Του Στέλιου Καραγεώργη,
Τον Σεπτέμβριο του 1933, η κυβέρνηση Παναγή Τσαλδάρη υπέγραψε το δεκαετές Σύμφωνο Εγκάρδιας Συνεννοήσεως με την Τουρκία, συνεχίζοντας και ενισχύοντας την ελληνοτουρκική προσέγγιση, που είχαν εγκαινιάσει ο Ελευθέριος Βενιζέλος με τον Κεμάλ Ατατούρκ, τα έτη που ακολούθησαν της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Το σύμφωνο προέβλεπε την αμοιβαία εγγύηση των κοινών συνόρων. Αν και πρακτικά η εγγύηση αφορούσε μόνο την περιοχή της Θράκης, η σύσφιξη των σχέσεων μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας καταδεικνύεται από την πρόνοια του συμφώνου, που όριζε ότι σε διεθνείς διασκέψεις, στις οποίες δεν συμμετέχει μια από τις δύο χώρες, η άλλη θα την εκπροσωπούσε υπερασπιζόμενη τα κοινά συμφέροντα.
Η επιδίωξη των δύο χωρών για ενίσχυση των σχέσεών τους, αφορούσε άμεσα το ασταθές περιβάλλον της Ευρώπης του Μεσοπολέμου. Πέρα από την αναθεωρητική Βουλγαρία στα Βαλκάνια, η οποία αρνούνταν να αναγνωρίσει ως οριστικά τα σύνορα που είχαν προκύψει από τις συνθήκες του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αναθεωρητικές τάσεις στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου εμφάνιζε η Ουγγαρία, αλλά κυρίως η Ιταλία. Η παρουσία του Μπενίτο Μουσολίνι στην ηγεσία της, καθώς και η διαμάχη της με τη Γιουγκοσλαβία, παράλληλα με την πολιτική της εισχώρηση στην Αλβανία, ενίσχυαν τους φόβους Αθηνών και Άγκυρας. Αν και αρχικά η φασιστική Ιταλία είχε προωθήσει την ελληνοτουρκική προσέγγιση, αυτή εξελίχθηκε σε αντι-ιταλική συνεργασία προς διατήρηση του status quo της περιοχής, ιδιαίτερα μετά την κατασκευή στρατιωτικών έργων στα ιταλοκρατούμενα Δωδεκάνησα, το 1934.
Το ίδιο έτος, η Ελλάδα με την Τουρκία, επιδιώκοντας τη διεύρυνση της ασφάλειας στην περιοχή, συνομολόγησαν μαζί με τις Γιουγκοσλαβία και Ρουμανία, σύμφωνο για αμοιβαία εγγύηση όλων των βαλκανικών συνόρων. Και οι τέσσερις χώρες υποστήριζαν την διατήρηση του status quo, με την ρεβανσιστική Βουλγαρία να απέχει του συμφώνου, από το οποίο εξαιρέθηκε και η Αλβανία, που λειτουργούσε ως προτεκτοράτο της Ιταλία, η οποία ήταν αντίθετη στο σύμφωνο. Ωστόσο, Αθήνα και Άγκυρα, προχώρησαν σε ερμηνευτικές δηλώσεις που περιόριζαν την εμβέλεια των δεσμεύσεων του Βαλκανικού Σύμφωνου, αποκλειστικά σε περίπτωση ενδοβαλκανικού πόλεμο. Τον Νοέμβριο, ακολούθησε υπογραφή κανονισμών οργανώσεως της βαλκανικής συνεννόησης, στην τουρκική πρωτεύουσα.
Αν και η βασική επιδίωξη της Τουρκίας ήταν η διατήρηση του status quo, σε μόνο έναν τομέα ταυτιζόταν με τις ηττημένες χώρες του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Αυτός ήταν ο τομέας του επανεξοπλισμού των Στενών του Βοσπόρου και των Δαρδανελίων, που απέκλειε η Συνθήκη Λοζάνης. Η Ελλάδα από το 1934, είχε υποστηρίξει την Τουρκία, όταν αυτή είχε θέσει το θέμα στην Κοινωνία των Εθνών. Τελικά το καλοκαίρι του 1936, σε διάσκεψη στο Μοντρέ, η Βρετανία και η Γαλλία συναίνεσαν στην ελεύθερη ναυσιπλοΐα στα Στενά, και στον επανεξοπλισμό τους, φοβούμενες προσχώρηση της Τουρκίας στον Άξονα Ρώμης-Βερολίνου. Η Άγκυρα εκμεταλλευόμενη τις διεθνείς εξελίξεις με την επαναστρατιωτικοποίηση της Γερμανίας, την καταγγελία της Συνθήκης των Βερσαλλιών και την εισβολή στην Αβησσυνία, επέτυχε τον σκοπό της. Με την κατάργηση της σύμβασης του καθεστώτος των Στενών της Λωζάνης, η Ελλάδα δικαιούταν την επαναστρατιωτικοποίηση της Λήμνου και της Σαμοθράκης, αν και δεν κατόρθωσε να το συμπεριλάβει ρητώς στο κείμενο την Συνθήκης του Μοντρέ. Η παραπάνω συμφωνία, κυρώθηκε αμέσως από την νέα κυβέρνηση Ιωάννου Μεταξά, η οποία θα ακολουθήσει τον ίδιο δρόμο με τις προηγούμενες.
