Του Άρη Σηφάκη,
Στο Σύνταγμα του 1975, όπως και σε κάθε Σύνταγμα, ο νομοθέτης αποσκοπεί στην επίτευξη δυο βασικών έννομων καταστάσεων: πρώτον, να θέσει το ρυθμιστικό πλαίσιο βάσει συνταγματικών αρχών και κανόνων, γύρω από τους οποίους οργανώνεται και συγκροτείται το πολίτευμα ενός κράτους και οι θεσμοί, και δεύτερον, να προσδιορίσει την έκταση και την υφή των σχέσεων μεταξύ κράτους και προσώπων (φυσικών και νομικών) μέσα από την πρόβλεψη των ατομικών, κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων. Δεδομένου ότι το ελληνικό Σύνταγμα καλύπτει ένα ευρύτατο φάσμα πτυχών της ανθρώπινης δραστηριότητας, από αυτό δεν θα μπορούσαν να απουσιάζουν συνταγματικές προβλέψεις για τον θεσμό της αγοράς και την πτυχή της οικονομικής ζωής των προσώπων. Κάτι τέτοιο, φυσικά, δεν είναι ελληνική συνταγματική πρωτοτυπία, αλλά συναντάται και σε άλλες συνταγματικές τάξεις της Ευρώπης, όπως στη γερμανική.
Αρχικά, να επισημανθεί πως το ελληνικό οικονομικό σύνταγμα αφενός δεν είναι οικονομικά «ουδέτερο», αφετέρου παρέχει μέσα από τον τρόπο που έχουν διατυπωθεί οι διατάξεις του ένα μεγάλο εύρος επιλογών στον τυπικό νομοθέτη, όσον αφορά τις οικονομικές πολιτικές και έννομες ρυθμίσεις που δύναται να λάβει. Και αυτό συμβαίνει διότι, καταρχήν, δεν υφίσταται καμία ρητή πρόβλεψη στο Σύνταγμα για ένα οικονομικό σύστημα αμιγώς ελεύθερης οικονομίας ή κεντρικώς διευθυνόμενης, αλλά, παράλληλα, υπάρχουν ρητές διατάξεις οι οποίες δίνουν τις βασικές κατευθυντήριες γραμμές στον τυπικό νομοθέτη επί των οποίων μπορεί να βασισθεί, λαμβάνοντας υπόψιν τόσο τον σεβασμό στα ατομικά δικαιώματα της ιδιοκτησίας και της οικονομικής ελευθερίας, όσο και την ανάγκη κρατικής και κοινωνικής παρέμβασης για την προάσπιση του δημοσίου συμφέροντος.
Πρόκειται, ουσιαστικά, για ένα μεικτό οικονομικό σύστημα, με συνταγματικές διατάξεις, που δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να αντιμετωπίζονται αυτοτελώς ή ως επιμέρους ενότητα του Συντάγματος, αλλά τουναντίον βρίσκονται διάσπαρτα εντός αυτού. Ειδικότερα, το οικονομικό σκέλος του Συντάγματος συγκροτείται από τα άρθρα 5 (οικονομική ελευθερία), άρθρα 17 και 18 (προστασία της ιδιοκτησίας), καθώς και από τα άρθρα 22, 23 (προστασία της εργασίας και συνδικαλιστική ελευθερία), άρθρο 25 (προστασία του κοινωνικού κράτους), άρθρο 78 (για φορολογική νομοθεσία) και τέλος, απ’ τη διάταξη 106 (κρατική παρέμβαση στην οικονομία).
Με το άρθρο 5 παρ.1, η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας εξειδικεύεται στην ελευθερία συμμετοχής στην οικονομική ζωή της χώρας. Πρόκειται για ένα ατομικό δικαίωμα, που ο συνταγματικός νομοθέτης επιτάσσει την ελεύθερη άσκηση ιδιωτικής οικονομικής δραστηριότητας από τα πρόσωπα, άρα πρόκειται για την καθιέρωση ενός συστήματος καταρχήν ελεύθερης αγοράς. Συνιστώντας ατομικό δικαίωμα η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας στο άρθρο 5 παρ. 1, κατά συνέπεια και η ίδια η συμμετοχή στην οικονομική ζωή απαιτεί την αποχή καταρχήν της κρατικής παρέμβασης από αυτήν. Η έννοια της ελεύθερης συμμετοχής στην οικονομική ζωή της χώρας δεν συνίσταται από ένα σύνολο περιοριστικά αναφερόμενων περιπτώσεων δραστηριοτήτων, αλλά έχει διαπλασθεί νομολογιακά.
