Της Ραφαήλιας-Προκοπίας Τσότρα,
Οι ένορκες βεβαιώσεις συνιστούν ένα από τα επισφαλέστερα αποδεικτικά μέσα με αμφίβολη αποδεικτική δύναμη, η οποία πριμοδοτείται έτι περαιτέρω από την ευρύτατη χρήση τους στη δικαστηριακή πρακτική. Την εγγενή αυτή αντίφαση εκδηλώνει και ο νομοθέτης με την αφιέρωση στα άρθρα 421- 424 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (εφεξής ΚΠολΔ), όπως τροποποιήθηκε από τον Ν.4842/2021, αυτοτελών ρυθμίσεων για την προσαγωγή τους στο δικαστήριο, ενώ, παράλληλα, στην Εισηγητική Έκθεση του Ν. 2915/2001 τονιζόταν ότι «μόνο συμπληρωματικά μπορούν να λαμβάνονται υπόψη και να εκτιμώνται ελεύθερα αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, όπως οι ένορκες βεβαιώσεις».
Η νομοθετική αντιφατικότητα είναι συχνά απόρροια θεωρητικής διαμάχης. Στην περίπτωση των ενόρκων βεβαιώσεων, η διαμάχη δεν ήταν αμιγώς θεωρητική, καθώς συνίστατο στην σταθερή πολυπληθή πολεμική της θεωρίας εναντίον τους ως «πεποιημένο αποδεικτικό μέσο» και στη παράλληλη ευρεία χρήση τους στην πρακτική των δικαστηρίων.
Βέβαια, ένας δικονομικός θεσμός αξιολογείται αντικειμενικά υπό το φως της λογικής και σταθερών δικαιοπολιτικών κριτηρίων και όχι πρόσκαιρων πρακτικών σκοπιμοτήτων γι΄ αυτό και κρίνεται αναγκαία η κατά το δυνατόν εμπεριστατωμένη αιτιολόγηση της δυσπιστίας απέναντι στις ένορκες βεβαιώσεις.
Οι ένορκες βεβαιώσεις αποτελούν ένα εμμάρτυρο αποδεικτικό μέσο. Αυτό σημαίνει πως μολονότι είναι γραπτές, παρουσιάζουν σοβαρές ενδείξεις αναξιοπιστίας, δεδομένου ότι κατά τις σύγχρονες μελέτες της ψυχολογίας έχει αποδειχθεί ότι δεν είναι εφικτή μία μαρτυρική κατάθεση που αποτυπώνει πλήρως μια εξωτερική αντικειμενική πραγματικότητα. Τόσο στο στάδιο της αντίληψης όσο και σε αυτά της μνήμης και της κατάθεσης, υπεισέρχεται ο ανθρώπινος παράγοντας, δηλαδή η καλή ή κακή κατάσταση των αισθήσεων του μάρτυρα, οι ιδιαίτερες γνώσεις του, στοιχεία της προσωπικότητάς του, κενά της μνήμης του και ακούσια επίπλαστη συμπλήρωσή τους, το άγχος του δικαστηριακού βιώματος. Όλα τα παραπάνω εντάσσονται στην περίπτωση της μη εσκεμμένης στρέβλωσης της πραγματικότητας.
Η κατάσταση γίνεται ακόμη πιο επικίνδυνη για την απονομή του δικαίου, όταν αυτή η στρέβλωση είναι εκούσια και σκόπιμη. Όπως αναφέρεται: «Τη φτιάχνεις την ένορκη βεβαίωση, όπως βολεύει τον κάθε δικηγόρο». Ο κάθε διάδικος σχεδόν υπαγορεύει την ένορκη βεβαίωση στον μάρτυρα με τις υποδείξεις, φυσικά, του συμβολαιογράφου ή του εκάστοτε δικηγόρου, ο οποίος μάρτυρας δίνει τη συναίνεσή του αβασάνιστα, στις περισσότερες περιπτώσεις, ελλείψει γνώσης των επιπτώσεων της πράξης του αυτής.
