Του Κωνσταντίνου Γκαμπή,
Λέγεται ότι ένα τυπικό γερμανικό χωριό αποτελείται από ένα δημαρχείο, μία εκκλησία και δύο εταιρείες-ηγέτες στην παγκόσμια αγορά. Αυτή η φράση υποδηλώνει μία διπλή επιτυχία της Γερμανίας. Πρώτον, ότι η χώρα διαθέτει πολλές εταιρείες που κυριαρχούν στον κλάδο τους και δεύτερον, οι εταιρείες αυτές δε βρίσκονται απαραιτήτως σε μεγάλα αστικά κέντρα.
Η συντριπτική πλειονότητα των γερμανικών επιχειρήσεων, ήτοι το 99,6% ανήκει στη Mittelstand, κυριολεκτικά στη «μεσαία τάξη». Αυτό σημαίνει ότι ο ετήσιος κύκλος εργασιών τους δεν ξεπερνά τα € 50 εκατ. και οι εργαζόμενοι τους 499. Επιπλέον, απασχολούν το 58,5% των Γερμανών και το 82% των ασκούμενων κάνουν την πρακτική σε αυτές.
Τα ποσοτικά αυτά χαρακτηριστικά, ενώ επιτρέπουν μία εύκολη κατηγοριοποίηση των επιχειρήσεων, η Mittelstand ξεχωρίζει για τα ποιοτικά της χαρακτηριστικά, το «ήθος», όπως χαρακτηριστικά έλεγε και ο Erhard. Για αυτό και εταιρείες, οι οποίες δεν μπορούν να χαρακτηριστούν μικρό-μεσαίες, όπως η Bosch και η Wurth, εξακολουθούν να θεωρούν τον εαυτό τους μέλη της Mittelstand.
Ο ορισμός της Mittelstand δεν είναι εύκολος να δοθεί, όπως και πολλών άλλων γερμανικών όρων άλλωστε. Και για αυτό πολλοί εκτός της Γερμανίας την ταυτίζουν λανθασμένα με τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις εν γένει. Εδώ θα αναφερθούν κάποια χαρακτηριστικά των επιχειρήσεων αυτών, χωρίς, όμως, να δοθεί ένας αυστηρός ορισμός. Κάθε μία από τις εταιρείες της Mittelstand μπορεί να έχει όλα τα χαρακτηριστικά ή μερικά από αυτά, αλλά και πάλι να αυτοπροσδιορίζονται ως Mittelstand.
Αρχικά, οι εταιρείες αυτές δραστηριοποιούνται σε μία niche αγορά, δηλαδή σε μία πολύ εξειδικευμένη. Έτσι μπορούν να εστιάσουν στην υψηλή ποιότητα, και σε συνδυασμό με τον εξαγωγικό χαρακτήρα των περισσοτέρων από αυτών, μπορούν να αναπτύσσονται. Τέτοιες εταιρείες είναι η Tetra, η οποία παράγει τροφή ψαριών και η Poly-Clip System, η οποία παράγει το κλιπ που υπάρχει στην άκρη της συσκευασίας των λουκάνικων.
Ιδιαίτερα σημαντικές, όμως, είναι εταιρείες όπως η Arnold & Richter Cine Technik, που παράγει επαγγελματικές κάμερες οι οποίες χρησιμοποιούνται στο Hollywood και η Mincon η οποία παράγει εξοπλισμό για γεωτρήσεις. Η Γερμανία εξάγει κατά κόρον κεφαλαιουχικό εξοπλισμό υψηλής ποιότητας. Μπορεί, λοιπόν, η μεταποίηση να λαμβάνει χώρα πλέον κατά κύριο λόγο στην Ασία, αλλά γίνεται εξαρτώμενη από τη γερμανική βιομηχανία, η οποία προσφέρει τον απαιτούμενο εξοπλισμό.
Πολλές από αυτές τις βιομηχανίες ξεκίνησαν και εξακολουθούν να λειτουργούν ως οικογενειακές επιχειρήσεις. Ως τέτοιες λοιπόν, διατηρούν ένα χαμηλό επίπεδο χρέους και δεν είναι εισηγμένες στο χρηματιστήριο, ενώ δίνουν βάση σε μακροπρόθεσμα σχέδια. Αυτό τους επιτρέπει σε περιόδους ύφεσης να ασκούν αντι-κυκλική πολιτική, δηλαδή αντί να περιορίζουν τις δαπάνες, όπως οι περισσότερες επιχειρήσεις, τις αυξάνουν, μεγεθύνοντας και το μερίδιό τους στην αγορά.
