Του Θανάση Μάριζα,
Την εμφάνισή του σε κύκλους του διαδικτύου έκανε πρόσφατα ένα βίντεο, το οποίο αποτελεί απόσπασμα από συγκέντρωση του ακροδεξιού κόμματος Νίκη. «Πρωταγωνιστής», ένας εκ των υποψηφίων (δεν εξελέγη εν τέλει) βουλευτών του, ονόματι Κωνσταντίνος Καρατσομπάνης. Στο πλαίσιο ομιλίας, ανάμεσα σε λυγμούς του ιδίου κι ένθερμα χειροκροτήματα του ακροατηρίου του, ισχυρίζεται πως: «Γίνονται θαύματα. Αυτό που ζούμε σήμερα, εδώ και τώρα, είναι ένα θαύμα».
Η Νίκη, με επικεφαλής τον θεολόγο Δημήτρη Νατσιό, δεν έχει να προσφέρει κάτι ιδιαιτέρως ριζοσπαστικό ή πρωτότυπο στον χώρο της ακροδεξιάς. Οι θέσεις της περιστρέφονται γύρω από, πάνω κάτω, αναμενόμενους πυλώνες: προώθηση του τετριμμένου τριπτύχου «πατρίς – θρησκεία – οικογένεια», εναντίωση στο δικαίωμα αμβλώσεων, θεωρίες συνομωσίας κι αντιεπιστημονικές απόψεις, αντιφρονών χαρακτήρας προς τη «Νέα Παγκόσμια Τάξη», ρατσιστική αντιμετώπιση των μεταναστών και χλευασμός της κοινότητας Λ.Ο.Α.Τ.Κ.Ι. «Ελλάς – Ελλήνων – Χριστιανών», λοιπόν, θα μπορούσαμε να πούμε. Αυτό που πράγματι προκαλεί εντύπωση, στην υπόθεση του συγκεκριμένου κόμματος, είναι η σφοδρότητα με την οποία κέρδισε την παρουσία του στην πολιτική επικαιρότητα. Με τις φετινές εκλογές να αποτελούν το ουσιαστικό «βάπτισμα του πυρός» του, σημείωσε μια ανέλπιστη επιτυχία όχι μόνο για τα δικά του δεδομένα, αλλά και για του κάθε «πρωτάρικου» πολιτικού συνδυασμού.
Ίσως, τελικά, να εμπεριέχεται κάποιο δίκιο στα λόγια του κ. Καρατσομπάνη. Πράγματι, περί θαύματος πρόκειται. Πώς, άλλωστε, μπορεί να εξηγηθεί αυτή η ξαφνική εδραίωση ενός πολιτικού «αγνώστου», στον χώρο της ακροδεξιάς, αλλά και την ευρύτερη ελληνική πραγματικότητα; Εκτός, λοιπόν, από υλικό – χρυσάφι για κωμικές ιστοσελίδες τύπου “Luben”, το προαναφερθέν στιγμιότυπο αποτελεί και ιδανική αφορμή (πέραν, εννοείται, των ίδιων των εκλογών) για να εξεταστεί το πώς ακριβώς εκδηλώθηκε αυτή η… «θαυματουργική» εξέλιξη. Η αλήθεια είναι πως δεν θα χρειαστεί να σκάψουμε πολύ βαθιά για να βρούμε μια, τουλάχιστον επιφανειακή, απάντηση. Η κατάρρευση της Χρυσής Αυγής και ο περιορισμός των άμεσων απογόνων της (στους οποίους, προφανώς, ανήκαν οι κομματικές απόπειρες Κασιδιάρη), σε συνδυασμό με τις δικαστικές ήττες άλλων «συνήθων υπόπτων» (όπως οι Μπογδάνος και Λατινοπούλου), δημιούργησαν ένα υπολογίσιμο απόθεμα «ορφανών» ψηφοφόρων, ορισμένοι εκ των οποίων βρήκαν καταφύγιο στον συνδυασμό του κ. Νατσιού. Αντίστοιχα, η σχετική επισκίαση της «πρωτοπορίας» του στις Εκλογές της 25ης Ιουνίου οφείλεται κυρίως στην ανάδειξη – έκπληξη του πολιτικού συνεχιστή και ιδεολογικού κληρονόμου του «χρυσαυγιτισμού», του κόμματος των Σπαρτιατών.