Από δογματική άποψη, οι ένορκες βεβαιώσεις αποτελούν κατάφωρη παραβίαση της αρχής της αμεσότητας, της σημαντικότερης εγγύησης απονομής ουσιαστικής δικαιοσύνης. Πιο συγκεκριμένα, στερούν από τον δικαστή τη δυνατότητα άμεσης εποπτείας και γνώσης της μαρτυρικής κατάθεσης. Η εισαγωγή ενός εμμάρτυρου αποδεικτικού μέσου δια μίας αμφίβολης αξιοπιστίας έγγραφης βεβαίωσης νοθεύει την αρχή της αμεσότητας, καθώς ούτε ο δικαστής αλλά ούτε ο αντίδικος έχουν τη δυνατότητα να προσβάλλουν την αξιοπιστία του ούτε δύνανται να υποβάλλουν ερωτήσεις. Δεδομένου ότι αυτές συντάσσονται και επί συγκεκριμένης δίκης, όχι σε ανύποπτο χρονικό σημείο, εν αντιθέσει προς τα μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα, αποτελούν κατά κυριολεξία έναν μηχανισμό κατασκευής πραγματικών περιστατικών χρήσιμων για τη νίκη του διάδικου που τις επικαλείται.
Τέλος, οι ένορκες βεβαιώσεις μπορούν να οδηγήσουν σε παράβαση του άρθρου 6 ΕΣΔΑ για το δικαίωμα στη δίκαιη δίκη, όπως τροποποιήθηκε από τις διατάξεις του Πρωτοκόλλου υπ’ αριθ. 14 από τη θέση του σε ισχύ την 1η Ιουνίου 2010. Αναλυτικότερα, στην κρίση του ΕΔΔΑ υπόκειται η αξιολόγηση της δίκαιης προσκόμισης και αξιολόγησης των αποδεικτικών μέσων, ήτοι εάν η διαδικασία του τρόπου παρουσίασης των αποδεικτικών μέσων έχει δίκαιο χαρακτήρα. Η κατά τα ανωτέρω, συνήθης στην πρακτική, διαδικασία της υπαγόρευσης από τους δικαστικούς πληρεξουσίους, η επί σκοπώ της συγκεκριμένης δίκης σύνταξή τους και η μη υποβολή τους σε άμεση δικαστική βάσανο, αποτελούν παράβαση του δικαιώματος στη δίκαιη δίκη, καθώς υποθάλπουν το δικαίωμα ακροάσεως του αντιδίκου και την πληρέστερη διαμόρφωση της δικανικής πεποιθήσεως.
Στο άρθρο 422 ΚΠολΔ, τίθεται ως προϋπόθεση του κύρους των ενόρκων βεβαιώσεων η κλήτευση του αντιδίκου τουλάχιστον δύο (2) ημέρες πριν από τη λήψη τους, ακόμη και όταν ο αποδέκτης της κλήσεως διαμένει στο εξωτερικό. Αρκεί, σύμφωνα με την ΚΠολΔ 136 και 134 για την επίδοση, η παράδοση του εγγράφου στις αρχές ανεξάρτητα από τον χρόνο της αποστολής και παραλαβής του (πλασματική επίδοση). Το βραχύτατο αυτό κατώτατο χρονικό όριο, δεδομένης της χρονοβόρας διαδικασίας της επιδόσεως σε χώρες εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στερεί την κλήτευση από κάθε ουσιαστική χρησιμότητα.
