Του Στέλιου Καραγεώργη,
Κατά το θέρος του 1964, ο Αμερικανός μεσολαβητής Ντην Άτσεσον κατέθεσε τα ομώνυμα σχέδιά του προς επίλυση του Κυπριακού Ζητήματος, με κάποιες μικρές παραλλαγές το πρώτο από το δεύτερο. Και τα δύο προνοούσαν την παραχώρηση της νήσου του Καστελόριζου στην Τουρκία από μέρους του ελληνικού βασιλείου, ως βασική προϋπόθεση για την επίτευξη της συμφωνίας. Παράλληλα, παραχωρούσαν στην Τουρκία στρατιωτική βάση στην περιοχή της Καρπασίας στο βόρειο τμήμα της Κύπρου, με πλήρη κυριαρχικά δικαιώματα το πρώτο σχέδιο και έκτασης 11% του συνολικού εδάφους του νησιού, ενώ το δεύτερο εκχωρούσε τη βάση έναντι ενοικίου και με διάρκεια 50 ετών, μειώνοντας την έκτασή της σε 5%. Τα δικαιώματα της τουρκικής μειονότητας του νησιού θα προστατεύονταν βάσει της Συνθήκη της Λωζάνης, με την Τουρκία να διατηρεί δικαίωμα προσφυγής στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Επίσης, δυο από τις οκτώ επαρχίες του νησιού θα διοικούνταν για πάντα από Τουρκοκύπριους επάρχους.
Η Ελλάδα είχε, αρχικά, δεχτεί την παραχώρηση του Καστελόριζου στην Τουρκία και είχε αντιπροτείνει και την παραχώρηση έκτασης λωρίδας εδάφους στα ελληνοτουρκικά σύνορα της Θράκης, προς μείωση των τουρκικών απαιτήσεων επί κυπριακού εδάφους. Μεταγενέστερα, η παραπάνω πρόταση αποσύρθηκε, καθώς αυτή προνοούσε να υποδουλωθούν ελεύθεροι Ελλαδίτες, για να απελευθερωθούν υπόδουλοι Κύπριοι. Τελικά, ο Έλληνας Πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου απέρριψε και τα δυο σχέδια, επηρεαζόμενος από τον γιο του, Αντρέα, ο οποίος ήταν θετικός απέναντι στην αδέσμευτη εξωτερική πολιτική του προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας Αρχιεπισκόπου Μακαρίου. Στην άρνηση του Έλληνα Πρωθυπουργού συνετέλεσε και η αρνητική στάση του Μακαρίου στα σχέδια, αλλά και η πληροφόρησή του από τον Υπουργό Εθνικής Άμυνας Πέτρο Γαρουφαλιά, ο οποίος του κατέστησε σαφές πως δύσκολα θα επιβαλλόταν ένωση υπό αυτούς τους όρους στον κυπριακό λαό. Η αρχική αποδοχή του σχεδίου από τον Πρωθυπουργό της Ελλάδας ήταν μόνο σε περίπτωση παραχώρησης της στρατιωτικής βάσης στην Τουρκία με ενοίκιο και για 50 χρόνια.
Από την ελληνοκυπριακή πλευρά, ο Μακάριος και η πλειοψηφία των Ελλήνων πολιτικών του νησιού, της κοινής γνώμης και του λαού απέρριπταν και τα δύο σχέδια ως απαράδεκτα. Θεωρούσαν πως η ύπαρξη τουρκικών στρατευμάτων στο νησί θα μπορούσε με αφορμή μικροεπεισόδια να οδηγήσει σε διχοτόμηση ή και κατάληψη ολόκληρης της Κύπρου από την Τουρκία. Παράλληλα, δεν υπήρχε καμία εγγύηση ότι οι Τούρκοι μετά το πέρας των 50 ετών θα αποχωρήσουν από τη βάση της Καρπασίας. Ο Γεώργιος Γρίβας, από τη μεριά του, απέρριψε το πρώτο σχέδιο, ωστόσο φάνηκε θετικός απέναντι στο δεύτερο, δεχόμενος να σταθμεύουν περιορισμένα τουρκικά στρατεύματα σε κάποια από τις δυο βρετανικές βάσεις, η οποία θα μετατρεπόταν σε νατοϊκή.
Συμπερασματικά, η ελλαδική και κυπριακή πλευρά απέρριψαν τα σχέδια, καθώς ο ελληνισμός ήταν σε πλεονεκτική θέση το 1964. Αυτό λόγω της ύπαρξης της ελλαδικής Μεραρχίας στο νησί ως αποτρεπτικού παράγοντα και ως διπλωματικού χαρτιού στην ελληνική φαρέτρα. Την ίδια στιγμή, ολόκληρο το κυπριακό κράτος είχε περάσει στη διαχείριση των Ελληνοκυπρίων, μετά την αποχώρηση των Τουρκοκυπρίων από την κυβέρνηση στα τέλη του 1963, οπότε δεν υπήρχε διάθεση για οποιασδήποτε μορφής παραχωρήσεων στη μειονότητα.
Η τουρκική πλευρά είχε, αρχικά, αποδεχτεί το πρώτο σχέδιο Άτσεσον, που προέβλεπε την παραχώρηση στρατιωτικής βάσης στην Καρπασία, με πλήρη κυριαρχικά δικαιώματα. Μάλιστα, ο καθηγητής Νιχάτ Ερίμ, αντιπρόσωπος της Τουρκίας στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών, υπολόγιζε την έκταση της βάσης σε 11% και όχι 5%, ενώ, σε συνδυασμό με τις αυτοδιοικούμενες περιοχές, συμπέρανε πως το έδαφος που θα περνούσε υπό τουρκικό έλεγχο θα ήταν περίπου 25%. Η τελική απόρριψη του σχεδίου από τους Τούρκους είναι απόρροια της αντίθεσής τους, να τους εκχωρηθεί η βάση έναντι ενοικίου και για 50 χρόνια ή απλώς να επιτραπεί στάθμευση τουρκικών στρατευμάτων σε νατοϊκή βάση στο νησί. Η Τουρκία επιθυμούσε να έχει πλήρη κυριαρχικά δικαιώματα στη στρατιωτική βάση της Καρπασίας που θα διασφάλιζε το γόητρό της, θέτοντας σε δεύτερη μοίρα τα μειονοτικά δικαιώματα των ομοεθνών της στο νησί.
Από την πλευρά τους οι Τουρκοκύπριοι και η ηγεσία τους θα ακολουθούσαν οποιαδήποτε απόφαση λάμβανε η Άγκυρα, επί των σχεδίων του Αμερικανού μεσολαβητή. Ακόμα και αν η απόφαση της μητροπολιτικής Τουρκίας σήμαινε την απεμπόληση αρκετών από τα απρόσμενα πλεονεκτήματα που είχαν εξασφαλίσει για τη μειονότητα από τις Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου, διαφαίνεται πως οι Τούρκοι της Κύπρου θα πειθαρχούσαν σε αυτήν.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Λάµπρου, Γιάννης Κ. (2008), Ιστορία του Κυπριακού, Τα χρόνια μετά την ανεξαρτησία, 1960-2008, Αθήνα: Εκδόσεις Πάργα.
- Συρίγος, Άγγελος Μ. (2015), Ελληνοτουρκικές σχέσεις, Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη.
- Χαζτηδάκης, Μάνος Ν. (2017), Ανοίγουμε τον Φάκελο της Κύπρου, 1950-1974, τμ. Α΄, Αθήνα: Εκδόσεις Πελασγός.