16.7 C
Athens
Τρίτη, 5 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΤα συστήματα εμπορικότητας στην ελληνική έννομη τάξη

Τα συστήματα εμπορικότητας στην ελληνική έννομη τάξη


Του Άρη Σηφάκη,

Το σύστημα εμπορικότητας είναι μια νομική μέθοδος, δια της οποίας προσδίδεται σε κάποια πράξη / δραστηριότητα ή πρόσωπο η ιδιότητα της εμπορικότητας. Η ιδιότητας της εμπορικότητας επιφέρει έννομες συνέπειες που υπόκεινται σε διαφορετική ρύθμιση και καθεστώς από ό,τι εάν προσδιορίζονταν απλά ως αστικές. Οι χαρακτηρισμοί, λοιπόν, ενός προσώπου ως «εμπόρου» ή μιας πράξης ως «εμπορικής», είναι οι δυο χαρακτηρισμοί γύρω από τους οποίους εστιάζει το Γενικό Μέρος του Εμπορικού Δικαίου, εντός του οποίου συναντάει κάποιος την εφαρμογή των συστημάτων εμπορικότητας, δια των οποίων προσδίδεται η εμπορικότητα. Τα συστήματα εμπορικότητας είναι: 1) το αντικειμενικό σύστημα 2) το υποκειμενικό 3) το σύστημα οργανωμένης επιχείρησης. Όπως και στις περισσότερες έννομες τάξεις, έτσι και στην ελληνική, υφίσταται ένα μεικτό σύστημα εμπορικότητας, όπου συναντά κανείς μια εφαρμογή στοιχείων απ’ όλα τα παραπάνω συστήματα, με τον πιο καθοριστικό ρόλο –κατά την κρατούσα στη θεωρία άποψη– να διαδραματίζει το αντικειμενικό.

Στο αντικειμενικό σύστημα εμπορικότητας ή αλλιώς δίκαιο των εμπορικών πράξεων, με προέλευση από τη Γαλλία, η εμπορικότητα προσδίδεται σε συγκεκριμένες πράξεις / συναλλαγές, οι οποίες προσδιορίζονται πρωτογενώς ως εμπορικές και δεν ενδιαφέρει τον νομοθέτη, εάν το πρόσωπο που τις ασκεί είναι έμπορος ή όχι. Αυτές συνιστούν τις λεγόμενες «πρωτότυπα εμπορικές πράξεις» και οι οποίες ορίζονται εκ του νόμου ποιες είναι. Στην ελληνική νομοθεσία, και δη στο Βασιλικό Διάταγμα του 1835 «Περί αρμοδιότητας των εμποροδικίων» στα άρθρα 2 και 3, γίνεται περιοριστική αναφορά των πρωτότυπα εμπορικών πράξεων.

Μάλιστα, οι εν λόγω διατάξεις βασίστηκαν πλήρως στον Γαλλικό Εμπορικό Νόμο του 1807 “Code de Commerce”, ο οποίος θεωρήθηκε ιδιαίτερα ριζοσπαστικό νομοθέτημα για την εποχή του, καθώς έδωσε τη δυνατότητα σε πρόσωπα πέραν από τα «κλειστά επαγγέλματα» να μπορούν να αναπτύξουν εμπορική δραστηριότητα με γνώμονα αποκλειστικά την τέλεση συγκεκριμένων εμπορικών πράξεων. Βέβαια, σταδιακά επήλθε αναγνώριση και άλλων πράξεων ή συναλλαγών ως εμπορικών είτε νομοθετικά είτε μέσω εθιμικού δικαίου. Κατά παρέκκλιση, υπάρχουν πράξεις, οι οποίες ενώ δεν ανήκουν στις πρωτότυπα εμπορικές πράξεις, ακριβώς επειδή τελούνται επιβοηθητικά και επικουρικά προς τις πρωτότυπα εμπορικές πράξεις, άμεσα συνδεόμενες με τις τελευταίες, θεωρούνται «παράγωγα εξ αντικειμένου εμπορικές πράξεις».

Πηγή εικόνας: pexels.com / Δικαιώματα Χρήσης: Karolina Grabowska

Από την άλλη, το υποκειμενικό σύστημα εμπορικότητας, με προέλευση τη Γερμανία, λειτουργεί εντελώς αντίστροφα από το αντικειμενικό. Σε αυτό το σύστημα, βαρύνουσα σημασία φέρει ο εκ του νόμου χαρακτηρισμός ενός προσώπου ως εμπόρου, με την εμπορικότητα των πράξεων να έχει παρεπόμενο ρόλο. Στην ελληνική έννομη τάξη, ενυπάρχουν στοιχεία του υποκειμενικού συστήματος και, μάλιστα, η απόκτηση της εμπορική ιδιότητας εκ του νόμου επέρχεται τόσο με το ουσιαστικό όσο και με το τυπικό σύστημα. Η προϋπόθεση για την κτήση της εμπορικής ιδιότητας που τίθεται κατά το ουσιαστικό σύστημα ορίζεται στο άρθρο 1 του Εμπορικού Νόμου είναι η εξής: «Έμποροι είναι όσοι μετέρχονται πράξεις εμπορικάς και κατά κύριον επάγγελμα έχουν την εμπορίαν». Το πρόσωπο, δηλαδή, για να θεωρηθεί έμπορος θα πρέπει να τελεί συστηματικά και σε κύριο επαγγελματικό επίπεδο πρωτότυπα εμπορικές πράξεις στο δικό του όνομα και για λογαριασμό του, ενώ δεν αποκλείεται η άσκηση παράλληλου επαγγέλματος.

