Της Μαρίας Κλειδή,
Ο Παρθενώνας είναι ένα μοναδικής αξίας αρχιτεκτονικό και πολιτισμικό έργο, το οποίο αποτελεί σημείο αναφοράς και ανάδειξης της Ελληνικής Πολιτισμικής Ταυτότητας. Πρόκειται για μνημείο το οποίο δημιουργήθηκε μέσα στα πλαίσια του Περίκλειου προγράμματος στα μέσα του 5ου π.Χ. αιώνα και την περίοδο της δημιουργίας του λειτουργούσε ως λατρευτικός Ναός, αφιερωμένος στην προστάτιδα Θεά της πόλης, Αθηνά. Προτού αναφερθούμε στα επίκαιρα θέματα γύρω από την αξία του μνημείου, αλλά και του ζητήματος που ταλανίζει την ελληνική πλευρά ήδη από τον 19ο αιώνα και αφορά την απόσπαση τεράστιου όγκου γλυπτών, ανάγλυφων και ολόγλυφων μορφών από την Αθηναϊκή Ακρόπολη γενικότερα και τον Παρθενώνα ειδικότερα, θεωρώ σκόπιμο να γίνει μία προσέγγιση της πολιτιστικής, πολιτικής και κοινωνικής αξίας που έφερε το μνημείο αυτό κατά την αρχαιότητα, τη σημασία του για τους Αθηναίους πολίτες, αλλά και την ιστορία που κουβαλά μέχρι σήμερα.
Η κατασκευή του Παρθενώνα αποτελεί αρχιτεκτονική καινοτομία, για την οποία εργάστηκαν οι πιο γνωστοί αρχιτέκτονες της εποχής, ο Ικτίνος και ο Καλλικράτης. Ακόμα, ο περίφημος γλύπτης Φειδίας ασχολήθηκε μαζί με ολόκληρο το εργαστήριό του για τη δημιουργία του γλυπτού διακόσμου, αλλά και του λατρευτικού αγάλματος της Θεάς που κοσμούσε το εσωτερικό του σηκού (κυρίως ναού) του μνημείου.
Ο Παρθενώνας είναι ένας ναός δωρικού ρυθμού, χωρίς, όμως, να ακολουθεί όλες τις γνωστές στην αρχαιότητα τεχνικές και μορφολογικές επιταγές των δωρικών ναών, καθώς φέρει μία σειρά από εκλεπτύνσεις, των οποίων η εφαρμογή οδήγησαν στο να θεωρείται το κτίριο «αρχιτεκτονικό θαύμα», ακόμη και με τα δεδομένα του σήμερα. Ο τυπικός δωρικός ναός διαθέτει 6×12+1 κίονες στις στενές και τις μακρές πλευρές του, ενώ για την οικοδόμηση του Παρθενώνα έχουν προστεθεί κίονες 8×16+1. Επιπλέον, οι κατασκευαστές του υιοθέτησαν τις ανεπαίσθητες καμπύλες αντί των ευθειών, γι’ αυτό, αν παρατηρήσουμε το μνημείο από τη νοτιοδυτική του γωνία φερειπείν, θα διαπιστώσουμε ότι η τοποθέτηση των κιόνων όσο και η διαμόρφωση της κρηπίδας σχηματίζουν καμπύλη. Οι εφαρμογές αυτές κάνουν το μνημείο να δείχνει πιο αρμονικό ως προς τις αναλογίες του, αλλά και λιγότερο επιβλητικό προς τον επισκέπτη. Η κατασκευή και η διακόσμηση του Παρθενώνα έγινε εξ ολοκλήρου με Πεντελικό μάρμαρο, γεγονός που μαρτυρά τα υπέρογκα ποσά που χρειάστηκαν για την ολοκλήρωσή του, και σπάνια συναντάται σε αρχαίους ναούς, οι οποίοι συνήθως χτίζονταν από ασβεστόλιθο. Το μνημείο αυτό διαθέτει άλλη μία καινοτομία ως προς τη διακόσμησή του, καθώς έχουν συγκεραστεί δύο τυπικοί ρυθμοί, οι οποίοι, όμως, δεν έχουν συναντηθεί μέχρι τότε σε ένα μόνο κτίσμα. Ο συνδυασμός δωρικού ρυθμού με ιωνικά διακοσμητικά στοιχεία, στην περίπτωση του Παρθενώνα, η ανάγλυφη ζωφόρος που περιτρέχει τον κυρίως ναό, πίσω δηλαδή από τους εξωτερικούς κίονες, γεγονός που την κάνει αόρατη στον θεατή που βλέπει τον Παρθενώνα εξωτερικά, συμπληρώνει μία μοναδική σύνθεση που αφηγείται μία μακρά ιστορία. Οι αφηγηματικές σκηνές του διακόσμου του ναού αντλούν τόσο από τον μύθο, όσο και από την ιστορία, με τις μετόπες που βρίσκονται ανάμεσα από τα τρίγλυφα και κάτω από τη στέγη να παρουσιάζουν Γιγαντομαχία, Αμαζονομαχία, τον Τρωικό Πόλεμο και τη μάχη Λαπιθών και Κενταύρων, ενώ η ζωοφόρος που προαναφέρθηκε απεικονίζει την Πομπή των Παναθηναίων, στη μεγαλύτερη γιορτή των αρχαίων Αθηναίων.
Η οικοδόμηση του Παρθενώνα, αλλά και όλων των μνημείων που συμπεριλήφθηκαν στο Περίκλειο πρόγραμμα στα μέσα του 5ου π.Χ. αιώνα, υπήρξαν για τους Αθηναίους πηγή αυτοπροβολής και κύρους, που κραύγαζαν τη νίκη τους στους Περσικούς Πολέμους. Αν και οι Αθηναίοι κατά τη διάρκεια της Κιμώνειας διακυβέρνησης είχαν δώσει όρκο να αφήσουν τα μνημεία τους κατεστραμμένα, ώστε να μην ξεχάσουν ποτέ την αγριότητα των Περσών, με την ανάληψη της διακυβέρνησης από τον Περικλή ο όρκος αυτός παραλήφθηκε. Έτσι, για την εκπόνηση αυτού του τεράστιου εγχειρίματος, η Αθήνα χρησιμοποίησε τα χρήματα από το ταμείο της Δηλιακής συμμαχίας που είχε συσταθεί για την αντιμετώπιση των Περσών, με την πενιχρή δικαιολογία ότι οι καταστροφές έλαβαν χώρα στο Αθηναϊκό έδαφος. Η κατάχρηση του Δηλιακού ταμείου και η μεταφορά του στην Αθήνα από τον Περικλή το 454 π.Χ. υπήρξαν η εναρκτήρια κίνηση για το Περίκλειο οικοδομικό πρόγραμμα.
Παρόλα αυτά, για τους Αθηναίους, ο Παρθενώνας αποτελούσε το «στολίδι» της Αθηναϊκής πόλης-κράτους και συμπλήρωνε μία μακρά παράδοση που ακτινοβολούσε και το επίπεδο της Αθηναϊκής δημοκρατικής διακυβέρνησης, που είχε ξεκινήσει με τις μεταρρυθμίσεις του Σόλωνα και είχε θεμελιωθεί με αυτές του Κλεισθένη. Φυσικά, οι κινήσεις της Αθηναϊκής πολιτικής γύρω από τη δημιουργία των έργων, που συντελούν το λίκνο της κλασικής τέχνης, δύσκολα μπορούν να χαρακτηριστούν δημοκρατικές, δεδομένων των μέσων που χρησιμοποιήθηκαν για τη δημιουργία τους, αλλά και των πρακτικών που εφαρμόστηκαν για την απομάκρυνση προσωπικοτήτων που είχαν προσφέρει τις υπηρεσίες τους στο Αθηναϊκό κράτος, όπως στην περίπτωση του εξοστρακισμού του Θεμιστοκλή και της καταδίκης του Σωκράτη. Η φορά της Αθηναϊκής ακτινοβολίας των τεχνών και των γραμμάτων δεν συνεχίστηκε για πολύ, αλλά ακολούθησε καθοδική πορεία μέχρι τον 2ο μ.Χ. αιώνα και συμπεριλήφθηκε στην πατρωνία Ρωμαίων Αυτοκρατόρων και επιφανών Αθηναίων για την επιβίωσή της.
Η Αθήνα έχει περάσει έκτοτε πολλές κακουχίες και τα μνημεία της έχουν κακοποιηθεί από πολλούς κατακτητές, όπως στην περίπτωση της ανατίναξης του Παρθενώνα από τον Μοροζίνι το 1687, χρονιά που το μνημείο έχασε τη στέγη του. Βέβαια, η κακοποίηση έχει έρθει και από αρχαιολάτρες, με πιο ξακουστή την απόσπαση μελών της Αθηναϊκής Ακρόπολης από τον Λόρδο Elgin τον 18ο αιώνα. Τη χρονιά 1798, o Elgin έφτασε στην Αθήνα και από το 1801 μέχρι το 1804 αποκολλήθηκαν με βίαιο τρόπο πλήθος αναγλύφων, αετωματικών μελών, γλυπτών και αρχιτεκτονικών μελών από τα συνεργεία του Elgin, με σκοπό να μεταφερθούν στη Βρετανία, ώστε να αποτελέσουν έμπνευση για την τέχνη της εποχής. Ο χρηματισμός των Οθωμανών, που διοικούσαν την πόλη κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, έκαναν δυνατές τις επιδιώξεις του Elgin. Οι δυσκολίες που αντιμετώπισε ο Elgin στη διάρκεια της προσπάθειας να αποσπάσει τον μεγαλύτερο δυνατό αριθμό αριστουργημάτων που κοσμούσαν τα μνημεία της Αθηναϊκής Ακρόπολης, καθώς και λόγω του ναυαγίου του πλοίου του «Μέντωρ» έξω από τα Κύθηρα, που κουβαλούσε μεγάλο αριθμό εξ αυτών, τον οδήγησαν σε σημαντική οικονομική αποδυνάμωση. Στις πράξεις του αυτές, ο Elgin βρήκε αντίθετους πολλούς διανοούμενους της εποχής, καθώς και τον συντοπίτη του Λόρδο Βύρωνα. Τελικά, τα γλυπτά πωλήθηκαν στη βρετανική Κυβέρνηση το 1816 και μεταφέρθηκαν στο Βρετανικό Μουσείο.