Εδώ προκύπτει ως λογικό επόμενο το ουσιαστικό ερώτημα της εν λόγω θεματικής: τι είναι αυτό που ελκύει μια σεβαστή μερίδα του ελληνικού πληθυσμού σε τέτοιου είδους κόμματα; Την απάντηση, αναφορικά με την ευρύτερη «γοητεία» της ακροδεξιάς, συνεχίζουν να αναζητούν πολυάριθμοι θεωρητικοί (κι όχι μόνο) επιστήμονες, συνδυάζοντας πολιτικές, ιστορικές, νομικές, ψυχολογικές και ποσοτικές προσεγγίσεις, σε έργα που ξεπερνούν κατά πολύ, τόσο σε έκταση όσο και ποιότητα, το παρόν κείμενο. Ως εκ τούτου, θα ήταν επικίνδυνα αλαζονικό να ισχυριστούμε πως κατέχουμε μια αντικειμενική κι ολοκληρωμένη αλήθεια, ικανή να δώσει τέλος στη συζήτηση αυτή. Αυτός είναι κι ο ίδιος τύπος αλαζονείας, εξάλλου, που επιτρέπει σε πολιτικά στοιχεία, όπως τους συντελεστές της Νίκης, να θεωρούν πως έχουν ανακαλύψει την «ουσιαστική» ρίζα των προβλημάτων της Ελλάδας. Το παρόν κείμενο δεν πρόκειται, επίσης, να αναλωθεί σε μια απλή κριτική και καταδίκη των ακροδεξιών ιδεολογικών πεποιθήσεων. Αυτό είναι (ή, μάλλον, θα έπρεπε να είναι) αυτονόητο και οικουμενικώς αποδεκτό. Κρίνεται πιο χρήσιμο να ακολουθήσει μια, έστω σύντομη, καταγραφή του περιβάλλοντος, μέσα στο οποίο λειτουργούν τα σύγχρονα ελληνικά ακροδεξιά κόμματα και, κατ’ επέκταση, η νεοσύστατη Νίκη.
Αναφερθήκαμε προηγουμένως βραχέως στην κληρονομιά της Χρυσής Αυγής και των καταλοίπων της. Αυτό δεν έγινε για λόγους ταύτισής της με κόμματα, όπως η Νίκη. Αν μη τι άλλο, τα τελευταία υιοθετούν μια συγκριτικά πιο «αποδεκτή» κι απλουστευμένη ακροδεξιά ρητορική, που βασίζεται λιγότερο σε φυλετικές θεωρίες ή παραστρατιωτικές οργανώσεις και περισσότερο σε αυτό το οποίο ο μέσος Έλληνας γνωρίζει (ή, τουλάχιστον, θεωρεί πως γνωρίζει) καλά: την εθνική και θρησκευτική του ταυτότητα. «Πρωταθλητής» στο παιχνίδι αυτό έχει αναδειχθεί κι ο ηγέτης του (έως και πριν λίγο καιρό) επιφανέστερου σύγχρονου ακροδεξιού κόμματος, δηλαδή ο Κυριάκος Βελόπουλος της Ελληνικής Λύσης. Εκμεταλλευόμενος την απήχησή του σε λαϊκά, κατά κύριο λόγο, νοικοκυριά, μέσω και της τηλεοπτικής του συχνότητας, έχει καλλιεργήσει ένα αφήγημα παρόμοιο με της Νίκης, στηριζόμενο στους αποδιοπομπαίους τράγους των μειονοτήτων και στην άνευ όρων «αντίσταση» προς το παγκόσμιο πολιτικό κατεστημένο. Ενδεικτικό αυτού του προσωποπαγούς αντικτύπου του, εν μέρει και σε ηλικιωμένους ψηφοφόρους, είναι το γεγονός πως από τα ψηφοδέλτια των «πέντε μεγάλων» (πριν τις Eκλογές της 25ης Ιουνίου) κομμάτων της Βουλής, μόνον εκείνο της Ελληνικής Λύσης περιελάμβανε τη φωτογραφία και το όνομα του ηγέτη της, με έντονη (κι ευανάγνωστη) γραμματοσειρά.
