14.4 C
Athens
Τετάρτη, 6 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΙστορίαΗ Αρχαία Ήπειρος: Ο τόπος και οι κάτοικοι

Η Αρχαία Ήπειρος: Ο τόπος και οι κάτοικοι


Του Ηλία Λεωνίδα Λεοντάρη,

Η αρχαία Ήπειρος (<α στερητικό + πέρας, ονοματοδοσία από τους ναυτικούς που αντίκρυζαν μια απέραντη έκταση) καταλάμβανε γεωγραφικά την περιοχή εκείνη του δυτικού ελλαδικού χώρου που είχε ως σύνορα, την οροσειρά της Πίνδου στα ανατολικά, τα νησιά του Ιονίου στα δυτικά, την Αμβρακία στα νότια, ενώ τα βόρεια σύνορά της δεν είναι τόσο σαφή, καθώς πιθανολογούμε ότι ορίζονταν από τον ποταμό Γενούσο (σημ. Shkumbin κεντρικής Αλβανίας). Περιέχει ποταμούς (Λούρος, Άραχθος, Αωός, Δρίνος, Βοϊδομάτης κ.λπ.) -πλείστοι εκ των οποίων πλωτοί, λίμνες (Αχέροντα, Βουθρωτού κ.α.), εύφορες πεδιάδες (Αράχθου, κοιλάδα Αχέροντα, Μαζαρακιάς κ.α.), ενώ οι επικοινωνίες με τους όμορους λαούς είχαν δυσκολίες κυρίως λόγω της δυσπρόσιτης γεωγραφίας της.

Η οροσειρά της Πίνδου, δεν επέτρεπε την εύκολη πρόσβαση σε Θεσσαλία και Μακεδονία, ενώ η σύνδεση με την κεντρική και νότια Ελλάδα γινόταν μέσω Αμβρακίας. Το πέρασμα προς την Ήπειρο και το μαντείο της Δωδώνης κυρίως, γινόταν δια θαλάσσης μέχρι την Αμβρακία και από εκεί, είτε έπλεαν τον Λούρο ποταμό, είτε περπατούσαν διαμέσου στενών μονοπατιών που ονομάζονταν «ιερά οδός», και έφταναν μέχρι το όρος Τόμαρο, στο λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων. Το μαντείο της Δωδώνης, ήταν το αρχαιότερο του ελληνικού κόσμου και προσέλκυε από όλον τον ελλαδικό χώρο μεγάλους πληθυσμούς και αξιωματούχους εκ μέρους πόλεων, οι οποίοι ήθελαν να χρησμοδοτηθούν (χρηστήρια ελάσματα Δωδώνης).

Χάρτης της Αρχαίας Ηπείρου. Πηγή εικόνας: protothema.gr

Το κλίμα ποικίλλει ανάλογα την περιοχή. Η Ήπειρος έχει μεσογειακό κλίμα στις παράκτιες περιοχές, ήπιο στο εσωτερικό, και στην ενδοχώρα το κλίμα της είναι ηπειρωτικό, χαρακτηρίζεται δηλαδή από έντονες βροχοπτώσεις καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Αυτός είναι και ένας λόγος που ο Όμηρος (Ραψωδία Π, στ. 234) την αποκαλεί «δυσχείμερον» (με το πολύ κρύο). Η χλωρίδα της Ηπείρου, λόγω του συνδυασμού πληθώρας όρων αλλά και παραθαλάσσιων περιοχών, βρίθει εύλογα. Κυρίαρχα δέντρα η οξιά, το έλατο, το πεύκο και η καστανιά, σε συνδυασμό με πολλά διαφορετικά είδη άγριων λουλουδιών και βοτάνων. Οι ηπειρώτες γεωργοί καλλιεργούσαν το βαμβάκι, την άμπελο, το ρύζι, της ελιές, αλλά και τα εσπεριδοειδή (στην πεδιάδα του Αράχθου κυρίως), ενώ τα δημητριακά που αποτελούν και τη βάση της μεσογειακής διατροφής ανέκαθεν, απαντώνται σε πολύ μικρές ποσότητες σε ορισμένες περιοχές, και προφανώς όχι με σκοπό το εξαγωγικό εμπόριο.