Έπειτα, το 1937, υπήρξε ρύθμιση της αεροναυτιλίας μεταξύ των τεσσάρων χωρών του Βαλκανικού Συμφώνου, ωστόσο το βουλγαρογιουγκοσλαβικό σύμφωνο Αιώνιας Φιλίας, και το ιταλογιουγκοσλαβικό σύμφωνο, που υπεγράφησαν το ίδιο έτος άρχισαν να υποσκάπτουν την σταθερότητα του Βαλκανικού Συμφώνου. Τελευταίες προσπάθειες αποτροπής σύρραξης στα Βαλκάνια, ήταν η συμφωνία ανάπτυξης του τουρισμού μεταξύ των τεσσάρων κρατών του Βαλκανικού Συμφώνου, το 1938, αλλά κυρίως η υπογραφή με την συμμετοχή και της Βουλγαρίας, συμφώνου μη επιθέσεως, το οποίο έδινε το δικαίωμα στην Σόφια να επανεξοπλιστεί, αίροντας τον περιορισμού της Συνθήκης του Νεϊγύ. Ωστόσο, σύντομα οι Βούλγαροι ιθύνοντες διευκρίνισαν ότι δεν θεωρούσαν οριστικό το συνοριακό καθεστώς. Βέβαια, το παραπάνω σύμφωνο επέτρεπε σε Ελλάδα και Τουρκία να επαναστρατιωτικοποιήσουν τα θρακικά σύνορα σε έκταση 30 χλμ., καταργώντας τον όρο της Συνθήκης της Λωζάνης.
Κατά τα έτη 1937-1938, πραγματοποιήθηκαν εκατέρωθεν επισκέψεις της ανώτατης πολιτικής ηγεσίας, στις δυο χώρες προς σύσφιξη των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Τον Απρίλιο του 1938, συνομολογήθηκε πρόσθετη ελληνοτουρκική συνθήκη που υπερέβαινε το Βαλκανικό Σύμφωνο. Προέβλεπε ότι σε περίπτωση επίθεσης σε ένα από τα δύο κράτη από τρίτο, το άλλο θα παρέμενε ουδέτερο απαγορεύοντας ακόμα και με ένοπλα μέσα στο επιτιθέμενο κράτος, να κάνει χρήση του εδάφους του. Επρόκειτο για μια ετεροβαρής συμφωνία, καθώς λόγω γεωγραφίας ήταν απίθανο κάποιο κράτος να χρησιμοποιήσει το τουρκικό έδαφος για επίθεση εναντίον την Ελλάδας.
Σταδιακά μετά τον θάνατο του Κεμάλ τον Νοέμβριο του 1938, η Τουρκία εμφανίζει καιροσκοπικές τάσεις στις σχέσεις τις με την Αθήνα, αντιλαμβανόμενη ότι η συμπόρευση των δυο κρατών δεν αρκούσε για να αποτρέψει πολεμική σύρραξη στα Βαλκάνια. Τον καιροσκοπισμό της Τουρκίας στην βαλκανική χερσόνησο και την Εγγύς Ανατολή, ενίσχυαν οι οθωμανικές αντιλήψεις της νέας ηγεσίας του Ισμέτ Ινονού, οι οποίες έγιναν εμφανείς μετά τον επανεξοπλισμό των Στενών, και την εκχώρηση της Αλεξανδρέττας από την Γαλλία.
Ύστερα από την κατάληψη της Αλβανίας από την Ιταλία, το 1939, η Γαλλία και η Βρετανία θα προφέρουν συνοριακές εγγυήσεις σε Ελλάδα και Ρουμανία, οι οποίες θα γίνουν αμέσως δεκτές. Λίγους μήνες αργότερα οι Τούρκοι θα υπογράψουν αμυντική συμφωνία με τους Αγγλογάλλους, η οποία εκχωρούσε δάνεια και πιστώσεις στην Άγκυρα, για στρατιωτικό εξοπλισμό, και προέβλεπε κάθε δυνατή υποστήριξη της Τουρκίας, σε Βρετανία και Γαλλία, εάν αυτές εμπλέκονταν σε εχθροπραξίες προς υπεράσπιση των εγγυήσεών τους, σε Ελλάδα και Ρουμανία. Καταληκτικά, η συμφωνία άφησε εν μέρει ικανοποιημένη την Ελλάδα, καθώς αυτή επιθυμούσε ρητές στρατιωτικές δεσμεύσεις, και όχι μόνο πολιτικές, ενώ παράλληλα δεν γνώριζε πως κατά την διάρκεια των διαπραγματεύσεων είχε συζητηθεί το ενδεχόμενο κατάληψης των Δωδεκανήσων από την Τουρκία, σε περίπτωση ιταλοτουρκικού πολέμου.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Βερέμης, Θάνος (1998), Ιστορία των ελληνοτουρκικών σχέσεων, 1453-2003, Αθήνα: Ι. Σιδέρης.
- Σβολόπουλος, Κωνσταντίνος (2014), Ελληνική εξωτερική πολιτική 1830-1981, Αθήνα: Εστία.
- Συρίγος, Άγγελος Μ. (2015), Ελληνοτουρκικές σχέσεις, Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη.