Της Μαρίας Αλευρομαγείρου,
Στον αντίποδα της δράσης της Άννας της Σαβοΐας που αναλύσαμε στο πρώτο μέρος του άρθρου, στέκεται η Σοφία του Μομφερράτου, μια ακόμη δυτική πριγκίπισσα που επισκέφτηκε την Κωνσταντινούπολη με σκοπό το γάμο. Πιο συγκεκριμένα, στις 19 Ιανουαρίου 1421, η Σοφία, κόρη του Θεοδώρου Β΄ του Μομφερράτου και της Ιωάννας του Μπαρ, παντρεύτηκε στην Αγία Σοφία τον Ιωάννη Η΄ Παλαιολόγο και αμέσως μετά στέφθηκε «αυτοκράτειρα των Ρωμαίων». Ωστόσο, του γάμου αυτού είχε προηγηθεί έντονο παρασκήνιο, αφού η Σοφία είχε ένα εκ γενετής ελάττωμα, μια παραμόρφωση στο πρόσωπο, που αποδείχτηκε καθοριστικής σημασίας για την τύχη της ίδιας και του γάμου της.
Η επιλογή της είχε βασιστεί σε καθαρά πολιτικά κίνητρα, αφού ο Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγος, πατέρας και συν-αυτοκράτορας του Ιωάννη, είχε αποφασίσει πως ο γάμος αυτός αποτελούσε ιδανικό μέσο για τη σύσφιξη των σχέσεων της αυτοκρατορίας με τη Δύση. Ως προς τις λεπτομέρειες, οι ερευνητές διαφωνούν, με το Runciman να υποστηρίζει ότι ο Μανουήλ προσέβλεπε σε συμμαχία με τους Γενουάτες και τη Dabrowska να υποστηρίζει πως ο ίδιος ο Πάπας πρότεινε τη Σοφία στους Βυζαντινούς, προκειμένου να δημιουργήσει πρόβλημα στους Βισκόντι, που τότε αποτελούσαν απειλή για το παπικό κράτος. Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με το τυπικό της διπλωματίας, οι Βυζαντινοί είχαν στείλει προηγουμένως, το 1420, σχετική πρεσβεία και είχε υπογραφεί γαμήλιο συμβόλαιο με τον αδερφό της νύφης Ιωάννη-Ιάκωβο, ενώ ο Πάπας είχε δώσει σχετική έγκριση στο Μανουήλ να βρει δυτικές πριγκίπισσες για τους γιούς, του παραβλέποντας τις συνήθεις αντιρρήσεις του για τον γάμο καθολικών με «αλλόθρησκους».
Ωστόσο, ο γαμπρός, Ιωάννης Η΄, είχε εκφράσει αντιρρήσεις που οφείλονταν στην εμφάνιση της νύφης, αλλά είχε αναγκαστεί να υποχωρήσει υπό την πίεση του πατέρα του. Όταν, όμως, η Σοφία έφτασε στην Κωνσταντινούπολη, ο Ιωάννης αναθεώρησε και προσπάθησε να αποφύγει το γάμο, αναβάλλοντάς τον επί επτά μήνες, σε αντίθεση με την πάγια τακτική που ακολουθούνταν σε τέτοιου είδους περιπτώσεις όπου ο γάμος τελούνταν αμέσως μετά την άφιξη της πριγκίπισσας. Ακόμη και μετά τον γάμο, που πιθανότατα δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, ο Ιωάννης απέφευγε τη σύζυγό του και μάλιστα, σύμφωνα με τον ιστορικό Λαόνικο Χαλκοκονδύλη της συμπεριφέρονταν με αγένεια και απαξίωση, προκαλώντας την αντίδρασή της. Η Σοφία αναζήτησε παρηγοριά και υποστήριξη στην ακολουθία που την είχε συνοδεύσει από την πατρίδα της και στον καθολικό πνευματικό της.
Όμως, μετά την απώλεια του πεθερού της, Μανουήλ Β΄, που φαίνεται να ήταν και ο μόνος που τη στήριζε, αναγκάστηκε να διαφύγει κρυφά, προφασιζόμενη, τον Αύγουστο του 1426, πως θα πήγαινε μια βόλτα στους κήπους στο Πέρα. Συνοδευόμενη από τις κυρίες επί των τιμών και κάποιους νεαρούς αυλικούς της, πέρασε στον Γαλατά και από εκεί επιβιβάστηκε σε ένα Γενοβέζικο πλοίο και επέστρεψε στην πατρίδα της. Εκεί, αν και την υποδέχθηκαν θερμά, εξαναγκάστηκε, ως γυναίκα που είχε εγκαταλείψει το σύζυγό της, να αποσυρθεί από την κοσμική ζωή και να μονάσει ως το θάνατό της λίγα χρόνια αργότερα.
Ο ιστορικός Δούκας αναφέρει πως φεύγοντας η Σοφία δεν πήρε τίποτα μαζί της παρά μόνο το στέμμα της, δηλώνοντας πως «αυτό αποτελεί απόδειξη πως ήταν και είναι αυτοκράτειρα των Ρωμαίων. Δεν με ενδιαφέρει κάποιος άλλος θησαυρός». Ωστόσο, κάποιοι ερευνητές εντάσσουν αυτή τη δήλωση στο πλαίσιο μιας πρότασης εκ μέρους του συζύγου της να λάβει κάποια αποζημίωση και να επιστρέψει στην πατρίδα της, ίσως αφού ο θάνατος του πατέρα του είχε απελευθερώσει πλέον τον Ιωάννη από την υποχρέωση να τηρήσει την υπόσχεσή του, γεγονός που θα σήμαινε πως ουσιαστικά εκδιώχτηκε από την Πόλη.
Σε κάθε περίπτωση, δεν θα πρέπει να παραβλέψουμε το γεγονός πως η αναπηρία της συνδυαζόταν με ένα ακόμη θανάσιμο αμάρτημα για την κοινή γνώμη του Βυζαντίου, το γεγονός πως δεν προσχώρησε στην ορθοδοξία. Έτσι, ο Συμεών, Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, υποστήριξε πως ο γάμος του αυτοκράτορα με μια σχισματική που ανακηρύχθηκε αυτοκράτειρα των Ορθοδόξων, ενώ δεν είχε ασπαστεί το Σύμβολο της Πίστης των Πατέρων της Εκκλησίας, αποτελούσε τεράστιο αμάρτημα για το οποίο η τιμωρία ήταν η πολιορκία της Πόλης από τους Οθωμανούς το 1422, ο λιμός που επακολούθησε και τα προβλήματα με τη Δημοκρατία της Γένοβας.
Ωστόσο, η περίπτωση της Σοφίας του Μομφερράτου ήταν μάλλον μεμονωμένη και οφείλεται στις ιδιαίτερες συνθήκες που τη χαρακτήριζαν. Διαφαίνεται, πως υπήρχε πολύς χώρος για μια δεσποσύνη από τη Δύση στο Βόσπορο, αφού δεν υπάρχουν ενδείξεις πως οι δυτικές πριγκίπισσες της Παλαιολόγειας περιόδου αντιμετώπισαν δυσκολίες λόγω θρησκευτικών ή πολιτιστικών διαφορών, ειδικά όταν δεν εμπλέκονταν στο πολιτικό παιχνίδι αλλά περιορίζονταν στα τυπικά καθήκοντα της αυτοκράτειρας και, κυρίως, στην ανατροφή των απογόνων του αυτοκράτορα, δηλαδή των συνεχιστών της δυναστείας. Σε αυτό συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό και το φιλοδυτικό κλίμα που χαρακτήριζε τους αυτοκρατορικούς κύκλους τα ύστατα αυτά χρόνια της ζωής του Βυζαντίου.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Μεργιαλή-Σαχά, Σ. (2012), Αμφίδρομες πολιτισμικές διαδρομές ανάμεσα στο Βυζάντιο και την Αναγεννησιακή Ιταλία, Βυζαντινά 32.
- Dabrowska, M. (2008), “Is there any room on the Bosporus for a Latin lady?”, Byzantinoslavica 66.
- Nicol, D. (1993), The Last Centuries of Byzantium, 1261-1454, Cambridge: Cambridge University Press.
- Garces Avalos, G. (2015), Presencia Saboyana en la Corte de los Paleológos (1326-1347), Byzantion Nea Hellàs 34.
- Nicol, D. (1989), Byzantium and Venice: A Study in Diplomatic and Cultural Relations, Cambridge: Cambridge University Press.
- Melichar, P. (2019), “A Heretic with a Distorted Face: Sophia of Montferrat, the ‘Other’ Empress of Byzantium”, στο: Same Bodies, Different Women: ‘Other’ Women in the Middle Ages and the Early Modern Period, Trivent Publishing.