Του Δημήτρη Τσελίκα,
Στο προηγούμενο άρθρο (δείτε εδώ) ξεκινήσαμε να αφηγούμαστε την ιστορία της Ησιόνης, το πώς ο Λαομέδων εξόργισε τον Απόλλωνα και τον Ποσειδώνα όταν δεν δέχτηκε να τους πληρώσει για το χτίσιμο των τειχών της Τροίας, τις τιμωρίες που επέβαλαν οι δύο θεοί στην πόλη, τον χρησμό που όρισε ότι η πριγκίπισσα Ησιόνη θα έπρεπε να θυσιαστεί στο κήτος του Ποσειδώνα για να κατευνάσει την οργή του και το πώς ο Ηρακλής, φτάνοντας στην Τροία, δέχτηκε (ζητώντας αμοιβή) να σκοτώσει το κήτος και να σώσει την Ησιόνη. Είχαμε μείνει στο σημείο όπου το φοβερό κήτος αναδύθηκε από τη θάλασσα και έρποντας πλησίαζε την αλυσοδεμένη Ησιόνη και τον Ηρακλή που βρισκόταν δίπλα της, έχοντας λάβει θέση μάχης.
Το κήτος έβγαλε έναν απαίσιο συριγμό και σύρθηκε πάνω στην ακτή. Ο Ηρακλής, γενναίος καθώς ήταν, έμεινε ψύχραιμος και στύλωσε τα πόδια του στη γη. Όταν το τέρας έφτασε κοντά, ο ήρωας έβγαλε μια δυνατή κραυγή και του επιτέθηκε με το ρόπαλο, καταφέρνοντάς του ένα δυνατό χτύπημα στο κεφάλι. Το τέρας, αν και σκληρόπετσο, έμεινε για ένα δευτερόλεπτο ασάλευτο, ξαφνιασμένο από το χτύπημα που δέχτηκε – δεν ήταν δα και συνηθισμένο να του επιτίθεται κάποιος, πόσο μάλλον ένας άνθρωπος. Όμως, δεν ήξερε ότι ο συγκεκριμένος άνθρωπος δεν ήταν κάποιος τυχαίος, αλλά ο ημίθεος Ηρακλής, ο αγαπημένος γιος του Δία. Μετά από το αρχικό σάστισμα, λοιπόν, το κήτος όρμηξε ξανά στον Ηρακλή. Ο ήρωας, όμως, ήταν πιο ευκίνητος και πρόλαβε να παραμερίσει και να ξεφύγει από τα τρομερά σαγόνια του θηρίου. Ταυτόχρονα, καθώς έφευγε στο πλάι, του κατάφερε άλλο ένα χτύπημα στο κεφάλι. Αυτή ήταν και η διακύμανση της μάχης: το κήτος έκανε συνεχείς επιθέσεις, αλλά ο Ηρακλής τις απέφευγε και χτυπούσε αυτός με το ρόπαλο.
Μετά από κάθε ροπαλιά, το κήτος ζαλιζόταν ολοένα και περισσότερο, ώσπου, μετά από αρκετές ώρες, δεν άντεξε άλλο. Παραπάτησε, μούγκρισε, τίναξε την πελώρια ουρά του και έπεσε στο χώμα. Σάλευσε για λίγα δευτερόλεπτα και άφησε την τελευταία του πνοή. Ο Ηρακλής, ανακουφισμένος που η μάχη έλαβε τέλος, ξεφύσηξε και χαμογέλασε. Τίναξε τη σκόνη και το χώμα από πάνω του και προχώρησε προς την Ησιόνη, σπάζοντας τις αλυσίδες που την κρατούσαν στον βράχο. Εκείνη, απερίγραπτα χαρούμενη που σώθηκε, αγκάλιασε τον Ηρακλή, ευχαριστώντας τον για τη βοήθεια, και έτρεξε στο παλάτι του πατέρα της για να του αναγγείλει τα χαρμόσυνα νέα. Την ακολούθησε ο Ηρακλής, για να λάβει την αμοιβή του και ο Τελαμώνας, που του είχε κινήσει το ενδιαφέρον από την πρώτη στιγμή που την είδε.
Όταν έφτασαν στην αίθουσα του θρόνου, η Ησιόνη έτρεξε αμέσως και αγκάλιασε τον πατέρα της. Έκλαιγαν και οι δύο από συγκίνηση, μην πιστεύοντας πως είχαν γλυτώσει επιτέλους οριστικά από το κήτος. Ο Ηρακλής τους άφησε να εκδηλωθούν, χωρίς να τους ενοχλήσει, και καθόταν λίγο πιο πέρα. Μετά από λίγη ώρα, ζήτησε την αμοιβή του από τον Λαομέδοντα. Ο Βασιλιάς της Τροίας, όμως, εξοργίστηκε μόλις άκουσε την απαίτηση του ήρωα. «Φύγε από εδώ», του είπε, «και άσε εμένα και την κόρη μου να γιορτάσουμε τη σωτηρία μας!». Ο Ηρακλής θύμωσε. «Σκότωσα το τέρας, όπως σου υποσχέθηκα», είπε στον Λαομέδοντα. «Δώσε μου κι εσύ την αμοιβή που μου υποσχέθηκες». Ο Βασιλιάς ξεπέρασε τα όρια. «Ξεκουμπίσου από μπροστά μου αυτήν τη στιγμή, αλλιώς θα σε πετάξει έξω η φρουρά μου!», τόλμησε να ξεστομίσει. Ο Ηρακλής έβραζε από θυμό, δεν ήθελε, όμως, να πολεμήσει εκείνη τη στιγμή, αφού οι σύντροφοί του ήταν ήδη κουρασμένοι από το ταξίδι στη Θεμίσκυρα. «Φεύγω Λαομέδοντα», είπε μόνο φωναχτά, «φεύγω, αλλά αυτό που μου έκανες θα το πληρώσεις πολύ ακριβά. Θα έρθει η ώρα που θα σε τιμωρήσω για την αχαριστία σου». Μετά από αυτόν τον έντονο διάλογο, έκανε στροφή και βγήκε από το παλάτι, πηγαίνοντας στο πλοίο.