Ειδικότερα, η συμμετοχή στην οικονομική ζωή συνίσταται από την ελευθερία εργασίας και επαγγέλματος, την ελευθερία των συμβάσεων, τον ελεύθερο ανταγωνισμό, την ελευθερία στο εμπόριο και βιομηχανία, και άλλες περιπτώσεις οικονομικής δραστηριότητας. Ως προς την λεγόμενη επαγγελματική ελευθερία και ελευθερία εργασίας, αυτή προσδιορίζει την ελευθερία επιλογής από ένα πρόσωπο του επαγγέλματος που θα ασκήσει και όχι την εργασία ως δικαίωμα. Το δικαίωμα ενός εργαζόμενου σε εύρεση θέσης πλήρους απασχόλησης και δίκαιων και αξιοπρεπών συνθηκών εργασίας συνιστά κοινωνικό (άρθρο 22) και όχι ατομικό δικαίωμα (όπως η επαγγελματική ελευθερία), που συνεπάγεται σε αντίθεση με τη φύση των ατομικών δικαιωμάτων, τη συνταγματική υποχρέωση του κράτους να συμβάλλει στην προστασία της εργασίας και την προώθηση υγιούς εργασιακού περιβάλλοντος στη χώρα. Το άρθρο 22 αποτελεί ένα πρώτο χαρακτηριστικό κρατικού παρεμβατισμού, από την άποψη της συνταγματικής πρόβλεψης μιας διευρυμένης δυνατότητας και υποχρέωσης του νομοθέτη (δηλαδή του κράτους) να παρεμβαίνει και να ρυθμίζει την αγορά και τις συνθήκες εργασίας.
Από την άλλη, η ιδιοκτησία, ως ατομικό δικαίωμα στο άρθρο 17 και 18, αφορά πολύ σημαντικό μέρος του οικονομικού συντάγματος, ωστόσο δεν εντάσσεται στο δικαίωμα της συμμετοχής στην οικονομική ζωή της χώρας, όπως εξάλλου φαίνεται και από την επιλογή του συνταγματικού νομοθέτη να το εντάξει ως δικαίωμα σε ξεχωριστή διάταξη. Στο άρθρο 17 παρ. 1, καθιερώνεται η υποχρέωση του κράτους να διασφαλίζει με αρνητικό τρόπο τη διαφύλαξη της ιδιοκτησίας ενός προσώπου, λαμβάνοντας όλα τα αναγκαία μέτρα για την προστασία της. Ωστόσο, τίθενται και εδώ περιορισμοί μέσα από τη συνταγματική πρόβλεψη της διαδικασίας της απαλλοτρίωσης και των σχετικών δικαιωμάτων των διοικουμένων. Τόσο στο άρθρο 17 όσο και στο 18 (που αφορά ιδιοκτησία ειδικότερων μορφών εκτάσεων), γενικότερα ορίζεται το ατομικό δικαίωμα ενός προσώπου να φέρει ιδιοκτησία, αλλά, εν συνεχεία, τίθενται στις ίδιες συνταγματικές διατάξεις οι υφιστάμενοι περιορισμοί που μπορούν να τεθούν από το κράτος και τον τυπικό νομοθέτη για περιπτώσεις προάσπισης του δημοσίου συμφέροντος, καθώς και για λόγους προστασίας του περιβάλλοντος ή άλλων λόγων εθνικής πολιτικής.
