Του Βασίλη Μυρλίδη,
Ακόμη και πριν από την πανδημία COVID-19, η Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, αντιμετώπιζε γήρανση του πληθυσμού και του εργατικού δυναμικού, γεγονός που έθετε –και συνεχίζει να θέτει– προκλήσεις για τη δημόσια υγεία, την απασχόληση και την οικονομική δραστηριότητα. Η πανδημία επιδείνωσε περαιτέρω αυτές τις προκλήσεις, επηρεάζοντας όλες τις χώρες και ιδιαίτερα τις ευρωπαϊκές πολύ μικρές, μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις.
Οι απώλειες θέσεων εργασίας ήταν καταστροφικές σε ορισμένους τομείς, ενώ άλλοι επηρεάστηκαν λιγότερο ή, αντιθέτως, αναπτύχθηκαν. Τομείς που απαιτούσαν συνεχή λειτουργία, όπως η υγειονομική περίθαλψη, το λιανικό εμπόριο και η εστίαση, ενείχαν σημαντικές προκλήσεις και απειλές για τις επιχειρήσεις και το εργατικό δυναμικό. Πλέον, η παγκόσμια οικονομία ανακάμπτει από την υγειονομική κρίση, γυρίζοντας στα επίπεδα οικονομικής δραστηριότητας προ-πανδημίας. Ωστόσο, δεν μπορεί να παραλειφθεί το γεγονός ότι έχει υποστεί σημαντικό μετασχηματισμό.
Η πανδημία επιτάχυνε την ψηφιακή μετάβαση και αναδιαμόρφωσε τις επιχειρήσεις. Οι καταναλωτές έχουν υιοθετήσει νέες συνήθειες, όπως οι ηλεκτρονικές αγορές, η χρήση εφαρμογών για διάφορες ανάγκες και η ψηφιακή τραπεζική. Η τηλεργασία και οι εξ αποστάσεως επιχειρηματικές δραστηριότητες έχουν γίνει πιο διαδεδομένες και γενικότερα το πεδίο της επιχειρηματικότητας αλλάζει και συνεχώς εξελίσσεται. Οι επιχειρήσεις, για να μπορέσουν να προσαρμοστούν στην ψηφιακή αγορά και να ακολουθήσουν τις ταχείες εξελίξεις, πρέπει να είναι ανελλιπώς ενημερωμένες για τις εξελίξεις και να εφαρμόζουν καινοτομίες, όπως το ηλεκτρονικό εμπόριο, η ψηφιακή εξυπηρέτηση πελατών, η χρήση τεχνητής νοημοσύνη, το ψηφιακό marketing και η επιχειρηματική έρευνα βάσει δεδομένων.
Στην Ελλάδα, η επικαιροποίηση και η απόκτηση νέων δεξιοτήτων είναι ζωτικής σημασίας για την αποφυγή φαινομένων αναντιστοιχίας μεταξύ της ζήτησης και της προσφοράς στην αγορά εργασίας, δηλαδή να μπορέσουν οι εργαζόμενοι να κατέχουν τις δεξιότητες που είναι απαραίτητες στις μέρες μας για τις επιχειρήσεις. Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, η διασύνδεση της εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας, η διά βίου μάθηση και η κατάρτιση είναι συνθήκες απαραίτητες για την αντιμετώπιση αυτής της πρόκλησης.
Όσων αφορά τις προκλήσεις για την Ελλάδα, οι ανισότητες μεταξύ των περιφερειών σχετικά με το κατά κεφαλήν Α.Ε.Π., τον πληθυσμό και την ευημερία είναι διευρυμένες στην Ελλάδα. Η κυρίαρχη οικονομική δραστηριότητα συγκεντρώνεται στη μητροπολιτική περιοχή της Αθήνας, αφήνοντας άλλες περιοχές οικονομικά περιθωριοποιημένες. Γενικότερα, οι περιφερειακές ανισότητες σχετίζονται με την κατανομή του πληθυσμού, τις διαφορές στους δείκτες ανάπτυξης και τη συγκέντρωση της οικονομικής δραστηριότητας σε συγκεκριμένες περιοχές.
