δεν καταλύεται. Ζει, είναι ζωοποιός. Για πολλούς Έλληνες η Μεγάλη Ιδέα ζει μπροστά στο μνημείο του πατριάρχη Γρηγορίου ζει μπροστά στον τάφο του βασιλιά Κωνσταντίνου…».


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • Κλάψης, Αντώνης (2019), Πολιτική και διπλωματία της ελληνικής εθνικής ολοκλήρωσης, 1821-1923, Αθήνα: Πεδίο.
  • Νικολάου, Χαραλ. Γ. (1996), Διεθνείς πολιτικές και στρατιωτικές συνθήκες-συμφωνίες και συμβάσεις, Από το 1453 μέχρι και σήμερα, Ελλάς-Χερσόνησος του Αίμου, Β΄ Έκδοσις, Αθήνα: Εκδόσεις Ι. Φλώρος.
  • Ντριώ, Εδουάρδος (2015), Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος (Θρύλος & Ιστορία), Αθήνα: Εκδόσεις Στέμμα.
  • Σβολόπουλος, Κωνσταντίνος (2020), Η ελληνική εξωτερική πολιτική, 1830-1981, Αθήνα: Εκδόσεις Εστία.
  • Συρίγος, Άγγελος Μ. (2015), Ελληνοτουρκικές σχέσεις, Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη.

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Στυλιανός-Λάμπρος Καραγεώργης
Στυλιανός-Λάμπρος Καραγεώργης
Γεννήθηκε στην Αθήνα. Είναι απόφοιτος του Τμήματος Οργάνωσης και Διοίκησης Επιχειρήσεων του Πανεπιστημίου Πειραιώς και κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας από το Πανεπιστήμιο Νεάπολις Πάφου. Έχει λάβει επιμόρφωση στην διοίκηση ναυτιλιακών επιχειρήσεων, και στις σχέσεις του ελληνισμού με την Δύση. Είναι γνώστης της αγγλικής και τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα εστιάζονται στην Ελληνική και Ευρωπαϊκή Ιστορία, του 19ου και 20ου αιώνα.