Στο άρθρο 25 παρ. 1, τίθεται η αρχή του κοινωνικού κράτους υπό την εγγύηση της Πολιτείας. Εδώ, καθιερώνεται ένα πολύ ευρύ πλαίσιο προστασίας των δικαιωμάτων των προσώπων, όχι τόσο υπό το πρίσμα της προαγωγής των ατομικών δικαιωμάτων, όσο περισσότερο για τη συνολικότερη διασφάλιση των κοινωνικών δικαιωμάτων (εργασίας, υγείας, εκπαίδευσης, κοινωνικής ασφάλισης κ.λπ.) και ιδίως των ασθενέστερων κοινωνικών ομάδων. Σε αυτήν τη διάταξη καθίσταται ακόμα εντονότερο το στοιχείο του κρατικού παρεμβατισμού στην οικονομία. Εισάγεται η αρχή του «κράτους πρόνοιας» και της κοινωνικής προστασίας. Δεν αναιρείται σε καμία περίπτωση η αρχή της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, όπως αποτυπώθηκε στις διατάξεις των άρθρων 5, 17, 18, αλλά τουναντίον δίδεται μεγαλύτερη έμφαση σε μια πιο συλλογική και κοινωνική διάσταση της οικονομίας και της εξυπηρέτησης των συμφερόντων όλων των πολιτών.
Την πλέον καθοριστική σημασία για την ύπαρξη κρατικής παρέμβασης στην οικονομία και για τον αποχαρακτηρισμό του ελληνικού οικονομικού συντάγματος ως αμιγώς ελεύθερης αγοράς είναι αυτή του άρθρου 106. Με την παρ. 1 της διάταξης αυτής, καθιερώνεται η συνταγματική επιταγή προς το κράτος να προγραμματίζει και να συντονίζει την οικονομική δραστηριότητα στη χώρα. Η οικονομία δεν αποτελεί αντικείμενο ρύθμισης αποκλειστικά του ιδιωτικού τομέα, αλλά τουναντίον, το κράτος αναδεικνύεται ως φορέας που αξίζει να θέσει σε ισχύ μέτρα προγραμματισμού της εθνικής οικονομίας, εφόσον, προφανώς, δεν παραβιάζονται στον πυρήνα τους τα συνταγματικά δικαιώματα των προηγούμενων άρθρων 5 και 17, υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας και με βάση την ίδια την διάταξη 106 παρ.1, εφόσον οι επιδιωκόμενοι στόχοι του κρατικού παρεμβατισμού είναι η εδραίωση της κοινωνικής ειρήνης και η εξυπηρέτηση του γενικού συμφέροντος. Πέρα από τον βαθμό κατά τον οποίον επιτρέπεται να αναπτύσσεται η κρατική παρέμβαση περιοριστικά προς την ιδιωτική πρωτοβουλία, η τελευταία είναι δεκτική περιορισμών και με βάση την παρ. 2 του άρθρου 106.
Ειδικότερα, η ιδιωτική πρωτοβουλία δεν μπορεί να αναπτύσσεται εις βάρος συνταγματικών αγαθών, όπως της ανθρώπινης αξίας (άρθρο 1 του Σ.), της ελευθερίας και της εθνικής οικονομίας. Με την τελευταία αυτή διάταξη, ο συνταγματικός νομοθέτης επιθυμεί ακόμα μια φορά να καταστήσει σαφές και επιτακτικό πως ναι μεν καταρχήν το οικονομικό Σύνταγμα της Ελλάδας έχει ως βάση την οικονομία της αγοράς, αλλά η τελευταία δεν μπορεί να δρα ανεμπόδιστη και ως αποκλειστικό κριτήριο για τη διαμόρφωση της οικονομικής πολιτικής της χώρας, αλλά τίθενται παράλληλα οι βάσεις δια του άρθρου 106, για τη διαμόρφωση κοινωνικών πολιτικών, αλλά και πολιτικών που μπορεί να θέτουν άλλους στόχους δημοσίου συμφέροντος από το κράτος.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Αγγελική Δημητρακοπουλου, Προπτυχιακή Εργασία «Το Οικονομικό Σύνταγμα», ΕΚΠΑ, greeklaws.com, διαθέσιμο εδώ