Του Κωνσταντίνου Γκότση,
Ιδιαίτερους προβληματισμούς έχει προκαλέσει στους υπεύθυνους χάραξης νομισματικής πολιτικής η τροπή των εξελίξεων στα επίπεδα απασχόλησης, τόσο στην ευρωπαϊκή όσο και στην αμερικάνικη αγορά, καθώς υποδεικνύουν έντονη ακαμψία απέναντι στη νομισματική «σύσφιξη», ειδικά στον τομέα των υπηρεσιών, που οι μισθοί παρουσιάζουν εντονότερες ανοδικές τάσεις.
Το γεγονός αυτό δημιουργεί ανησυχίες μεταξύ των οικονομολόγων, διότι, αν συνεχίσουν οι αυξήσεις στους μισθούς σε τέτοιο βαθμό που το κόστος εργασίας ξεπεράσει τη μοναδιαία αύξηση των κερδών των επιχειρήσεων, υπάρχει ισχυρό ενδεχόμενο οι οικονομίες (με στενές αγορές εργασίας) να εισέλθουν σε σπιράλ τιμών-μισθών και, κατ’ επέκταση, να παρουσιαστεί το φαινόμενο του στασιμοπληθωρισμού. Με απλά λόγια, θα υπάρξει νέο «κύμα» πληθωρισμού, παρά την πιθανή στασιμότητα ή και ύφεση της οικονομίας.
Μάλιστα, η ήπια συρρίκνωση στις επιχειρηματικές δραστηριότητες εντός της Ευρωζώνης κατά τον μήνα Ιούνιο, που έδειξαν τα στοιχεία της S&P Global για τον σύνθετο P.M.I. (composite Purchasing Manager’s Index), δεδομένου της φαινομενικής ανοδικής αγοράς εργασίας, ανησυχεί περισσότερο τους οικονομολόγους. Η ανεργία στην Ευρωζώνη είναι σε ιστορικό χαμηλό (6,5%) και πιθανώς η αγορά βρίσκεται σε πλήρη απασχόληση, με βάση της δυνητικές παραγωγικές ικανότητες της οικονομίας. Παρά τις πιέσεις που δέχονται οι επιχειρήσεις από τις αυξήσεις στις λειτουργικές τους δαπάνες, το ανεβασμένο κόστος δανεισμού και τους αυστηρότερους περιορισμούς στις χρηματοδοτήσεις (τουλάχιστον από το τραπεζικό σύστημα), συναντούν δυσκολία στην κάλυψη των νέων θέσεων εργασίας.
Αυτό παρατηρείται μέχρι και στην ελληνική οικονομία, παρότι η ανεργία βρίσκεται πάνω από το 10%, υποδηλώνοντας χαμηλό βαθμό στενότητας σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές οικονομίες που η ανεργία έχει φτάσει πέριξ του 3%. Η ελληνική περίπτωση, όμως, παρουσιάζει μια ιδιαιτερότητα. Οι ελλείψεις προσωπικού παρατηρούνται κατά κύριο λόγο στους τομείς του τουρισμού και της εστίασης, στον αγροτικό κλάδο και σε αυτόν της πληροφορικής. Απαιτούνται από τους εργαζόμενους υψηλότεροι μισθοί και, γενικότερα, καλύτερες συνθήκες εργασίας και απολαβές, που απ’ ό,τι φαίνεται, προς το παρόν, δεν είναι διατεθειμένοι ή δεν μπορούν σε ορισμένες περιπτώσεις να τους παράσχουν οι επιχειρήσεις. Στον τομέα της πληροφορικής, στον οποίο υπάρχει, μάλιστα, και πολύ υψηλής ποιότητας ανθρώπινο δυναμικό, πέρα από τις ελλείψεις, μεγάλο ποσοστό αυτό απορροφάται περισσότερο από ξένες επιχειρήσεις που προσφέρουν υψηλότερους μισθούς, ενώ, παράλληλα, η ιδιαιτερότητα του αντικειμένου επιτρέπει στους εργαζόμενους να δουλεύουν από το σπίτι τους. Συνεπώς, προσλαμβάνονται από μια εταιρεία του εξωτερικού, λαμβάνουν υψηλότερες απολαβές και, ίσως, καλύτερη εργασιακή εμπειρία και παραμένουν στην Ελλάδα.
Επιστρέφοντας στο κύριο θέμα μας, σύμφωνα με τους οικονομολόγους, ο λόγος που στην Ευρώπη παρατηρείται αυτό το χάσμα δυναμικότητας μεταξύ αγοράς εργασίας και οικονομικής μεγέθυνσης έγκειται στην υποχώρηση της παραγωγικότητας των εργαζομένων, συμβάλλοντας στην ανθεκτικότητα του πληθωρισμού. Στην περίπτωση του Ηνωμένου Βασιλείου, η στενή αγορά εργασίας έχει επιδεινώσει σημαντικά τα υψηλά επίπεδα πληθωρισμού, παράδειγμα που αποτελεί ένα δυνατό διαπραγματευτικό χαρτί για τα «γεράκια» της Ε.Κ.Τ. στις επόμενες συνεδριάσεις, ώστε να πιέσουν για ηχηρή «σύσφιξη».