Για την αντιμετώπιση αυτών των προκλήσεων, οι πολιτικές της Ελλάδας θα πρέπει να επικεντρωθούν στη βιώσιμη ανάπτυξη, τις επενδύσεις και τον μετασχηματισμό της οικονομίας. Μάλιστα, μία καλή κατανομή των πόρων θα μπορούσε να χωρίζεται σε τρεις κύριες προτεραιότητες πολιτικής: Αρχικά, τη βελτίωση του συστήματος παραγωγής, έπειτα την ενίσχυση των υποδομών και, τέλος, την ανάπτυξη του ανθρώπινου κεφαλαίου. Οι προτεραιότητες αυτές θα περιλαμβάνουν παρεμβάσεις σε τομείς όπως οι επενδύσεις, η απασχόληση, η καινοτομία, η ανταγωνιστικότητα, οι αξιακές αλυσίδες, οι μεταφορές και οι ψηφιακές υποδομές, η εκπαίδευση, η επαγγελματική κατάρτιση, η έρευνα και η ανάπτυξη δεξιοτήτων.
Σε αυτό το πνεύμα, ήδη έχει καταρτιστεί η Εθνική Στρατηγική για τις Ενεργητικές Πολιτικές Απασχόλησης στην Ελλάδα, η οποία και στοχεύει στην ενίσχυση της απασχόλησης, την αντιμετώπιση της ανεργίας, την ενίσχυση των προσόντων και δεξιοτήτων και τη βελτίωση των δεδομένων της αγοράς εργασίας. Η στρατηγική ευθυγραμμίζεται με το σχέδιο δράσης για τον ευρωπαϊκό πυλώνα κοινωνικών δικαιωμάτων και θέτει στόχους για το 2030, συμπεριλαμβανομένης της αύξησης του ποσοστού απασχόλησης, της προώθησης της συμμετοχής στην εκπαίδευση και την κατάρτιση και της μείωσης του κινδύνου φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού.
Κλείνοντας, αυτό που πρέπει να ειπωθεί είναι πως η σημερινή κατάσταση στην Ελλάδα αναδεικνύει τη σημασία της εφαρμογής αποτελεσματικών πολιτικών για τον ψηφιακό μετασχηματισμό. Η κρίση του COVID-19 επιτάχυνε την ανάγκη προσαρμογής των επιχειρήσεων και των εργαζομένων στις ταχείες τεχνολογικές εξελίξεις και στην υιοθέτηση της ψηφιοποίησης. Ωστόσο, η Ελλάδα αντιμετωπίζει, επίσης, προκλήσεις όσον αφορά τις ανισότητες στην απασχόληση και τις περιορισμένες ψηφιακές γνώσεις του εργατικού δυναμικού της. Για να γεφυρωθεί το χάσμα, η Ελλάδα πρέπει να δώσει προτεραιότητα στη μεταρρύθμιση της εκπαίδευσης, της επαγγελματικής κατάρτισης και της διά βίου μάθησης για την επικαιροποίηση των δεξιοτήτων και την κάλυψη των εξελισσόμενων απαιτήσεων της αγοράς εργασίας.
Επιπλέον, πρέπει να αντιμετωπιστούν οι περιφερειακές ανισότητες και να πραγματοποιηθούν επενδύσεις στις υποδομές, στην ανάπτυξη του ανθρώπινου κεφαλαίου και στο παραγωγικό σύστημα για την προώθηση της βιώσιμης ανάπτυξης και της ανταγωνιστικότητας. Μόνο έτσι, το εργατικό δυναμικό και οι επιχειρήσεις, θα κατέχουν το απαραίτητο επίπεδο, για να ανταπεξέλθουν στις αυξημένες ανάγκες του σήμερα και τις ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις που θα φέρουν τεχνολογίες όπως οι πολύ γρήγοροι υπολογιστές, τα διευρυμένα δίκτυα και η εκτεταμένη χρήση της τεχνητής νοημοσύνης. Οι ορθές πολιτικές και η ορθή εφαρμογή τους είναι ζωτικής σημασίας για την επίτευξη του ψηφιακού μετασχηματισμού της Ελλάδας και τη διασφάλιση μακροπρόθεσμης οικονομικής επιτυχίας.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Εθνική Στρατηγική για τις Ενεργητικές Πολιτικές Απασχόλησης, ypergasias.gov.gr, διαθέσιμο εδώ