Του Ιωάννη Περγαντή,
Οι αρχές του 5ου αιώνα βρήκαν τον ελλαδικό χώρο σε μια κατάσταση συναγερμού: το 490 π.Χ., οι δυνάμεις των Αθηναίων και των Πλαταιών κατάφεραν να εκδιώξουν την ασταμάτητη ορδή του Δαρείου στη μάχη του Μαραθώνα, εξασφαλίζοντας προσωρινά την σωτηρία των πόλεων-κρατών. Το επακόλουθο αυτής της μάχης ήταν μια σύσσωμη και έντονη προσπάθεια στρατιωτικοποίησης και βελτίωσης των πολεμικών μέσων των πόλεων, αναμένοντας την απάντηση των Περσών. Στο πλαίσιο αυτής της απάντησης, μια δεκαετία περίπου αργότερα, σημειώθηκε μια ύψιστης σημασίας ναυμαχία στο Αρτεμίσιο της Εύβοιας το 480 π.Χ., της οποίας η αρχική αρνητική έκβαση μετετράπηκε στο κλειδί για την επικράτηση στο πόλεμο.
Στο διάστημα μεταξύ των συγκρούσεων στον Μαραθώνα και το Αρτεμίσιο, στις ελληνικές πόλεις-κράτη επικρατούσε πανικός. Η εκδίκηση των Περσών ενάντια των Ελλήνων ήταν δεδομένη, έτσι προέβησαν σε μια χωρίς προηγούμενο διαδικασία στρατιωτικοποίησης, θέτοντας τα ένοπλά τους σώματα σε ετοιμότητα. Στο γενικότερο αυτό πλαίσιο της προετοιμασίας για πόλεμο, η Αθήνα, με ηγέτη τον Θεμιστοκλή, υιοθέτησε το περίφημο δόγμα των «Ξύλινων Τειχών»: την κατασκευή ενός μεγάλου και αξιόμαχου στόλου τριήρων, οι οποίες θα ήταν σε θέση να διασφαλίσουν την κυριαρχία των Ελλήνων στα νερά του Αιγαίου. Παρόμοια τακτική ακολούθησαν και άλλες πόλεις (όπως η Κόρινθος και η Χαλκίδα), αλλά οι περισσότερες αφιέρωσαν όλες τις δυνάμεις και αποθέματα τους στην βελτίωση του πεζικού.
Μετά την απαίτηση του Πέρση βασιλιά Ξέρξη στις αρχές του 481 π.Χ. από τις ελληνικές πόλεις να παραδώσουν «γη και ύδωρ», συγκλήθηκε το ίδιο έτος στην Κόρινθο μια πανελλήνια συνέλευση, στην οποία θα καθόριζαν μια κοινή γραμμή αντιμετώπισης της επερχόμενης απειλής. Αυτό που αρχικά συμφωνήθηκε ήταν το εξής: αποστολή ενός σώματος 10.000 οπλιτών στη πεδιάδα των Τεμπών, ώστε να αποκοπεί ο Ξέρξης. Το ανοιχτό όμως πεδίο, δεδομένης της αριθμητικής υπεροχής των Περσών, θα έθετε τους Έλληνες σε ένα μεγάλο μειονέκτημα. Έτσι, ο Θεμιστοκλής έθεσε μια αντιπρόταση: την τοποθέτηση της μονάδας στο στενό και δυσπρόσιτο πέρασμα των Θερμοπυλών και την αγκυροβόληση του στόλου στον κόλπο του Αρτεμισίου (πλησίον των Θερμοπυλών και βόρεια της Εύβοιας) προς στήριξη και προστασία από υπερφαλαγγίσεις από τη θάλασσα. Η πρόταση του Θεμιστοκλή τελικά επικράτησε, με τις διάφορες μονάδες να κατευθύνονται στις θέσεις τους.
Ήδη από το 481, οι Πέρσες βρίσκονταν επί ποδός και κατακτούσαν την μια περιοχή της βόρειας Ελλάδας μετά την άλλη. Το καλοκαίρι του 480 ο Ξέρξης πέρασε από τις πλαγιές του Ολύμπου, ενώ λίγες εβδομάδες αργότερα βρέθηκε απέναντι από τις ελληνικές δυνάμεις στις Θερμοπύλες. Εν των μεταξύ, το περσικό ναυτικό ήταν άφαντο, χωρίς να δίνει σημάδια ζωής. Μόνο κατά τη διάρκεια της δεύτερης ημέρας από την άφιξή τους στις Θερμοπύλες εμφανίστηκαν οι Πέρσες, όμως με βαριές απώλειες. Μια καταιγίδα στα παράλια της Μαγνησίας κατέστρεψε κοντά στα 200 περσικά πλοία, παρόλα αυτά διατηρούσαν το αριθμητικό πλεονέκτημα σχεδόν 3 προς 1. Τελικά, ο στόλος έφτασε την πέμπτη ημέρα, άμεσα συγχρονισμένος με την πρώτη επίθεση των Περσών ενάντια των αμυνόμενων Ελλήνων.
