14.6 C
Athens
Τρίτη, 5 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΟ μηχανισμός αιρεσιμότητας στο δίκαιο της ΕΕ

Ο μηχανισμός αιρεσιμότητας στο δίκαιο της ΕΕ


Της Αριάδνης – Παναγιώτας Φατσή,

Οι διατάξεις που ρυθμίζουν τα περί του μηχανισμού αιρεσιμότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), διαδραματίζουν κρίσιμο ρόλο στη διασφάλιση ότι τα κράτη μέλη τηρούν τις αξίες, τις αρχές και τους στόχους της ΕΕ όταν λαμβάνουν οικονομική βοήθεια. Αυτοί οι κανονισμοί, μέρος του Πολυετούς Δημοσιονομικού Πλαισίου (ΠΔΠ) και του πακέτου ανάκαμψης της ΕΕ Next Generation, αποσκοπούν στη διαφύλαξη του κράτους δικαίου, στην προστασία των δημοκρατικών αξιών και στην πρόληψη της απάτης ή κατάχρησης κονδυλίων της ΕΕ. Αυτό το άρθρο θα εμβαθύνει στο θεωρητικό πλαίσιο για τον συγκεκριμένο μηχανισμό, διερευνώντας παράλληλα μια σημαντική υπόθεση από τη Νομολογία, που αφορά την αμφισβήτηση της Ουγγαρίας και της Πολωνίας για τον μηχανισμό της αιρεσιμότητας και το αν τελικά η ΕΕ μπορεί να προστατεύσει τον προϋπολογισμό της θέτοντας αντίστοιχους περιορισμούς.

Οι κανονισμοί του μηχανισμού αιρεσιμότητας (conditionality) έχουν σχεδιαστεί για να προστατεύουν τα οικονομικά συμφέροντα της ΕΕ και να διασφαλίζουν ότι τα κονδύλια της ΕΕ χρησιμοποιούνται σύμφωνα με κοινές αξίες και αρχές. Η συμμόρφωση με το κράτος δικαίου, συμπεριλαμβανομένου του σεβασμού της νομιμότητας, της διαφάνειας, της λογοδοσίας και των θεμελιωδών δικαιωμάτων, βρίσκεται στον πυρήνα αυτών των διατάξεων. Σύμφωνα με τους κανονισμούς, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μπορεί να κινήσει διαδικασίες εάν υπάρχουν σοβαρές και συστηματικές παραβιάσεις του κράτους δικαίου που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τη χρηστή οικονομική διαχείριση των κονδυλίων της ΕΕ. Η διαδικασία περιλαμβάνει διάφορα στάδια, συμπεριλαμβανομένων προτάσεων της Επιτροπής, αποφάσεων του Συμβουλίου με ειδική πλειοψηφία και πιθανής αναστολής ή μείωσης των κονδυλίων της ΕΕ που παρέχονται σε ένα κράτος.

Πηγή εικόνας: lawspot.gr

Στις υποθέσεις C-156/21 και C-157/21, η Ουγγαρία και η Πολωνία αμφισβήτησαν τον κανονισμό του μηχανισμού αιρεσιμότητας και αιτήθηκαν την ακύρωσή του, επικαλούμενες διάφορους λόγους. Αυτοί περιελάμβαναν την εικαζόμενη απουσία κατάλληλης νομικής βάσης στις Συνθήκες για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ) και τη Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), την καταστρατήγηση της διαδικασίας του άρθρου 7 ΣΕΕ, την υπέρβαση εξουσιών της ΕΕ και την παραβίαση της αρχής ασφάλειας δικαίου. Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), παρά τις αρχικές αντιρρήσεις, επέτρεψε να εξεταστεί μια εμπιστευτική γνώμη της Νομικής Υπηρεσίας του Συμβουλίου σχετικά με την αρχική πρόταση, καθώς θεωρήθηκε ότι αυτό εξυπηρετούσε το υπέρτατο δημόσιο συμφέρον αναφορικά με τη διαφάνεια της νομοθετικής διαδικασίας.

