Της Γιάννας Κοντοκώστα,
Ο Κωνσταντίνος Α΄ ήταν ο τρίτος κατά χρονολογική σειρά Βασιλιάς της Ελλάδας και γεννήθηκε στην Αθήνα στις 2 Αυγούστου 1868. Πατέρας του ήταν ο Βασιλιάς Γεώργιος Α΄ της Ελλάδας (οίκος Γλύξμπουργκ), μητέρα του η Βασίλισσα Όλγα, ενώ είχε και επτά μικρότερα αδέρφια. Όταν γεννήθηκε, ο πατέρας του τον ονόμασε «Δούκα της Σπάρτης», αλλά το Συμβούλιο της Επικρατείας ακύρωσε αυτή την απόφαση, λόγω της ρύθμισης του Συντάγματος που απαγόρευε την απονομή τίτλων ευγενείας σε Έλληνες. Ο Κωνσταντίνος ήταν γνωστός με το προσωνύμιο «Στρατηλάτης» και ανέβηκε στον θρόνο μετά την δολοφονία του πατέρα του. Στέφθηκε Βασιλιάς στο Μέγαρο της Βουλής των Ελλήνων τον Μάρτιο του 1913 και βασίλευσε τα έτη 1913 έως 1917 και 1920 έως 1922. Η παρουσία του ήταν αισθητή και άκρως καθοριστική σε μερικές από τις πιο κρίσιμες περιόδους της ελληνικής ιστορίας: στον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897, στους Βαλκανικούς Πολέμους, στον Εθνικό Διχασμό, στη Μικρασιατική Εκστρατεία και τη Μικρασιατική καταστροφή.
Σύζυγος του Κωνσταντίνου Α΄ ήταν η Πριγκίπισσα Σοφία της Πρωσίας (αδερφή του Αυτοκράτορα Γουλιέλμου Β΄ της Γερμανίας), με την οποία απέκτησε έξι παιδιά: τον Γεώργιο Β΄, Βασιλιά των Ελλήνων, τον Αλέξανδρο Α΄, Βασιλιά των Ελλήνων, την πριγκίπισσα Ελένη, τον Παύλο Α΄, Βασιλιά των Ελλήνων και τις πριγκίπισσες Ειρήνη και Αικατερίνη. Πραγματοποίησε τις εγκύκλιες σπουδές του στα ανάκτορα, έχοντας εκλεκτούς δασκάλους. Κάποιοι από αυτούς ήταν ο στρατιωτικός Σαπουντζάκης, ο πολιτικός – και αργότερα πρωθυπουργός – Σπυρίδων Λάμπρος και ο ιστορικός Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος. Στη συνέχεια, σπούδασε στα πανεπιστήμια της Λειψίας και της Χαϊδελβέργης αρχαιολογία, νεότερη ιστορία, πολιτική οικονομία, συνταγματικό και διεθνές δίκαιο. Αποφοίτησε, επίσης, από την Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων, φέροντας τον βαθμό του Ανθυπολοχαγού Πεζικού, ενώ φοίτησε για δύο χρόνια στην Ακαδημία Πολέμου της Πρωσίας.
Σε ηλικία 29 ετών ανέλαβε τη γενική εποπτεία του ελληνικού στρατού, ενώ συμμετείχε και στον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897, ο οποίος έληξε με την ήττα της Ελλάδας. Ωστόσο, η συμβολή του στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο, ήταν καθοριστική στις μάχες του Σαρανταπόρου και των Γιαννιτσών, καθώς συνέβαλε στην απελευθέρωση πολλών περιοχών, με κυριότερη τη Θεσσαλονίκη. Πολλές ήταν οι νίκες που κέρδισε ο Κωνσταντίνος Α΄ και στον Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο κατά των Βουλγάρων, αφού, όντας αρχιστράτηγος του ελληνικού στρατού, πλησίασε αρκετά την Σόφια, αλλά τελικά έκανε πίσω. Αυτό οφειλόταν στην υπογραφή της Συνθήκης του Βουκουρεστίου, αλλά και στις διπλωματικές ενέργειες του Ελευθερίου Βενιζέλου. Η προσωπικότητά του και οι νίκες που κέρδισε σε μια σειρά πολεμικών συγκρούσεων τον έκαναν αγαπητό και δημοφιλή στον ελληνικό λαό, ο οποίος ανέμενε από τον ίδιο αλλά και τον Βενιζέλο την πραγματοποίηση της Μεγάλης Ιδέας.
Κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος Α΄ ήρθε σε έντονη σύγκρουση με τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Αυτή η σύγκρουση οδήγησε στον Εθνικό Διχασμό την περίοδο 1915-1922. Τα κόμματα της αντιπολίτευσης αναγνώρισαν στον Βασιλιά το δικαίωμα να επιβάλλει τη δική του γνώμη σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, ασχέτως από το ότι κάτι τέτοιο ήταν αντισυνταγματικό. Ο Κωνσταντίνος πίστευε ότι η Ελλάδα έπρεπε να μείνει ουδέτερη και να μην συμμετάσχει στον πόλεμο, στο πλευρό της Αντάντ, λόγω του ότι η έκβαση του πολέμου ήταν αβέβαιη. Ο Βενιζέλος από την άλλη, πίστευε ότι η Ελλάδα έπρεπε να συμμετάσχει στον πόλεμο, γιατί αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα την εδαφική της επέκταση. Έτσι, κήρυξε έκπτωτο τον βασιλιά, ο οποίος εγκατέλειψε τον θρόνο και πήγε με την οικογένειά του στην Ελβετία. Η ήττα, όμως, του Βενιζέλου στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920, οδήγησαν στην επιστροφή του Κωνσταντίνου στον θρόνο, μετά από δημοψήφισμα. Βέβαια, από τις συμμαχικές δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία), μόνο η Αγγλία συνέχισε να υποστηρίζει διπλωματικά την Ελλάδα κατά την Μικρασιατική Εκστρατεία.
Τον Μάιο του 1921, ο Κωνσταντίνος πήγε στο μικρασιατικό μέτωπο τυπικά ως αρχιστράτηγος για να συμμετάσχει στον πόλεμο και για να στηρίξει ηθικά και ψυχολογικά τον ελληνικό στρατό, αλλά στα τέλη του ίδιου έτους προβλήματα υγείας τον ανάγκασαν να επιστρέψει στην Αθήνα. Μετά την ήττα του στρατού και την μικρασιατική καταστροφή, στρατός και στόλος κατέφυγαν στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου και προκάλεσαν εξέγερση στις 11/9/1922, υπό την ηγεσία του Πλαστήρα και του Γονατά. Απαίτησαν την παραίτηση της κυβέρνησης και την απομάκρυνση του Βασιλιά Κωνσταντίνου, πράγμα που έγινε. Στις 27 Σεπτεμβρίου 1922, ο θρόνος περνά στον διάδοχο του Κωνσταντίνου Α΄, τον Γεώργιο Β΄.
Ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος Α΄ ή ΙΒ΄, όπως ήθελε ο ίδιος να τον αποκαλούν, φανταζόμενος τον εαυτό του ως άμεσο διάδοχο του τελευταίου αυτοκράτορα Κωνσταντίνου ΙΑ΄ Παλαιολόγου, ήταν πολύ αγαπητός στον ελληνικό λαό και επηρέασε σε μεγάλο βαθμό τον ρου της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Πέθανε στις 11 Ιανουαρίου 1923 σε ξενοδοχείο στο Παλέρμο από εγκεφαλική αιμορραγία, σε ηλικία 54 ετών, και ενταφιάστηκε στην κρύπτη της ρωσικής εκκλησίας της Φλωρεντίας. Μετά την παλινόρθωση της μοναρχίας το 1935, η ελληνική κυβέρνηση επιθυμούσε την μεταφορά της σορού στην Ελλάδα και έστειλε το θωρηκτό Αβέρωφ για να την πραγματοποιήσει. Μαζί με τη σορό του Βασιλιά, μεταφέρθηκαν και οι σοροί της μητέρας του, Βασίλισσας Όλγας και της συζύγου του, Βασίλισσας Σοφίας. Το Αβέρωφ έφτασε στο λιμάνι του Πειραιά στις 17 Νοεμβρίου 1936 με επίσημη πομπή και οι σοροί μεταφέρθηκαν στη Μητρόπολη Αθηνών για λαϊκό προσκύνημα. Ο τελικός ενταφιασμός πραγματοποιήθηκε στην περιοχή του Τατοΐου.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Σκουτερόπουλος, Ι. (2018), Ο θρίαμβος του βασιλέως και η φωνή της συνειδήσεώς του, Αθήνα: Κουλτούρα
- Ντριώ, Εδουάρδος (2015), Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος (Θρύλος & Ιστορία), Αθήνα: Εκδόσεις Στέμμα
- Κοτζιάς, Α. (1980), Ο εθνικός διχασμός: Βενιζέλος και Κωνσταντίνος, Αθήνα : Φυτράκης