Κατά τη Σύμβαση της Χάγης 1965, η οποία εφαρμόζεται σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, προβλέπεται ότι τα επιδοτέα έγγραφα κατατίθενται στον αρμόδιο εισαγγελέα, ο οποίος τα προωθεί στην κεντρική αρχή διαβιβάσεως, ήτοι για την Ελλάδα η Γ3 διεύθυνση διοικητικών και δικαστικών υποθέσεων του Υπουργείου Εξωτερικών. Η επίδοση γίνεται με βάση τους κανόνες του εθνικού δικαίου της αρχής διαβιβάσεως ή με βάση ειδικό τύπο που ζήτησε ο αιτών, αρκεί να μην προσκρούει στο εθνικό δίκαιο του κράτους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση. Συγχρόνως, προβλέπεται η ευχέρεια του εθνικού δικαστή να προχωρεί στην έκδοση απόφασης χωρίς την προσκομιδή βεβαιώσεως επιδόσεως, δηλαδή αρκούμενος στην πλασματική επίδοση της κλήσεως.
Οι συγκεκριμένες εκτεθείσες ρυθμίσεις παρουσιάζουν σοβαρά προβλήματα, καθώς αντίκεινται στο άρθρο 20 του ελληνικού Συντάγματος, το οποίο υπερισχύει έναντι του τυπικού νόμου και των διεθνών συμβάσεων, δημιουργούν ανισότητα στην πρόσβαση των δικονομικών όπλων, αιφνιδιάζουν τον αντίδικο κάτοικο εξωτερικού και περιορίζουν ασφυκτικώς τον χρόνο προετοιμασίας του για την αντίκρουση των αποδεικτικών μέσων του αντιδίκου του. Παράλληλα, αποτελούν αδικαιολόγητη διάκριση και ευθεία παράβαση των άρθρων 6 και 14 της ΕΣΔΑ.
Αναφορικά με τη Σύμβαση της Χάγης, την άποψη αυτή συμμερίζεται τόσο η θεωρία όσο και η νομολογία του ΑΠ υποστηρίζοντας ότι η επίδοση της κλήσεως προς τον αντίδικο για λήψη ένορκης βεβαίωσης δεν εμπίπτει ερμηνευτικώς στο πεδίο εφαρμογής της Σύμβασης της Χάγης.
Όσον αφορά τα άρθρα 136 και 134 ΚΠολΔ, ο Άρειος Πάγος δέχεται την εφαρμογή του άρθρου 116 ως ερμηνευτικό εργαλείο για την αποτροπή δικονομικών καταχρήσεων στις περιπτώσεις κλητεύσεως δια πλασματικής επιδόσεως. Έτσι, ενδεχόμενη κατάχρηση των προβλεπόμενων προθεσμιών, με σκοπό την παρέλκυση της δίκης, θα πρέπει να καθιστά απαράδεκτη την κλήτευση του αντιδίκου. Επιβάλλεται έτσι, η επίδοση σε εύλογο χρόνο και η αποφυγή εξάντλησης των χρονικών ορίων, ώστε ο κλητευόμενος να έχει επαρκή περιθώρια, για να λάβει γνώση του περιεχομένου της ένορκης βεβαίωσης.
Αντιθέτως, υπόδειγμα αρμονικού συγκερασμού των δικαιωμάτων άμυνας του αποδέκτη της επίδοσης και του επισπεύδοντος την επίδοση αποτελεί ο Κανονισμός 1784/2020 της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο οποίος υπερισχύει έναντι οποιασδήποτε, ακόμη και συνταγματικής περιωπής, νομοθετικής ρύθμισης του εσωτερικού δικαίου και οποιασδήποτε διεθνούς συμφωνίας, κατ’ άρθρο 28 του Συντάγματος. Πιο αναλυτικά, ως χρόνος επιδόσεως θεωρείται η ημερομηνία κοινοποιήσεως της πράξεως στον παραλήπτη της επίδοσης, βάσει του δικαίου του κράτους παραλαβής. Όταν κατά το εθνικό δίκαιο του κράτους προέλευσης η πράξη επιδίδεται εντός ορισμένης προθεσμίας, κρίσιμη για τον αποστολέα είναι η ημερομηνία επιδόσεως του κράτους του. Ωστόσο, η επίδοση κατά το εθνικό δίκαιο αναπτύσσει αποκλειστικά τις δικονομικές και ουσιαστικές συνέπειες που αφορούν τον ενάγοντα. Για να δεσμευθεί και ο αποδέκτης, πρέπει να τηρηθούν και οι προθεσμίες του κράτους προορισμού της επιδόσεως, οι οποίες και θα συμπίπτουν συνήθως με την πραγματική επίδοση.