Από την άλλη, σε ειδικούς νόμους εμπορικού δικαίου συναντά επικουρικά κανείς και το τυπικό σύστημα, στο οποίο προσδίδεται η εμπορική ιδιότητα, βάσει ενός συστήματος τυποποίησης από τον νόμο, δίχως να ενδιαφέρει η συστηματική τέλεση πρωτότυπα εμπορικών πράξεων. Κλασικό παράδειγμα είναι το άρθρο 1 παρ. 2 του ν.4548/2018 για τις Α.Ε, όπου ο νομοθέτης προσδιορίζει κάθε ανώνυμη εταιρία ως έμπορο, δίχως να ενδιαφέρει εάν ο στόχος της είναι εμπορικός. Σε συνάρτηση με την ιδιότητα του εμπόρου, ενδέχεται μια πράξη εμπορική ή μη να θεωρηθεί παράγωγα εξ υποκειμένου εμπορική πράξη, με κριτήριο την τέλεσή της από κάποιον έμπορο (είτε κατά το τυπικό, είτε κατά το ουσιαστικό σύστημα).

Τέλος, υπάρχει και το σύστημα οργανωμένης επιχείρησης με προέλευση την Ιταλία. Δεν έχει σημασία ο χαρακτηρισμός μιας πράξης ως εμπορικής ή αστικής, αλλά σημασία έχει εδώ για να αποκτηθεί η εμπορική ιδιότητα και να θεωρηθούν οι πράξεις εμπορικές, το εάν ασκούνται οι τελευταίες εντός ενός συστήματος οργανωμένης επιχείρησης, στην οποία ο επιχειρηματίας οργανώνει τους παραγωγικούς συντελεστές στο πλαίσιο μιας επαγγελματικής, κερδοσκοπικής δραστηριότητας. Εμφανώς, το σύστημα αυτό προσομοιάζει θα λέγαμε περισσότερο με το υποκειμενικό και διαδραματίζει επιπρόσθετα έναν αξιοσημείωτο ρόλο στην διαμόρφωση του συστήματος εμπορικότητας, καθώς πράξεις που δεν θα μπορούσαν να θεωρηθούν πρωτότυπα εμπορικές, βάσει του αντικειμενικού συστήματος, επειδή ακριβώς δεν προβλέπονται στις περιοριστικά αναφερόμενες στον νόμο, είναι σε θέση να αποκτήσουν εμπορικό χαρακτήρα με τη συνδρομή των παραπάνω προϋποθέσεων.

Πηγή εικόνας: pexels.com/ Δικαιώματα Χρήσης: Mikhail Nilov

Συνοψίζοντας, καθίσταται σαφές, πως το κάθε σύστημα εμπορικότητας παρουσιάζει πλεονεκτήματα και κενά και πώς μια απόλυτη εφαρμογή του ενός ή του άλλου συστήματος θα οδηγούσε σε μια εμπορική νομοθεσία, η οποία θα στερούσε την εμπορική ιδιότητα και χαρακτήρα από πολλούς φορείς οικονομικής δραστηριότητας, με αποτέλεσμα τη μεγαλύτερη έκθεση τους σε νομικούς κινδύνους ή σε άνιση μεταχείρισή τους, κατά την επίλυση διαφορών από τα δικαστήρια. Συνεπώς, ένα μεικτό σύστημα εμπορικότητας, όπως ισχύει στην Ελλάδα, προσφέρει μεγαλύτερη ευελιξία και συνεχή προσαρμοστικότητα, σε αναδυόμενα κενά προστασίας που ενδέχεται να προκύψουν κατά την εξέλιξη νέων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • «Εισηγήσεις Εμπορικού Δικαίου», Γεώργιος Τριανταφυλλάκης
  • Άρθρο «Τα βασικά συστήματα εμπορικότητας» του Παντελή Κωνσταντίνου από την ιστοσελίδα Polls and Politic, διαθέσιμο εδώ 

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Άρης Σηφάκης
Άρης Σηφάκης
Είναι 24 ετών, ασκούμενος δικηγόρος και κατοικεί στην Αθήνα. Γεννήθηκε στο Ηράκλειο και σπούδασε στη Νομική Σχολή του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης, ενώ σήμερα σπουδάζει στο Πανεπιστήμιο του Πειραιά, στο πλαίσιο του Μεταπτυχιακού Προγράμματος Δίκαιο και Οικονομία του Τμήματος Οργάνωσης και Διοίκησης Επιχειρήσεων. Γνωρίζει και μιλάει άπταιστα Αγγλικά και Γερμανικά, κατέχοντας και στις δυο γλώσσες C2. Στο παρελθόν έχει ασχοληθεί τόσο με την πολιτική όσο και τη νομική αρθρογραφία.