Της Χιόνας Οικονομάκη,
Η έννοια του θανάτου, από την αρχή της ανθρώπινης υπάρξεως και της συνακόλουθης θεμελίωσης ενός πιο «στοχαστικού» πολιτισμού, συνιστά προσφιλές φιλοσοφικό ερώτημα με κοινωνικές, ανθρωπιστικές, ακόμα και πολιτιστικές προεκτάσεις. Ως γεγονός αναπόδραστο για τη ζωή κάθε ανθρώπου, ο θάνατος ενός αγαπημένου προσώπου αποτελεί μία στιγμή εκκωφαντικά θλιβερή, επίπονη και σαφώς καθοριστική, ενώ το συνακόλουθο πένθος, οι οδυνηρά ευτυχισμένες αναμνήσεις και η νέα δυναμική στην οποία «παραδίδεται» η μετέπειτα ζωή μας είναι πτυχές του θανάτου που απασχολούν την ανθρωπότητα ολιστικά. Στο βιβλίο Άκου το λιοντάρι της Σώτης Τριανταφύλλου που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πατάκη, το γεγονός ενός δυστυχούς θανάτου θα αποτελέσει το έναυσμα για την αφήγηση μίας ολόκληρης ζωής. Μίας ζωής που είναι γεμάτη με απογοητεύσεις, σφάλματα, θλίψη και μετάνοια, μα και γεμάτη μουσική, ανέμελες στιγμές, πρώιμη αθωότητα και αγάπη.
Η Σώτη Τριανταφύλλου είναι Ελληνίδα συγγραφέας που έχει καταπιαστεί με πολλά γραμματολογικά είδη. Πρόκειται για μία ιδιαίτερα πολυσχιδή προσωπικότητα με σπουδές στη Φαρμακευτική, τη Γαλλική Φιλολογία, την Αμερικανική Ιστορία και τις Διεθνείς Σχέσεις. Γεννήθηκε το 1957 στην οδό Πατησίων, ενώ τα παιδικά της χρόνια τα πέρασε στη Φωκίωνος Νέγρη. Εκεί, όπου θα δημιουργήσει το «πορτρέτο» της οικογένειας Λεοντάρη, τα μέλη της οποίας είναι οι βασικοί πρωταγωνιστές του εν λόγω μυθιστορήματός της.
Η Φραγκίσκη Καίσαρη και ο Χρήστος Λεοντάρης υπήρξαν ένα ζευγάρι «πλασματικά αγαπημένο» και, ουσιαστικά, υποταγμένο στις κομφορμιστικές κοινωνικές φόρμες που επιτάσσουν μία συμβίωση αρμονικά άχρωμη και τη δημιουργία μίας οικογένειας φαινομενικά αψεγάδιαστης. Ο Χρήστος Λεοντάρης, ο «πατριάρχης» της οικογένειας, υπήρξε μία ισχυρή πατρική φιγούρα, δημιουργώντας το πρότυπο ενός άνδρα που τηρούσε τις υποσχέσεις του, όμως με πάντοτε περιορισμένη συναισθηματική διαθεσιμότητα. Δυναμικός, αυστηρός και πειθαρχημένος και, ίσως, ενδόμυχα ονειροπόλος, χωρίς ποτέ να εξωτερικεύσει τα σχέδιά του και θάβοντάς τα νοητά στο «Νεκροταφείο ονείρων του Χρήστου Λεοντάρη». Η Φραγκίσκη, η σύζυγός του, ήταν μία γυναίκα ευγενής με έντονο το αίσθημα της ειλικρινούς προσφοράς και της φροντίδας, το οποίο απηύθυνε ανελλιπώς στους δύο γιους της, τον Σαράντη και τον Ηλία. Κατά τα άλλα, υπήρξε μία γυναίκα μάλλον «άοσμη», και ως σύζυγος ο ρόλος της ήταν διακριτικός και κατεξοχήν διακοσμητικός.
Ο Σαράντης και ο Ηλίας, μεγαλωμένοι στη ζωντανή και «μουσική» Αθήνα της δεκαετίας του ’60 και του ’70, υπήρξαν δύο νέοι γεμάτοι όνειρα, στόχους και προσδοκίες. Η τρυφερότητα της μητέρας τους κατόρθωσε να παρεισφρήσει στον εσωτερικό τους κόσμο με έναν τρόπο «σωτήριο» που λειτούργησε ανασταλτικά στην αφομοίωση των σκληρών και απολυταρχικών τρόπων που πολλές φορές προήγαγε ο Χρήστος Λεοντάρης. Ο Σαράντης «απογαλακτίστηκε» άμεσα από το πατρικό του σπίτι, αφού έφυγε στην Κρήτη για να σπουδάσει πληροφορική, ενώ ο Ηλίας ήταν ένας απελευθερωμένος ιδεολόγος, λάτρης της μουσικής και νοσταλγός μίας παλιάς εποχής, την οποία ποτέ δεν γνώρισε, όμως συχνά οραματιζόταν.