Η ρύθμιση του Κανονισμού εφαρμόζεται, όπως είναι προφανές, μόνο μεταξύ των μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και συνιστά λαμπρό δείγμα βήματος προς την ευρωπαϊκή ενοποίηση και την ανάπτυξη του ευρωπαϊκού δικονομικού δίκαιου.
Η παραπάνω ανάλυση δεν θα μπορούσε να ολοκληρωθεί χωρίς την έκθεση ορισμένων προτάσεων για την δικαιοκρατικότερη χρήση των ενόρκων βεβαιώσεων. Φυσικά, κατάργηση τους αποκλείεται εκ προοιμίου ως απόλυτη και αδικαιολόγητη, λόγω της χρησιμότητάς τους στην επιτάχυνση της διαδικασίας και της ευρύτατης χρήσης τους στη δικαστηριακή πρακτική. Προκειμένου, όμως, να επικρατήσει η ευεργετική τους λειτουργία και όχι η κατάχρησή τους, πρέπει να υπάρξουν μεταρρυθμίσεις ως προς τα κατώτατα χρονικά όρια κλήτευσης του αντιδίκου και ως προς τις προϋποθέσεις επιλογής των οργάνων ενώπιον των οποίων κατατίθενται.
Σημαντικότερη από όλες, όμως, είναι η πλήρης, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολόγηση της χρήσεώς τους στις δικαστικές αποφάσεις. Δυστυχώς, ο Άρειος Πάγος δέχεται ότι ο δικαστής της ουσίας δεν υποχρεούται να εκθέσει στην απόφαση τους λόγους για τους οποίους προσδίδει μεγαλύτερη αποδεικτική δύναμη στην ένορκη βεβαίωση ενός μάρτυρα και απορρίπτει εκείνη ενός αλλού. Μία τέτοια στάση υπονομεύει τη δικαιοδοτική λειτουργία και μειώνει την αξιοπιστία και την πειθώ των δικανικών κρίσεων. Είναι απαραίτητο ο δικαστής να αιτιολογεί επαρκώς, γιατί έλαβε υπόψη μια συγκεκριμένη ένορκη βεβαίωση και ποια στοιχεία οδήγησαν στην απόρριψη κάποιας άλλης. Μόνο έτσι εξυπηρετούνται οι σκοποί της πολιτικής δίκης και τίθεται σε ουσιαστική εφαρμογή το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Γιαννόπουλος, Παναγιώτης Σ., Οι ένορκες βεβαιώσεις ως αποδεικτικό μέσο στην πολιτική δίκη, Θεσσαλονίκη, Εκδόσεις Σάκκουλα Α.Ε, 2005
- Κιούπης, Δημήτριος, Δικαστική Ψυχολογία και Ψυχιατρική Δ’ Έκδοση, Αθήνα, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2022
- Νίκας, Νικόλαος Θ., Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας Δ’ έκδοση, Θεσσαλονίκη, Εκδόσεις Σάκκουλα Α.Ε, 2022
- Παντελής, Αντώνης Μ., Εγχειρίδιο Συνταγματικού Δικαίου Ε’ Έκδοση, Αθήνα, Εκδόσεις Λιβάνη Ι.Κ.Ε., 2020
- Παπανικολάου, Κ., Θεμελιώδη Δικαιώματα Β’ Έκδοση, Αθήνα, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2022
- Σισιλιάνος, Λίνος-Αλέξανδρος, Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου Ερμηνεία Κατ’ Άρθρο Β’ Έκδοση, Αθήνα, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2016
-
Right to a fair trial: landmark judgments – The European Convention on Human Rights (coe.int)Prohibition of discrimination: landmark judgments – The European Convention on Human, διαθέσιμο εδώ