Την περίοδο εκείνη, η Ελλάδα βρισκόταν υπό τον οθωμανικό έλεγχο και αδυνατούσε να ξεκινήσει διαδικασίες επίσημων συζητήσεων για την επιστροφή των γλυπτών. Η πρώτη επίσημη έκκληση και αίτημα κατά του Elgin και των ενεργειών του έγινε το 1842 από τον Αλέξανδρο Ραγκαβή, γραμματέα της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας. Τα μεγαλύτερα βήματα για την επιστροφή των γλυπτών έγιναν την περίοδο που Υπουργός Πολιτισμού και Επιστημών ήταν η Μελίνα Μερκούρη, η οποία διεξήγαγε τεράστιο αγώνα με τον σκοπό αυτό, προβάλλοντας αίτημα στη Γενική Διάσκεψη της U.N.E.S.C.O. για την Πολιτιστική Πολιτική, με θέμα τον επαναπατρισμό των γλυπτών, ενώ την ίδια χρονιά ο Παρθενώνας συμπεριλήφθηκε στον κατάλογο της U.N.E.S.C.O. ως μνημείο Παγκόσμιας Πολιτισμικής Κληρονομιάς. Η Ελληνική Κυβέρνηση κατέβαλε επίσημο αίτημα προς τη Βρετανική Κυβέρνηση δύο χρόνια αργότερα, το οποίο, όμως, απορρίφθηκε.
Το ζήτημα της επιστροφής των γλυπτών έχει συμπεριληφθεί στην επίσημη ατζέντα των θεμάτων της U.N.E.S.C.O. από το 1987, όμως μόλις πριν δύο χρόνια, το 2021, η επιτροπή κάλεσε επιτακτικά τη Βρετανία να αναθεωρήσει τη στάση της, καθώς το θέμα της στέγασης είχε πλέον λυθεί με τα εγκαίνια του Νέου Μουσείου Ακρόπολης το 2009. Το 2022, για πρώτη φορά η συντηρητική εφημερίδα Times της Βρετανίας υποστήριξε τα αιτήματα τόσο της Ελλάδας όσο και της βρετανικής κοινής γνώμης, που έκλεινε προς την υποστήριξη της ελληνικής πλευράς, λέγοντας ότι «τα Γλυπτά ανήκουν και πρέπει να επιστρέψουν στην Ελλάδα».
Τα τελευταία χρόνια, έχουν οργανωθεί δράσεις και προγράμματα με στόχο την ενημέρωση των ανθρώπων παγκοσμίως και την ευαισθητοποίησή τους επί του θέματος, αλλά και με σκοπό την άσκηση πίεσης στη βρετανική πλευρά, όπως το Project.gr και το Parthenonproject.co.uk. Παράλληλα, η πρωτοβουλία του Πάπα Φραγκίσκου του Βατικανού για την επιστροφή του θραύσματος Fagan τον Ιανουάριο του 2022 και τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους, με τον επαναπατρισμό τριών ακόμα θραυσμάτων από τις μετόπες του Παρθενώνα που έχουν πλέον βρει τη θέση τους στο Νέο Μουσείο της Ακρόπολης, υποστηρίζουν εμπράκτως τις προσπάθειες της Ελλάδας για τη συγκέντρωση της συλλογής των γλυπτών του Παρθενώνα, στο μουσείο που δημιουργήθηκε στην ελληνική πρωτεύουσα για τη στέγασή τους.
Η υλική πολιτισμική κληρονομιά, πέραν του ότι αποτελεί πηγή κατανόησης και σύνθεσης της εθνικής και πολιτισμικής ταυτότητας ενός λαού, κουβαλά την ιστορία του με όλα τα θετικά και τα αρνητικά της. Ένα μνημείο τέτοιας πολιτισμικής, αρχιτεκτονικής, αλλά και κοινωνικής αξίας, όπως είναι ο Παρθενώνας, αλλά και κάθε μνημείο, αξίζει και επιβάλλεται να είναι ολοκληρωμένο, αν δίνεται αυτή η δυνατότητα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- H Επιστροφή των Μαρμάρων του Παρθενώνα, culture.gov.gr, διαθέσιμο εδώ
- ΜΑΡΜΑΡΑ ΤΟΥ ΠΑΡΘΕΝΩΝΑ, kathimerini.gr, διαθέσιμο εδώ
- Parthenon: A Win-Win solution, parthenonproject.co.uk, διαθέσιμο εδώ