Πρέπει να σημειωθεί, επίσης, πως η αγορά εργασίας στη Ευρώπη, αλλά και στον υπόλοιπο δυτικό κόσμο, έχει αλλάξει σε μεγάλο βαθμό. Υπάρχουν τρεις βασικές θεωρίες για το φαινόμενο που αναφέραμε πιο πάνω (το χάσμα μεταξύ απασχόλησης-ανάπτυξης): (1) Πλέον, τα άτομα εργάζονται αρκετά λιγότερες ώρες κατά μέσο όρο (έχει μειωθεί το ποσοστό των εργαζομένων σε πλήρη απασχόληση) σε σχέση με την προ-Covid εποχή, υποδηλώνοντας αλλαγή στη συμπεριφορά των εργαζομένων, οι οποίοι απαιτούν περισσότερο ελεύθερο χρόνο, θυσιάζοντας, βέβαια, μέρος του εισοδήματός τους. (2) Μια διαφορετική άποψη, την οποία ενστερνίζεται η Ε.Κ.Τ., είναι ότι οι εταιρείες προσπαθούν να κρατήσουν «με νύχια και με δόντια» όσους προσλαμβάνουν, καθώς θεωρούν πως, με το πέρας της κρίσης και τον ερχομό της ανάκαμψης, θα δυσκολεύονται ακόμη περισσότερο να βρουν αντικαταστάτη. (3) Ακόμα μία παράμετρος που εξηγεί την αποσύνδεση της απασχόλησης με την ανάπτυξη είναι πως μεγάλο μέρος των νέων θέσεων εργασίας στην Ευρώπη αφορούν τον δημόσιο τομέα, που τα ωράρια συνήθως είναι μικρότερα και η παραγωγικότητα των απασχολούμενων χαμηλότερη, σε σύγκριση με τον ιδιωτικό τομέα και τη βιομηχανία. Αν συνεχίσει αυτή η τάση, οι οικονομολόγοι επισημαίνουν πως η παραγωγικότητα θα παραμείνει σε χαμηλά επίπεδα ακόμα και σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα.
Η επικεφαλής της Ε.Κ.Τ., Christine Lagarde, δήλωσε πρόσφατα πως οι επιχειρήσεις πρέπει να συμπιέσουν την κερδοφορία τους, αναλαμβάνοντας το κόστος της πτώσης της παραγωγικότητας των εργαζομένων, για να μην υπάρξει περαιτέρω νομισματικός περιορισμός. Ωστόσο, μια άλλη μερίδα οικονομολόγων υποστηρίζει πως η μεγαλύτερη «σύσφιξη» θα προκαλέσει μεγαλύτερο κόστος στην οικονομία παρά όφελος, καθώς, όπως ισχυρίζονται, θα αυξήσει σημαντικά την ανεργία χωρίς επαρκή επίπτωση στα επίπεδα του πληθωρισμού. Η τελευταία προσέγγιση βασίζεται στο γεγονός της ανομοιομορφίας μεταξύ των οικονομιών της ζώνης τους ευρώ. Δηλαδή, το κόστος μιας περαιτέρω αύξησης των επιτοκίων θα έχει υπέρμετρο και άσκοπο κόστος για τις αγορές της νότιας Ευρώπης, όπου έχει παρατηρηθεί πως η απασχόληση δεν έχει επανέλθει πλήρως από την Παγκόσμια Χρηματοπιστωτική Κρίση του 2008. Να σημειωθεί πως η σημαντικότερες μισθολογικές αυξήσεις έχουν σημειωθεί κυρίως στις ανεπτυγμένες οικονομίες της βόρειας Ευρώπης. Επιπρόσθετα, από την ίδια μερίδα οικονομολόγων υποστηρίζεται ότι η Ε.Κ.Τ. παρατηρεί λάθος δείκτη για της αποφάσεις της, καθώς οι νέες αναθεωρήσεις της βασίστηκαν στο κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος. Αυτός ο δείκτης υποστηρίζουν πως υστερεί και μπορεί να οδηγήσει σε λανθασμένες επιλογές.
Οι αποφάσεις των κεντρικών τραπεζιτών το επόμενο διάστημα θα είναι «δίκοπο μαχαίρι». Από τη μία, υπάρχει ο φόβος της σπείρας τιμών-μισθών, που σχεδόν αναπόφευκτα θα οδηγήσει σε στασιμοπληθωρισμό. Σε αυτήν την περίπτωση, η νομισματική «σύσφιξη» θα πρέπει να γίνει ακόμα πιο επιθετική. Από την άλλη, υπάρχει το ενδεχόμενο πως η αντίδραση των εταιρειών από τις πιέσεις που θα δεχθούν από την τεχνική ύφεση θα οδηγήσει σε περικοπές θέσεων εργασίας. Κατά συνέπεια, ο δυναμικότερος νομισματικός περιορισμός θα αυξήσει την ανεργία περισσότερο από ό,τι χρειάζεται για την αποτροπή ενός νέου πληθωριστικού ξεσπάσματος και, κατ’ επέκτασης, μεγαλύτερης αποκλιμάκωσης του τρέχοντος πληθωρισμού, ειδικά στη νότια Ευρώπη.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Is the eurozone’s jobs market as strong as rate-setters think?, ft.com, διαθέσιμο εδώ
- Λαγκάρντ: Η ΕΚΤ δεν θα μείνει άπραγη αν δει ταυτόχρονη αύξηση επιχειρηματικών κερδών και μισθών, naftemporiki.gr, διαθέσιμο εδώ