Έχοντας υπόψιν την ανωτέρω σύγκριση, αναμένεται να ιδωθεί ο ρόλος που θα αναλάβει η Νίκη μέσα στο Κοινοβούλιο, καθώς και το πώς θα συναναστραφεί με τους υπόλοιπους «συγκατοίκους» της, ιδίως δε τον «συγγενή» συνδυασμό του κ. Βελόπουλου. Ενδιαφέρον παρουσιάζει, επίσης, το πώς αυτά τα δύο κόμματα, που κινούνται στα ίδια επίπεδα αριθμού υποστηρικτών, θα αλληλεπιδράσουν με τους πιο ακραίους «Σπαρτιάτες», ξαφνικούς δέκτες της «μερίδας του λέοντος» των ακροδεξιών ψηφοδελτίων.
Επιστρέφοντας, τέλος, για μια ακόμη φορά στη σύγκριση με τη Χρυσή Αυγή και τα λοιπά «ακανδώθη» στοιχεία, θα πρέπει να επισημανθεί πως, ενώ η Νίκη ή η Ελληνική Λύση δεν έχουν καταλήξει σε βίαιες ακρότητες, εντούτοις αυτό δεν σημαίνει πως μπορούν να «νίπτουν τας χείρας τους». Και μόνο η ύπαρξη τέτοιου είδους ρητορικών και πεποιθήσεων, πολλώ δε μάλλον η εδραίωσή τους σε έδρανα της Βουλής, επιτρέπει τη δημιουργία ενός περιβάλλοντος αρκετά ευνοϊκού για την «αναζωπύρωση» συγκριτικά πιο ακραίων παραγώγων. Το βλέμμα στρέφεται, για μια ακόμη φορά, στους «Σπαρτιάτες».
Κατά την άποψη του γράφοντος, δεν υφίσταται δίλημμα για το κατά πόσο μια ανεκτική κοινωνία θα έπρεπε να δείχνει ανοχή στην κοινωνική και πολιτική «δυσανεξία». Όταν οι ανεκτικοί επεκτείνουν αυτό το προνόμιο και σε εκείνους που δεν το συμμερίζονται, τότε οι τελευταίοι μπορούν να καταλάβουν θέσεις ισχύος, από όπου θα πλήξουν τους πρώτους, όπως έχει έντεχνα υποστηρίξει ο σημαίνων φιλόσοφος της επιστήμης Karl Popper. Εάν αφήσεις μια τσουκνίδα να αδράξει μια θέση κάτω απ’ τον ήλιο, μπορεί, εν τέλει, να εξελιχθεί σε σαρκοβόρο φυτό. Γιατί το αίμα νερό δεν γίνεται, όπως δυστυχώς εμπεδώσαμε (ή ίσως και όχι) κατά την τελευταία δεκαετία.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Το ακροδεξιό, ομοφοβικό και «ψεκασμένο» αφήγημα του κόμματος «Νίκη», tanea.gr, διαθέσιμο εδώ
- Βελόπουλος VS Νίκη: Μπόλια, θρησκεία, Μακεδονία – Πώς εξηγείται ο ακροδεξιός “εμφύλιος”, news247.gr, διαθέσιμο εδώ
- Viral ο υποψήφιος βουλευτής της Νίκης που ξεσπά σε λυγμούς στην ομιλία του: “Γίνονται θαύματα” [βίντεο], thetoc.gr, διαθέσιμο εδώ
- To κόμμα «Νίκη» ήττα για τη λογική, την ανθρωπότητα, τη Δημοκρατία, thepressproject.gr, διαθέσιμο εδώ
- Δημήτρης Ψαρράς, Η Μαύρη Βίβλος της Χρυσής Αυγής: Ντοκουμέντα από την ιστορία και τη δράση μιας ναζιστικής ομάδας (Εκδόσεις Πόλις / Αθήνα / 2012)
- Karl R. Popper, The Open Society and Its Enemies, Volume I: The Spell of Plato (Routledge & Kegan Paul / Λονδίνο / 1962), σελ. 265
- Mabel Berezin, Illiberal Politics in Neoliberal Times: Culture, Security and Populism in the New Europe (Cambridge University Press / Νέα Υόρκη / 2009)