Παρά την απώλεια μεγάλου αριθμού πλοίων, οι Πέρσες είχαν και πάλι το πρώτο χέρι. Οι συγκρούσεις μεταξύ των δύο στόλων διήρκησαν τρείς μέρες, στη διάρκεια των οποίων τα δύο στρατόπεδα υιοθέτησαν διαφορετικές τακτικές. Από την μια, οι Πέρσες ακολούθησαν τη τακτική του διέκπλου, δηλαδή την υπερφαλάγγιση των πλοίων με τα ακρόπρωρα, προκαλώντας έτσι το βύθισμά τους. Από την άλλη, ο ελληνικός στόλος κράτησε μια πιο αμυντική στάση, καταλαβαίνοντας τη μειονεκτική θέση που βρισκόταν, λόγω της μεγάλης ανισορροπίας της δυναμικής μεταξύ τους. Έτσι, παρέταξαν τα πλοία τους ακολουθώντας το σχήμα του μισοφέγγαρου, μηδενίζοντας τις πιθανότητες των Περσών να τους χτυπήσουν από τα πλάγια. Επίσης, οι Έλληνες, σε αντίθεση με τους Πέρσες, δεν προέβαιναν στην καταστροφή των εχθρικών πλοίων με τα ακρόπρωρα, αλλά στην αποβίβαση οπλιτών και την κατάληψή τους.
Οι δύο πρώτες μέρες συγκρούσεων έληξαν με τους Έλληνες να έχουν το πάνω χέρι. Την πρώτη μέρα, ο ελληνικός στόλος αιφνιδίασε τον περσικό με την ξαφνική επίθεση που εξαπέλυσε, καταφέρνοντας να καταλάβει κοντά στα 30 πλοία, έχοντας μηδαμινές απώλειες. Εν τω μεταξύ, ένα απόσπασμα πλοίων του περσικού στόλου που στάλθηκε να αποτρέψει τη φυγή των Ελλήνων από τις ακτές της Εύβοιας, καταστράφηκε σε μια ξαφνική καταιγίδα, αυξάνοντας πάλι τον αριθμό των απωλειών. Η εξέλιξη αυτή πήγαινε ενάντια στα σχέδια των Περσών, οι οποίοι την δεύτερη μέρα έμειναν αγκυροβολημένοι, ενώ το ελληνικό στρατόπεδο ενίσχυσαν νέα πλοία.
Η κατάσταση όμως άλλαξε δραματικά την τρίτη μέρα, όταν σύσσωμος ο περσικός στόλος επιτέθηκε κατά των Ελλήνων. Η μάχη διήρκησε μέχρι το βράδυ, από την οποία και οι δύο πλευρές έφυγαν με μεγάλες απώλειες. Η ελληνική πλευρά δεν μπόρεσε να διαχειριστεί το μέγεθος των απωλειών, καθώς έχασε σχεδόν τον μισό στόλο της. Έτσι, τα ελληνικά πλοία έφυγαν από το Αρτεμίσιο και κατευθύνθηκαν προς τη Σαλαμίνα, όπου βοηθούσαν την εκκένωση της Αττικής, μετά και τα νέα για την νίκη των Περσών στις Θερμοπύλες. Εν τω μεταξύ, ο συμμαχικός στρατός βρίσκονταν στο στενό της Κορίνθου, φτιάχνοντας οχειρώσεις και τείχη για την αποτροπή των Περσών από το να περάσουν στην Πελοπόννησο.
Η ναυμαχία του Αρτεμισίου δεν ήταν η μεγάλη επιτυχία που επιθυμούσαν οι Έλληνες. Το αριθμητικό μειονέκτημα ήταν ο καταλυτικός παράγοντας για την έκβαση της μάχης, η οποία έληξε υπέρ των αντιπάλων. Παρ’ όλα αυτά, το ελληνικό στρατόπεδο δεν τα παράτησε και συνέχισε τις πολεμικές προσπάθειές του, ώστε λίγους μήνες αργότερα να αναδειχθεί νικητήριο μετά τη γνωστή σε όλους ναυμαχία της Σαλαμίνας, βάζοντας τέλος στα επεκτατικά σχέδια των Περσών ενάντια του ελλαδικού χώρου.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Battle of Artemisium, britannica.com, Διαθέσιμο εδώ
- Battle of Artemisium, hellenicaworld.com, Διαθέσιμο εδώ
- Battle of Artemisium, 480 BC, historyofwar.org, Διαθέσιμο εδώ
- Artemisium (480 BCE), livius.org, Διαθέσιμο εδώ