Ως ακόμα άμεση συνέπεια του οικογενειακού χαρακτήρα τους, δεν υπάρχει διαχωρισμός μεταξύ διοίκησης και ιδιοκτησίας. Η θεωρία των πρακτόρων (agency theory) προβλέπει συγκρούσεις μεταξύ διοικητών και ιδιοκτητών, καθώς οι μεν επιθυμούν την ανάπτυξη της εταιρείας και μεγαλύτερα μπόνους και οι δε περισσότερα αδιανέμητα κέρδη, άρα και μεγαλύτερα μερίσματα. Επιπλέον, προβλέπει ασύμμετρη πληροφόρηση μεταξύ των 2 αυτών μερών, αφού η διοίκηση έχει μια πιο καθαρή εικόνα της επιχείρησης συνήθως και φυσικά κόστη αντιπροσώπευσης και συναλλαγών. Όλα αυτά αποφεύγονται ή ελαχιστοποιούνται χάρις στην ταύτιση διοίκησης-ιδιοκτησίας και του μικρού σχετικά μεγέθους των επιχειρήσεων της Mittelstand.
Λόγω του μακροπρόθεσμου χαρακτήρα των γερμανικών επιχειρήσεων, επενδύουν σημαντικά στο εργατικό δυναμικό και φροντίζουν να το διατηρούν ευχαριστημένο. Το 44% των εργαζομένων είναι στην εταιρεία τους πάνω από 10 χρόνια και αν λάβουμε υπόψιν τις νέες προσλήψεις, ο δείκτης κινητικότητας των εργαζομένων είναι μόλις 3,2% το χρόνο. Επιπλέον, η προσοχή αυτή στο εργατικό δυναμικό προωθεί και την καινοτομία, με περισσότερες από το 80% των εταιρειών της Mittelstand να προσφέρει κίνητρα στο προσωπικό τους για νέες ιδέες και το 40% να έχει προγράμματα για διαμοιρασμό κερδών στους υπαλλήλους.
Η καινοτομία παίζει βασικό ρόλο για τις εταιρείες αυτές, καθώς προσπαθούν να διατηρήσουν την πρωτοκαθεδρία τους στην αγορά. Ιδίως τις τελευταίες δεκαετίες, όταν η θέση τους έχει αρχίσει να απειλείται από φθηνότερες μηχανές που παρασκευάζονται στην Ιταλία, την Ισπανία, την Κίνα ή την Ινδία. Και το καταφέρνουν με τη βοήθεια του γερμανικού κράτους. Η Γερμανία προσφέρει στη βιομηχανία της υψηλά εξειδικευμένο προσωπικό, αλλά και συμβόλαια μεταξύ κρατικών φορέων, όπως το Fraunhofer-Gesselschaft, ο μεγαλύτερος οργανισμός εφαρμοσμένων ερευνών στην Ευρώπη. Δραστηριοποιείται μέσω 72 ινστιτούτων και εγκαταστάσεων ανά την επικράτεια της χώρας, απασχολώντας συνολικά 25.000 υπαλλήλους, με προϋπολογισμό για το 2014 € 2,3 δις, από τα οποία τα 2 προήλθαν από συμβόλαια με τον ιδιωτικό τομέα.
Στην αρχή του άρθρου, αναφερθήκαμε στο γεγονός ότι πολλές εταιρείες βρίσκονται σε μικρές πόλεις ή χωριά της Γερμανίας. Αυτός είναι κι ένας βασικός λόγος, μαζί με τις πολιτικές του γερμανικού κράτους (στα πλαίσια του Καπιταλισμού του Ρήνου) για τη κοινωνική ευαισθησία που επιδεικνύουν οι γερμανικές επιχειρήσεις. Στη Γερμανία, άλλωστε, γίνεται λόγος όχι για ελεύθερη αγορά, αλλά για Soziale Marktwirtschaft, το οποίο κυριολεκτικά μεταφράζεται σε «αγορά της Κοινωνίας». Η επιχείρηση δεν είναι απλώς ένας μηχανισμός παραγωγής κέρδους, αλλά ανυπόστατο μέρος των τοπικών κοινωνιών που προσφέρουν θέσεις εργασίας, κοινωνικοποίηση και πλούτο.
Έτσι, λόγο στην επιχείρηση έχουν, πέραν της διοίκησης και της ιδιοκτησίας, και τα εργατικά σωματεία, οι κάτοικοι της πόλης και το κράτος. Αυτό, φυσικά, γίνεται αντιληπτό και στις εργασιακές σχέσεις, με τους εργαζομένους να αποκαλούνται Soziale partner, δηλαδή «κοινωνικοί συνεργάτες». Στη Mittelstand, δεν υπάρχουν αυστηρές ιεραρχίες και επικρατεί φιλικό κλίμα μεταξύ των managers και των εργαζομένων.