Η παράλληλη εξωσυζυγική σχέση που διατηρούσε ο Χρήστος Λεοντάρης με την Έρση Μυλωνά πυροδότησε μία σειρά γεγονότων που, σε συνδυασμό με την βίαιη συμπεριφορά του απέναντι στη Φραγκίσκη, οδήγησε σε τέλμα τη σχέση του με τον γιο του, Σαράντη. Ο τελευταίος, υπερασπιζόμενος τη μητέρα του, επιδόθηκε σε έναν άγριο καβγά με τον πατέρα του, με τον οποίο δεν ξαναμίλησε μέχρι το τέλος του. Η Φραγκίσκη, θλιμμένη και απομονωμένη, αρρώστησε βαριά και έφυγε γρήγορα από τη ζωή, ενώ πιο αργός ήταν ο θάνατος του Χρήστου Λεοντάρη, που χτυπήθηκε από τη νόσο του Πάρκινσον και σταδιακά έχασε τον έλεγχο του ίδιου του τού εαυτού. Ο άλλοτε πειθαρχημένος και υπερήφανος άνδρας αδυνατούσε να ανταπεξέλθει ακόμη και στις απλούστερες στιγμές της καθημερινότητάς του, βιώνοντας τα γηρατειά και το τέλος του ως μία (ελλείψει αντίληψης, ανώδυνη) παρακμή.
Ο Σαράντης παντρεύτηκε τη Μάντυ, μία γυναίκα με τον τρόπο της δυναμική, πηγαία ευχάριστη και ειλικρινή. Ο Ηλίας, από την άλλη, παντρεύτηκε τη Μυρτώ, ένα κορίτσι που γνώρισε στην «παράταξη», στη διάρκεια των φοιτητικών του χρόνων και το οποίο αργότερα μετεξελίχθηκε σε μία συμβατική σύζυγο και μητέρα. Χαρακτηριζόμενη από έλλειψη χιούμορ και ενοχλούμενη από οτιδήποτε ήταν διαφορετικό από εκείνη, η σημερινή Μυρτώ απείχε παρασάγγας από το 20χρονο κορίτσι που ήταν κάποτε. Ο Ηλίας είχε αρχίσει να απομακρύνεται από τη γυναίκα του, καθιερώνοντας στο σπίτι του ένα δικό του, μικρό δωματιάκι, στο οποίο φύλασσε τους αγαπημένους του δίσκους, τα βιβλία του και τον υπολογιστή του, ενώ αγαπημένη του συνήθεια ήταν οι βόλτες με τη μηχανή. Η σχέση των δύο αδερφών μετά τον θάνατο της μητέρας του υπήρξε ανύπαρκτη (προηγουμένως ήταν, μάλλον, ταραχώδης), κάτι που οφείλεται, αφενός, στη φιλική στάση του Ηλία απέναντι στον πατέρα τους και, αφετέρου, στις αψιμαχίες ανάμεσα στην αυθόρμητη Μάντυ και την ιδιότροπη Μυρτώ.
Το νήμα της ζωής του Ηλία Λεοντάρη κόπηκε απότομα, αφού ο ίδιος έφυγε από τη ζωή σε ηλικία μόλις 46 ετών, σε ένα δυστύχημα με τη μηχανή του. Κατόπιν μηχανικής υποστήριξης και εξαιτίας της απόλυτης άρνησης της Μυρτούς να αποδεχτεί ότι ο σύζυγός της έχει «χαθεί», οι επισκέψεις του Σαράντη στο νοσοκομείο θα αποτελέσουν το απόλυτο εφαλτήριο για την ανασκόπηση της ζωής της οικογένειας Λεοντάρη. Το τσίρκο Μεντράνο, που βρισκόταν ως χαραγμένη παιδική ανάμνηση στο μυαλό του Σαράντη, θα αποτελέσει συνοδοιπόρο του στη δύσκολη διαδικασία του οριστικού αποχωρισμού του από τον αδελφό του. Στο παρελθόν, ο Χρήστος Λεοντάρης, εξαιτίας μίας ιδιόμορφης έπαρσης που ήταν, μάλλον, εκπορευόμενη από το κληροδοτημένο τους επίθετο, φρόντιζε να τονίζει στους γιους του τη δυναμικότητα των αγέρωχων λιονταριών, τα οποία ως παιδιά αντίκριζαν σε παραστάσεις του τσίρκου.
Ο σοκαριστικός θάνατος του Ηλία Λεοντάρη θα σκορπίσει θλίψη στην οικογένεια, τα μέλη της οποίας, παρασυρόμενα από τα συναισθήματα και τις αναμνήσεις τους, θα κάνουν τη δική τους ανασκόπηση στο παρελθόν, την κοινή τους ζωή, τις ευχάριστες και δυσάρεστες αναμνήσεις τους. Η Σώτη Τριανταφύλλου και οι χαρακτήρες που με τόση λεπτομερειακή ακρίβεια έχει σκιαγραφήσει, θα μοιραστούν με τους αναγνώστες τη δική τους ιστορία, τις διδαχές και τις ενδόμυχές τους σκέψεις. Σε ένα βιβλίο που μας δείχνει με τον πιο αρμονικό τρόπο την αλληλένδετη σχέση ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο, η οικογένεια Λεοντάρη θα αφηγηθεί τη δική της ιστορία. Μία ιστορία φαινομενικά κοινή, μα ουσιαστικά μοναδική.