Του Γιάννη Τζούφα,
Ο γνωστός καλλιτέχνης Παναγιώτης Τέτσης, γεννημένος στην Ύδρα το 1925 και μεγαλωμένος στον Πειραιά, δεν σταμάτησε ποτέ να ταξιδεύει και να δημιουργεί αυτά που αγαπούσε. Ο ίδιος αναφέρει ότι ζωγράφιζε από πολύ μικρός και αυτό τον γέμιζε. Έμεινε στην Ύδρα μέχρι την Α’ Γυμνασίου (μέχρι εκεί έφταναν οι τάξεις του σχολείου της Ύδρας) και στη συνέχεια ο πατέρας του αποφάσισε να μετακομίσουν στον Πειραιά για να τελειώσει το σχολείο. Το 1940 ξεκίνησε μαθήματα ζωγραφικής με τον Κλάους Φρίσλαντερ και παραλληλα γνώρισε τους δύο μεγάλους δασκάλους της ζωής του όπως συνήθιζε να λέει, τον Δημήτρη Πικιώνη και τον Νίκο Χατζηκυριάκο-Γκίκα. Τους γνώρισε, όταν πήγαινε τα καλοκαίρια στην Ύδρα και αποτέλεσαν κινητήριο δύναμη για τη συνέχιση του έργου του.
Αρχικά σπούδασε Νομική, όμως, προς το τέλος των σπουδών του κατάλαβε ότι δεν ήταν αυτό που τον ενδιέφερε και έτσι πέρασε στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών από όπου αποφοίτησε το 1949. Εκεί μαθήτευσε δίπλα στον Δημήτριο Μπισκίνη, τον Παύλο Μαθιόπουλο και τον Κωνσταντίνο Παρθένη, τον οποίο αποκαλούσε ολιγομίλητο και αυστηρό. Ο Τέτσης περιγράφει τα μαθήματα του Παρθένη ως μια δοκιμασία, καθώς έπρεπε να καταλάβουν οι μαθητές τι ήθελε να πει με ένα μόνο νεύμα και αναφέρει πολλές φορές ότι στα μαθήματα έφερνε και την γυναίκα του.
Αφού πήρε τις απαραίτητες γνώσεις και τα κατάλληλα ερεθίσματα πήγε στο Παρίσι με υποτροφία του Ι.Κ.Υ. και ιδιαίτερη σημασία είχαν τα μαθήματα του Ed. Goerg από τον οποίο διδάχτηκε την τέχνη της χαλκογραφίας. Στο Παρίσι ένιωσε οικεία και δεν λησμονούσε την Ελλάδα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν τη σκεφτόταν. Ήξερε ότι θα γυρίσει Ελλάδα και θα εκθέτει την τέχνη όπως και έκανε. Στο εξωτερικό διέπρεψαν οι εκθέσεις του όπως στη Μπιενάλε του Σάο Πάολο το 1957 και το 1965, στην Αλεξάνδρεια το 1959, στις Διεθνείς Εκθέσεις Χαρακτικής του Λουγκάνο το 1960 και του Τόκιο το 1964. Μάλιστα, το 1970 ορίστηκε εκπρόσωπος της Ελλάδας στη Μπιενάλε της Βενετίας, όμως, αρνήθηκε λόγω των πολιτικών συνθηκών που επικρατούσαν (Χούντα των Συνταγματαρχών).
Η πορεία του ως καθηγητής και δάσκαλος πολλών νέων καλλιτεχνών ήταν μεγάλη. Έγινε επιμελητής στην έδρα του ελεύθερου σχεδίου στην Αρχιτεκτονική Σχολή του Μετσόβειου Πολυτεχνείου το 1951. Ανέλαβε τα χρέη καθηγητή στο Αθηναϊκό Τεχνολογικό Ινστιτούτο την περίοδο 1958-1962 και την ίδια χρονιά που ξεκίνησε συμμετείχε στην ίδρυση του Ελευθέρου Σπουδαστηρίου Καλών Τεχνών (μετέπειτα Σχολή Βακαλό), στο οποίο ήταν και καθηγητής μέχρι το 1976. Τότε ήταν η καθοριστική χρονιά που εκλέχτηκε καθηγητής στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών, όπου παρέμεινε ως το 1991 και τα τελευταία δύο χρόνια διατέλεσε και χρέη Πρύτανη. Τέλος, έγινε μέλος της Ακαδημίας των Αθηνών το 1993.
Η ζωγραφική του Τέτση μπορεί να χαρακτηριστεί ως εξπρεσιονιστική και απεικονίζει σκηνές της καθημερινής ζωής, τοπία, προσωπογραφίες και νεκρές φύσεις. Έδινε σημασία στον ρόλο του χρώματος (τα χρώματά του ήταν έντονα) και του φωτός που το αντλούσε απ’ την Ελλάδα. Ήταν καλλιτέχνης που ζωγράφιζε από τη μνήμη του και τα χρώματα αποδίδονται ηδονιστικά μέσα στην απλότητα του ελληνικού φωτός. Γι’ αυτόν τον λόγο ονομάστηκε από πολλούς «ηδονικός Ελπήνορας», διότι ξεκουράζει το βλέμμα του θεατή και τον μαγεύει με τα ελληνικά του τοπία, ενώ ταυτόχρονα διεισδύει και αναζητεί την αποκάλυψη μέσα στο ασήμαντο.
Ο Παναγιώτης Τέτσης έφυγε σε ηλικία 91 ετών στις 5 Μαρτίου 2016 στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός» στην Αθήνα. Το έργο που άφησε είναι «πλούσιο», ώστε να χαρακτηρίζεται ο ίδιος ως ένας αιώνιος καλλιτέχνης.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Παναγιώτης Τέτσης, nationalgallery.gr, διαθέσιμο εδώ
- ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ, Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ ΣΤΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΤΟΥ Γ. ΜΠΟΥΖΙΑΝΗ, ΤΟΥ Ν. ΧΑΤΖΗΚΥΡΙΑΚΟΥ-ΓΚΙΚΑ ΚΑΙ ΤΟΥ Π. ΤΕΤΣΗ, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2012, ikee.lib.auth.gr, διαθέσιμο εδώ