Αυτές οι συνθήκες αναπτύχθηκαν μάλλον οργανικά, καθώς σε μία μικρή πόλη, όπου ο κύριος εργοδότης είναι μία μικρό-μεσαία επιχείρηση, ο ιδιοκτήτης-γενικός διευθυντής έχει μεγαλώσει μαζί με τους εργαζομένους του. Ίσως να έχουν και φιλικές σχέσεις. Αυτές οι σχέσεις διατηρούνται έτσι και στον χώρο εργασίας. Οι εταιρείες όχι μόνο συντηρούν αυτές τις σχέσεις, άλλα τις προωθούν κιόλας, καθώς καλλιεργούν αφοσίωση στην επιχείρηση ανάμεσα στο προσωπικό, ενώ, παράλληλα, οι ευρύτερες καλές σχέσεις με την κοινωνία επιτρέπουν την εύκολη ανάγνωση της αγοράς και την καλύτερη συνεργασία με προμηθευτές και πελάτες.
Μία ειδική κατηγορία επιχειρήσεων της Mittelstand είναι οι «Αφανείς Πρωταθλητές» (Hidden Champions). Πρόκειται για μεσαίες εταιρείες, οι οποίες ανήκουν στην τριάδα των μεγαλύτερων παικτών στην παγκόσμια niche αγορά, έχουν τζίρο λιγότερα από € 5 δις και δεν είναι γνωστές στο ευρύ κοινό. Στον κόσμο υπάρχουν 2.700 τέτοιες επιχειρήσεις, με τις 1.300 από αυτές να είναι γερμανικές. Οι γερμανικοί «Αφανείς Πρωταθλητές» μεγαλώνουν με ρυθμό 10% ετησίως και κατοχυρώνουν 5 φορές περισσότερες πατέντες ανά υπάλληλο σε σύγκριση με τις μεγάλες επιχειρήσεις. Κάθε διοίκησή τους έχει «μέσο όρο ζωής» 20 έτη, επιτρέποντας το μακροπρόθεσμο σχεδιασμό, ενώ, επιπλέον, αποδεικνύονται ιδιαιτέρως ανθεκτικές στις κρίσεις.
Από τη στιγμή που είναι τόσο επιτυχημένες ως επιχειρήσεις, γιατί παραμένουν αφανείς όμως; Οι λόγοι είναι δύο. Αρχικά, είναι ηγέτες σε τομείς αδιάφορους για το μεγαλύτερο μέρος του καταναλωτικού κοινού. Για παράδειγμα, η Jungbunzlauer προμηθεύει την Coca-Cola με κιτρικό οξύ και η Flexi είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός λουριών για σκύλους παγκοσμίως. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι θέλουν να παραμείνουν στην αφάνεια, με πολλές εταιρείες να έχουν πολύ συγκεκριμένες πολιτικές για την αντιμετώπιση του Τύπου, ώστε να μπορούν να λειτουργούν ανενόχλητες.
Οι «Αφανείς Πρωταθλητές» δίνουν τεράστια έμφαση στην ποιότητα και το marketing τους περιστρέφεται γύρω από αυτήν τη δέσμευση. Έτσι, προτιμούν να ολοκληρώνονται και καθέτως, πέραν από οριζοντίως, και να βασίζουν τη σχέση με την πελατεία τους στη στενή επαφή και την κατανόηση των αναγκών τους, παρά σε διαφημιστικές καμπάνιες. Αυτό συνήθως πραγματοποιείται όχι μέσω των marketers, αλλά των μηχανικών, οι οποίοι επισκέπτονται τις επιχειρήσεις-πελάτες και προσπαθούν να κατανοήσουν από πρώτο χέρι τις ανάγκες τους.
Οι επιχειρήσεις της Mittelstand δικαίως χαρακτηρίζονται ως η ραχοκοκαλιά της γερμανικής οικονομίας, καθώς διατηρούν τον εξαγωγικό της τομέα, το συγκριτικό πλεονέκτημα της χώρας που είναι η υψηλή ποιότητα, έχουν πολλές θετικές εξωτερικότητες για το κοινωνικό σύνολο και παρέμειναν κραταιές σε περιόδους ύφεσης.
Τα δύο μόνο μειονεκτήματα που μπορώ να εντοπίσω είναι ο αυξημένος κίνδυνος λόγω της υψηλής εξειδίκευσής τους, η απροθυμία τους να διαφοροποιηθούν και η έλλειψη μεγάλων γερμανικών εταιρειών σε σχέση με άλλες μεγάλες οικονομίες, καθιστώντας τη λιγότερο ανταγωνιστική σε ορισμένους τομείς, όπως στον κατασκευαστικός και την τεχνητή νοημοσύνη.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Jordi Franch Parella & Gemma Carmona Hernández, The German Business Model: The Role of the Mittelstand, Journal of Management Policies and Practices, 2018, διαθέσιμο εδώ
- The German Mittelstand as a model for success, bmwk.de, διαθέσιμο εδώ
- The secret behind Germany’s thriving ‘Mittelstand’ businesses is all in the mindset, theconversation.com, διαθέσιμο εδώ