Επιπλέον, τα πλούσια μέταλλα εκλείπουν, με την παρουσία συγκεκριμένων πετρωμάτων. Η πανίδα της Ηπείρου, παρουσιάζει έντονο ενδιαφέρον μιας και οι περισσότεροι κάτοικοί της ήταν νομαδικοί κτηνοτρόφοι. Πληθώρα αιγοπροβάτων και βοοειδών απαρτίζουν τα πλούσια ορεινά και πεδινά βοσκοτόπια της περιοχής, με ιδιαίτερη έμφαση στα βοοειδή, για τα οποία ήταν ξακουστή η Ήπειρος, γι’ αυτό και ονομαζόταν και πολυλήιος (με πολλά βοοειδή). Στην άγρια πανίδα συγκαταλέγονταν ελάφια, αγριόχοιροι, λύκοι κ.λπ., ενώ κάποτε λέγεται ότι υπήρχαν μέχρι και λεοπαρδάλεις και πάνθηρες. Τέλος, στις ασχολίες των ηπειρωτών πρέπει να προστεθεί η αλιεία (σε ποταμούς, λίμνες αλλά και τη θάλασσα), η θήρα και η ενασχόληση με τις αλυκές.

Επιπρόσθετα, πρέπει να γίνει μνεία σχετικά με τα φύλα που κατοικούσαν στην Ήπειρο. Τα 4 κυρίαρχα φύλα που απάρτιζαν το ηπειρωτικό έθνος ήταν οι Μολοσσοί, οι Θεσπρωτοί, οι Χάονες και οι Κασσωπαίοι. Η κοινωνική δομή των φύλων αυτών, ξεκινά με τη μικρότερη κοινωνική μονάδα που είναι κάποιο μικρότερο φύλο, το οποίο με το ποίμνιο του, ήλεγχε μια μικρή έκταση για βοσκήματα. Ακολουθεί η ενδιάμεση ομάδα που αποτελείται από τις πολλές μικρότερες υποομάδες συνασπισμένες, και όλες αυτές οι ενδιάμεσες ομάδες μαζί, συνιστούν το φύλο (Μολοσσοί, Χάονες κ.λπ.). Αυτός ο τρόπος κοινότητας διαφοροποιούνταν σε μεγάλο βαθμό από τις πόλεις του ελληνικού νότου, στις οποίες υπήρχε ήδη το σύστημα της πόλης-κράτους. Ο αρχηγός της κάθε μικρότερης ομάδας-φυλής, εκλέγεται πιθανόν, ενώ οι κάτοικοι ζουν ημιυπαίθρια, λόγω της νομαδικότητας. Αυτή ακριβώς η νομαδικότητα και οι διαρκείς μετακινήσεις θα έχουν ως αποτέλεσμα τον συντηρητισμό της Ηπείρου και την απομόνωση, όπως επίσης και τα λιγοστά ευρήματα πριν τον 7ο αιώνα π.Χ. (κυρίως στη Μολοσσίδα).

Το Καταγώγιον της αρχαίας Κασσώπης. Δημόσιος ξενώνας ή εμπορική αγορά. Πηγή εικόνας: wondergreece.gr

Η Μολοσσίδα γη, περιλάμβανε την κεντρική Ήπειρο (σημ. λεκανοπέδιο Ιωαννίνων) και ήταν η πολυπληθέστερη. Πρωτεύουσά της η Πασσαρών, ενώ άλλες σημαντικές πόλεις ήταν η Τεύτα, η Τέκμων και το Όρραον. Είχαν υπό τη διαχείρισή τους (οι Μολοσσοί κατά κύριο λόγο) το ιερό της Δωδώνης, γι’ αυτό και θα αναπτύξουν σιγά-σιγά σχέσεις με τον νοτιότερο ελλαδικό χώρο. Η Χαονία συγκροτείται στο βορειοδυτικό τμήμα της Θεσπρωτίας μέχρι και τη σημερινή ν. Αλβανία. Σημαντικές της πόλεις ήταν η Απολλωνία, η Φοινίκη (πρωτεύουσα), η Επίδαμνος κ.α. Φυσικό σύνορο στα νότια με τους Θεσπρωτούς είχαν τον ποταμό Θύαμι, ενώ στον βορρά τον Γενούσο. Έχει κληρονομική βασιλεία ομηρικού τύπου, και το φυλετικό κράτος αυτό απέρρεε από πατριαρχική εξουσία στο πλαίσιο του οίκου. Σημαντική τους ασχολία οι αλυκές και η κτηνοτροφία. Μετά τον 5ο αιώνα, απώλεσαν τη βασιλεία τους, και ηγέτες του έθνους τους έγιναν 2 ενιαύσιοι αξιωματούχοι, πιθανόν αιρετοί, οι προστάτες.