Η Ουγγαρία υποστήριξε ότι ο κανονισμός ουσιαστικά αναφερόταν σε αρμοδιότητα που ήδη είχε ρυθμιστεί από τη διαδικασία του άρθρου 7 ΣΕΕ, ώστε να προκαλείται ανασφάλεια δικαίου. Το Δικαστήριο, εντούτοις, έκρινε ότι οι αρχές που περιγράφονται στον κανονισμό ήταν εδραιωμένες στο δίκαιο της ΕΕ και δεν απειλούσαν την ασφάλεια δικαίου. Ο κανονισμός περιέγραφε με σαφήνεια τις προϋποθέσεις εφαρμογής του, διασφαλίζοντας ασφάλεια δικαίου (σκ. 301, C-157/21). Το ΔΕΕ τόνισε την ανάγκη για πραγματική σύνδεση μεταξύ της παραβίασης του κράτους δικαίου και των επιπτώσεών της στον προϋπολογισμό της ΕΕ. Τα μέτρα που θα εγκριθούν θα πρέπει να αντιστοιχούν αυστηρά στον αντίκτυπο της παραβίασης και η Επιτροπή πρέπει να τηρεί αυστηρές διαδικαστικές απαιτήσεις, συμπεριλαμβανομένης της διαβούλευσης με το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, υπό την επιφύλαξη επανεξέτασης από το δικαστήριο της ΕΕ.

Πηγή Εικόνας: icj-cij.org

Το ΔΕΕ έκρινε ότι ο μηχανισμός αιρεσιμότητας δεν παρακάμπτει τη διαδικασία του άρθρου 7 ΣΕΕ ούτε υπερβαίνει τις εξουσίες της Ένωσης. Η διαδικασία του άρθρου 7 επικεντρώνεται στην επιβολή κυρώσεων για παραβιάσεις κοινών αξιών, ενώ ο κανονισμός επικεντρώνεται στην προστασία του προϋπολογισμού της ΕΕ σε περίπτωση παραβιάσεων του κράτους δικαίου που επηρεάζουν την εφαρμογή του. Οι στόχοι και των δύο διαδικασιών είναι διακριτοί και το ΔΕΕ τόνισε ότι είναι σύνηθες οι συνθήκες να εξειδικεύονται περαιτέρω από το παράγωγο δίκαιο (βλ. 195, C-157/21). Ωστόσο, η συζήτηση για το εάν το άρθρο 7 θα εφαρμοστεί σε ορισμένες περιπτώσεις παραμένει σχετική, ειδικά για τα κράτη που επιμένουν να παραβιάζουν τις υποχρεώσεις τους στην ΕΕ.

Εν κατακλείδι, οι κανονισμοί του μηχανισμού αιρεσιμότητας της ΕΕ χρησιμεύουν ως ισχυρό εργαλείο για την υποστήριξη του κράτους δικαίου, των δημοκρατικών αρχών και της ορθής χρήσης των κονδυλίων της ΕΕ. Η πρόσφατη απόφαση του ΔΕΕ επιβεβαιώνει τη νομιμότητα και τη σημασία αυτών των κανονισμών για τη διαφύλαξη των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ και τη διατήρηση των βασικών αξιών της.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Hoxhaj, A. (2022). The CJEU validates in C-156/21 and C-157/21 the rule of law conditionality regulation regime to protect the EU budget. Nordic Journal of European Law, 2022(1): 131-147.
  • Jeney, P. (2014). The EU Conditionality Regulation – Variations on Procrastination. EIPA Briefing 2021/4, διαθέσιμο εδώ.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Αριάδνη-Παναγιώτα Φατσή
Αριάδνη-Παναγιώτα Φατσή
Γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα. Είναι προπτυχιακή φοιτήτρια του τμήματος Νομικής στο ΕΚΠΑ. Αναπτύσσει ιδιαίτερη δράση σε φοιτητικούς οργανισμούς και εκδηλώσεις, βρίσκεται στο διοικητικό συμβούλιο της Unique Minds και έχει συμμετάσχει σε πολλά συνέδρια και ημερίδες. Την ενδιαφέρει η συγγραφή νομικών και λογοτεχνικών άρθρων, τάσεις τις οποίες ικανοποιεί η συμμετοχή της στο OffLine Post. Γνωρίζει Αγγλικά και Γερμανικά.