Πράγματι, μετά από χρόνια, όταν είχε προ πολλού ολοκληρώσει τους 12 άθλους του, ο Ηρακλής τήρησε την υπόσχεσή του. Όπως αναφέρει ο Απολλόδωρος, έπλευσε εναντίον της Τροίας με 18 πεντηκοντόρους (πλοία με 50 κωπηλάτες το καθένα), αφού πρώτα συγκέντρωσε στρατό από άριστους άνδρες, που συμμετείχαν εθελοντικά στην εκστρατεία. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν και ο Τελαμώνας, που βρισκόταν στο πλοίο του Ηρακλή, αφού δεν είχε ξεχάσει στιγμή την όμορφη Ησιόνη. Όταν έφτασαν στο Ίλιο, άφησαν έναν σύντροφο ονόματι Οϊκλή να φυλάει τα πλοία και οι υπόλοιποι επιτέθηκαν. Ο τρωικός στρατός έφτασε μέχρι τα καράβια, και μάλιστα ο Λαομέδων σκότωσε τον Οϊκλή. Στη συνέχεια όμως, ο Ηρακλής και οι άντρες του αντεπιτέθηκαν και εκδίωξαν τους Τρώες, κυνηγώντας τους μέχρι τα τείχη και αναγκάζοντάς τους να κρυφτούν εντός τους. Στην πολιορκία που ξεκίνησε, ο Τελαμώνας κατόρθωσε να προκαλέσει ένα ρήγμα στο τείχος και μπήκε πρώτος στην πόλη, ακολουθούμενος από τον Ηρακλή. Ο γιος του Δία τράβηξε το ξίφος του και όρμησε μπροστά. Ο Τελαμώνας, επειδή φοβήθηκε ότι αυτό θα εξόργιζε τον Ηρακλή, ξαφνικά σταμάτησε να τρέχει και έσκυψε στη γη, μαζεύοντας πέτρες από το έδαφος. Παραξενεύτηκε ο Ηρακλής και τον ρώτησε τι κάνει. Ο Τελαμώνας απάντησε αμέσως πως χτίζει βωμό στον Καλλίνικο Ηρακλή, για να τον τιμήσει. Ο ήρωας γέλασε και του είπε πως δεν είναι ώρα για αυτά τα πράγματα. Έτσι, μαζί ξεχύθηκαν προς το παλάτι.
Μετά από μεγάλη μάχη, ο Ηρακλής σκότωσε τον Λαομέδοντα και όλα τα παιδιά του, εκτός από την Ησιόνη και τον Ποδάρκη. Γνωρίζοντας πόσο ήθελε ο Τελαμώνας την Ησιόνη, του την έδωσε ως έπαθλο, και της είπε ότι μπορεί να απελευθερώσει όποιον από τους κρατούμενους θέλει. Αυτή, χωρίς δισταγμό, απάντησε πως θέλει να απελευθερώσει τον αδελφό της. Ο Ηρακλής θύμωσε και της είπε ότι αυτό δεν γίνεται (ως αρσενικός απόγονος του φονευθέντος Λαομέδοντα ήταν εν δυνάμει επικίνδυνος), όμως ο Τελαμώνας του έκανε νόημα να δεχτεί. Ο Ηρακλής κατάλαβε, αλλά για να μην τον αντιληφθεί η Ησιόνη, με το ίδιο θυμωμένο ύφος φώναξε ότι θα τον απελευθέρωναν μόνο αν η Ησιόνη τον εξαγόραζε σαν δούλο. Αυτή δεν είχε κάποιο πολύτιμο αντικείμενο μαζί της, όμως, ξαφνικά, της ήρθε μια ιδέα. «Δίνω το πέπλο μου!», φώναξε. Ο Ηρακλής δέχτηκε τη συναλλαγή και έτσι ο Ποδάρκης απελευθερώθηκε. Έλαβε, μάλιστα, το όνομα Πρίαμος (από το ρήμα πρίαμαι, που σημαίνει αγοράζω), επειδή εξαγοράστηκε. Αυτός έγινε ο επόμενος Βασιλιάς της Τροίας και βασίλευσε για πολλά χρόνια, μέχρι να γίνει ο δεύτερος Τρωικός Πόλεμος.
Αυτή ήταν η περιπέτεια του Ηρακλή με τη διάσωση της Ησιόνης, που οδήγησε στην πρώτη άλωση της Τροίας. H πόλη συνέχισε να υπάρχει και να ακμάζει υπό τη βασιλεία του Πριάμου, ώσπου έγινε ο δεύτερος και γνωστός Τρωικός Πόλεμος, οπότε και η πόλη ισοπεδώθηκε οριστικά από τους Αχαιούς.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Σταγειρίτης, Αθ. (2015), Ωγυγία ή Αρχαιολογία, τόμος Ε΄, Αθήνα: Εκδόσεις Διανόηση.
- Στεφανίδης, Μεν. (2003), Ηρακλής, Αθήνα: Εκδόσεις Σίγμα.
- Hesione in Greek Mythology, greeklegendsandmyths.com, Διαθέσιμο εδώ
- Hesione, greekmythology.com, Διαθέσιμο εδώ