Οι Θεσπρωτοί, καταλαμβάνουν περιοχές δυτικά της Μολοσσίδος, με σημαντικότερες πόλεις τα Γίτανα και την Ελέα. Λόγω εγγύτητας με τη θάλασσα, θα αναπτύξουν επαφές με γειτονικούς λαούς, όπως ακριβώς και οι Κασσωπαίοι, οι οποίοι επιχωρίαζαν περίπου στον σημερινό νομό Πρεβέζης. Τα δυο αυτά φύλα γρήγορα θα προσιδιάσουν πολιτισμικά τις νοτιότερες πόλεις λόγω του εμπορίου με τη θάλασσα. Τέλος, ιδιαίτερη σημασία καταλαμβάνει η αρχαία Αμβρακία. Αποτελεί εξαίρεση βέβαια των υπόλοιπων φύλων της Ηπείρου, καθώς, αν και απαρτιζόταν και αυτή από ηπειρωτικά φύλα, τον 7ο αιώνα π.Χ. έγινε αποικία των Κορινθίων και διαφοροποιήθηκε έντονα από τα άλλα ηπειρωτικά, καθώς αρχικά έκοψε νόμισμα σε αντίθεση με τα υπόλοιπα, αλλά και είχε ως πρότυπο τις πόλεις της νοτιότερης ελληνικής επικράτειας.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • Ανδρέου I. (1997), Οικιστική οργάνωση,: Ήπειρος. 4.000 χρόνια ελληνικής ιστορίας και πολιτισμού (επιμ. Μ.Β. Σακελλαρίου), Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., σελ. 94-104.
  • Cabanes Pierre (1997), Πολιτικοί θεσμοί,: Ήπειρος. 4.000 χρόνια ελληνικής ιστορίας και πολιτισμού (επιμ. Μ.Β. Σακελλαρίου), Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., σελ. 81-90.
  • Cabanes Pierre (1997), Κοινωνική και οικονομική ιστορία της Ηπείρου,: Ήπειρος. 4.000 χρόνια ελληνικής ιστορίας και πολιτισμού (επιμ. Μ.Β. Σακελλαρίου), Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., σελ. 90-94.
  • Cross Geoffrey (1971), Epirus, A Study in Greek Constitutional Development, Groningen.
  • Δάκαρης Σωτήριος (1964), Οι Γενεαλογικοί Μύθοι των Μολοσσών, Αθήνα: Αρχαιολογική Εταιρεία.
  • Δάκαρης Σωτήριος (1972), Θεσπρωτία, Αθήνα: Αθηναϊκός Τεχνολογικός Όμιλος.
  • Δάκαρης Σωτήριος (1986), Δωδώνη, Αρχαιολογικός Οδηγός, Ιωάννινα: Υπουργείο Πολιτισμού, Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων.
  • Ευαγγελίδης Δημήτριος (1962), Οι Αρχαίοι Κάτοικοι της Ηπείρου, Ιωάννινα: Εταιρεία Ηπειρώτικων Μελετών.
  • Hammond N.G.L. (1967), Epirus, The Geography, the Ancient Remains, the History and the Topography of Epirus and Adjacent Areas, Oxford.
  • Hammond N.G.L. (1997), Γεωφυσικοί χαρακτήρες και ιστορική γεωγραφία της Ηπείρου,: Ήπειρος. 4.000 χρόνια ελληνικής ιστορίας και πολιτισμού (επιμ. Μ.Β. Σακελλαρίου), Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών Α.Ε. , σελ. 94-104.

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Ηλίας-Λεωνίδας Λεοντάρης
Ηλίας-Λεωνίδας Λεοντάρης
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 2000. Είναι πτυχιούχος του τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και μεταπτυχιακός φοιτητής της Αρχαίας Ελληνικής και Ρωμαϊκής Ιστορίας. Άλλες ασχολίες στον ελεύθερο χρόνο του είναι οι βόλτες στη φύση, τα επιτραπέζια και η μουσική.