Της Δωροθέας Λυπηρίδου,
Η ένσταση μη εκπλήρωσης της σύμβασης ή αλλιώς ένσταση του μη εκπληρωθέντος συναλλάγματος, τοποθετείται στην αρχή του κεφαλαίου «Αρχές για τις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις» (AK 374). Στις συγκεκριμένες συμβάσεις, η ανταλλακτική σχέση ολοκληρώνεται και πραγματοποιείται όταν ο οφειλέτης εκπληρώσει την παροχή, έναντι καταβολής της αντιπαροχής. Ο οφειλέτης δεν είναι υπόχρεος σε προεκπλήρωση, καθώς επίκειται κίνδυνος απώλειας της αντιπαροχής. Λύση στο ζήτημα δίνει η ένσταση του μη εκπληρωθέντος συναλλάγματος, σύμφωνα με την οποία, ο οφειλέτης δύναται να αρνηθεί την εκπλήρωση της παροχής για όσο χρονικό διάστημα δεν εκπληρώνει ο αντισυμβαλλόμενος του την αντιπαροχή (ΑΚ 374). Σκοπός της ενστάσεως, είναι αφενός η εξασφάλιση της αξίωσης του οφειλέτη και αφετέρου η καταβολή της αντιπαροχής από τον αντισυμβαλλόμενο. Σημειώνεται, πως ο οφειλέτης μπορεί να αντιτάξει την παραπάνω ένσταση και σε περιπτώσεις που η αντιπαροχή είναι μεγαλύτερης αξίας.
Βασική προϋπόθεση για την άσκηση της ένστασης αποτελεί μεταξύ άλλων, σύμφωνα με το άρθρο 374 παρ. 1 ΑΚ, η ύπαρξη έγκυρης αμφοτεροβαρούς συμβάσεως, εξαιτίας της ανταλλακτικής σχέσης παροχής και αντιπαροχής. Ταυτόχρονα πρέπει να συντρέχουν, η μη καταβολή της παροχής και η απουσία υποχρέωσης προς προεκπλήρωση από μεριάς του οφειλέτη. Ο οφειλέτης έχει δικαίωμα να προβάλει την ένσταση και στην περίπτωση που ενάγεται προς αποζημίωση. Ειδικότερα, ο δανειστής απαιτείται να έχει ασκήσει το δικαίωμα του προς απαίτηση της κύριας παροχής και ο οφειλέτης με την σειρά του, να προβάλλει την ένσταση. Συγχρόνως ο δανειστής δεν πρέπει να έχει καταβάλλει ή έστω προσφέρει την αντιπαροχή. Σε περίπτωση που ο δανειστής προσέφερε την παροχή του και ο αντισυμβαλλόμενος δεν την δέχθηκε, δεν δύναται ο τελευταίος να προβάλλει την ένσταση.
Εάν ο δανειστής προσέφερε την αντιπαροχή συνοδευόμενη από την ύπαρξη κάποιου ελαττώματος (μη προσήκουσα), αμφισβητείται η προβολή της ΑΚ 374. Κατά την κρατούσα άποψη υπερισχύουν οι γενικές διατάξεις της ελαττωματικότητας από την ειδική σύμβαση, όπως η πώληση ή η σύμβαση έργου. Ορθότερο είναι μάλλον να δεχθούμε ότι οι ειδικές διατάξεις δεν αποκλείουν την ένσταση, αφού οι γενικές εφαρμόζονται συμπληρωματικά.
Αναφορικά με την μη προσήκουσα εκπλήρωση -και ιδίως- με την μερική εκπλήρωση που αποδέχθηκε ο οφειλέτης, αυτός ο ίδιος δεν μπορεί να αρνηθεί την καταβολή της παροχής, σε περίπτωση που αυτό αντιβαίνει την καλή πίστη. Το παραπάνω αναφέρεται στο άρθρο 376 του Αστικού Κώδικα, ενώ επισημαίνεται πως η αντίθεση στην καλή πίστη θα κριθεί από το σύνολο των γεγονότων και από το αν απομένει επουσιώδες τμήμα (Ένσταση του μη προσηκόντως εκπληρωθέντος συναλλάγματος).
Το άρθρο 374 ΑΚ, αναφέρει ρητά στην πρώτη παράγραφο την περίπτωση της προεκπλήρωσης. Ουσιαστικά επισημάνει ότι η ένσταση μη εκπλήρωσης της σύμβασης δεν μπορεί να προβληθεί σε περίπτωση που συντρέχει υποχρέωση του οφειλέτη σε προεκπλήρωση «Ο υπόχρεος από αμφοτεροβαρή σύμβαση έχει δικαίωμα να αρνηθεί την εκπλήρωση της παροχής, για όσο χρόνο ο αντισυμβαλλόμενος δεν εκπληρώνει ή δεν προσφέρει την αντιπαροχή (ένσταση μη εκπλήρωσης της σύμβασης), εκτός αν έχει υποχρέωση να εκπληρώσει πρώτος».
Ο νομοθέτης, ωστόσο, έχει μεριμνήσει για τον υπόχρεο σε προεκπλήρωση, την εφαρμογή της ΑΚ 377. Στο παρόν άρθρο, αναφέρεται η ένσταση παροχής ασφαλείας. Ο οφειλέτης μπορεί να προβάλλει την ένσταση παροχής ασφαλείας και σε περίπτωση που η άλλη μεριά αρνηθεί την ασφάλεια ή την ταυτόχρονη καταβολή συντρέχει πλημμελής εκπλήρωση και υποχρεώνεται σε ανόρθωση της ζημίας απέναντι στον οφειλέτη. Ειδικότερα, η διάταξη αναφέρει «Αυτός που έχει υποχρέωση από αμφοτεροβαρή σύμβαση να εκπληρώσει πρώτος την παροχή, αν η αξίωση του για την αντιπαροχή κινδυνεύει από ουσιώδη ελάττωση της περιουσιακής κατάστασης του άλλου, που δεν την γνώριζε ούτε όφειλε να την γνωρίζει κατά την κατάρτιση της σύμβασης, μπορεί να αρνηθεί την εκπλήρωση της παροχής ωσότου ο άλλος παράσχει ασφάλεια».
Κατανοούμε πως βασικές προϋποθέσεις της παραπάνω διάταξης είναι ο κίνδυνος της αξίωσης του υπόχρεου σε προεκπλήρωση, εξαιτίας χειροτερεύσεων που επήλθαν στην ατομική περιουσιακή κατάσταση του αντισυμβαλλόμενου, για τις οποίες όμως ο υπόχρεος σε προεκπλήρωση δεν γνώριζε ούτε όφειλε να γνωρίζει. Αξίζει να σημειωθεί πως ο οφειλέτης δύναται να αποκρούσει την παροχή και να ζητήσει αποζημίωση για μη εκπλήρωση, σε περίπτωση που το άλλο μέρος δείχνει οριστική άρνηση εκπληρώσεως.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
-
Καλλιρόη Δ. Παντελίδου, Γενικό ενοχικό δίκαιο, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη