Της Κυριακής Γκουργκούλη,
Πριν από πολλά χρόνια, πριν ο χρόνος αρχίσει να μετρά πάνω στη γη, μία τεράστια καταιγίδα ξέσπασε, σκοτώνοντας κάθε ζωντανό οργανισμό και καλύπτοντας όλη την επιφάνειά της με νερό. Όταν η καταιγίδα κόπασε, οι θεοί μαζεύτηκαν για να κάνουν έναν απολογισμό της καταστροφής και συνειδητοποίησαν πως η γη είχε πολλά να προσφέρει· η ομορφιά της δεν είχε χαθεί οριστικά. Τότε, ο θεός Μηχανικός ανακοίνωσε πως είχε έρθει η ώρα να κατοικηθεί ο πλανήτης από ανθρώπους. Όλοι οι θεοί συμφώνησαν και άρχισαν να αναρωτιούνται ποιος θα τους έφερνε τα κόκαλα των προγόνων τους, ώστε να δημιουργήσουν τους πρώτους ανθρώπους. Ο θεός Κετσαλκοάτλ (*) ήταν αυτός που επιλέχθηκε να φέρει εις πέρας την αποστολή.
Ο Κετσαλκοάτλ, που ήταν ο πιο δυνατός και πιο γενναίος από όλους τους θεούς, δέχτηκε. Άδραξε το σκήπτρο του και πέταξε στον ουρανό προς τη Χώρα των Πεθαμένων. Βλέποντάς τον, ο Άρχοντας του Θανάτου ζήτησε να μάθει τον σκοπό της επίσκεψής του. Ο Κετσαλκόατλ απάντησε πως είχε έρθει για να συλλέξει τα οστά του πατέρα του και να δημιουργήσει με αυτά τους πρώτους ανθρώπους. Ο Άρχοντας του Θανάτου, αν και αρχικά σκεπτικός, συμφώνησε με αυτό, καθώς σκέφτηκε πως όταν οι άνθρωποι θα αυξάνονταν, ο επικείμενος θάνατός τους θα του εξασφάλιζε νέους υπηρέτες. Πριν παραδώσει, όμως, στον Κετσαλκοάτλ τα οστά, του ζήτησε μία τελευταία χάρη: θα έπρεπε να χρησιμοποιήσει το κοχύλι που ο ίδιος του προσέφερε για να σφυρίξει στις τέσσερις γωνιές της Χώρας των Πεθαμένων. Ο Κετσαλκόατλ συμφώνησε.
Ο θεός πέταξε στην πρώτη γωνία της Χώρας των Πεθαμένων, μα, φέρνοντας το κοχύλι στο στόμα του, συνειδητοποίησε πως δεν υπήρχε καμιά τρύπα για να βγαίνει ο αέρας και έτσι ο ήχος δεν μπορούσε να ακουστεί. Ο Άρχοντας του Θανάτου τον είχε παγιδεύσει. Παρόλα αυτά, ο Κετσαλκόατλ ήταν ο πιο πολυμήχανος των θεών και δεν πτοήθηκε. Κάλεσε όλα τα σκουλήκια από τη Χώρα των Πεθαμένων και όλες τις μέλισσες που μπόρεσε να βρει. Τα σκουλήκια μπήκαν στο κοχύλι και άνοιξαν τέσσερις τρύπες στα τοιχώματά του. Έπειτα, οι μέλισσες ανέλαβαν να το ξυπνήσουν και, τελικά, ο θεός κατάφερε να σφυρίξει στις τέσσερις γωνιές του βασιλείου του Άρχοντα των Πεθαμένων, ο οποίος τον είδε έκπληκτος να επιστρέφει θριαμβευτής.
Ο Άρχοντας του Θανάτου αναγκάστηκε να δώσει στον Κετσαλκόατλ τα οστά του πατέρα του, τη στιγμή, όμως, που ο θεός άρχισε να απομακρύνεται, συνειδητοποίησε πως δεν ήθελε να αποχωριστεί τα πολύτιμα αυτά οστά και έτσι διέταξε τους υπηρέτες του να στήσουν μία νέα παγίδα στον Κετσαλκόατλ. Ο τελευταίος, απασχολημένος καθώς ήταν με τα οστά, δεν αντιλήφθηκε την απύθμενη λακκούβα που είχαν σκάψει οι υπηρέτες του Άρχοντα του Θανάτου και έπεσε σε αυτήν. Ακούγοντας τον θόρυβο, ο Άρχοντας του Θανάτου θεώρησε πως ο θεός ήταν νεκρός. Αυτό, όμως, δεν ήταν αλήθεια. Ο θεός μάζεψε τα οστά και σκαρφάλωσε στα τοιχώματα της παγίδας. Αμέσως, πέταξε προς τη Γυναίκα Ερπετό.
Όταν ο Κετσαλκόατλ έφτασε στον ναό της Γυναίκας – Ερπετού και της έδειξε τα κατεστραμμένα οστά που είχαν σπάσει με την πτώση του, τη ρώτησε αν θα μπορούσε να φτιάξει ανθρώπους από αυτά. Η Γυναίκα – Ερπετό έγνεψε καταφατικά, μα τον προειδοποίησε πως οι άνθρωποι που θα δημιουργούνταν δεν θα ήταν ίδιοι μεταξύ τους. Κάποιοι θα ήταν πιο κοντοί, πιο παχείς, πιο λεπτοί ή πιο ψηλοί. Στη συνέχεια, άλεσε τα οστά σε μία λεπτή σκόνη, την οποία ο Κετσαλκόατλ έφερε πίσω στους υπόλοιπους θεούς. Αυτοί την ευλόγησαν με μία σταγόνα από το αίμα τους, δημιουργώντας, έτσι, τους πρώτους ανθρώπους.
Αφού οι άνθρωποι είχαν πλέον έρθει στη ζωή, οι θεοί συνειδητοποίησαν πως θα έπρεπε να τους ταΐσουν, καθώς οι άνθρωποι παραπονιούνταν ήδη από την πείνα. Για άλλη μια φορά, ο Κετσαλκόατλ ανέλαβε να βρει αυτός τροφή για τους ανθρώπους. Έψαχνε για πολύ καιρό, αλλά μάταια. Μία μέρα, έκατσε σε έναν βράχο για να ξεκουραστεί από το λιοπύρι και καθώς ετοιμαζόταν να κλείσει τα μάτια του, είδε ένα μυρμήγκι να περνά δίπλα του. Στις δαγκάνες του κρατούσε έναν χρυσαφένιο σπόρο. Ο Κετσαλκόατλ σταμάτησε το μυρμήγκι και το ρώτησε πού είχε ξετρυπώσει τον σπόρο. Γεμάτο δέος, το μυρμήγκι του είπε πως το αντικείμενο το οποίο κουβαλούσε ονομαζόταν καλαμπόκι και πως με μεγάλη χαρά θα του έδειχνε πού το βρήκε.
Ο θεός μεταμορφώθηκε σε μικρό μαύρο μυρμήγκι και ακολούθησε το κόκκινο μυρμήγκι στην είσοδο ενός βραχώδους βουνού. Περνώντας μέσα από τις σχισμές του βουνού, ο Κετσαλκόατλ είδε με έκπληξη ολόκληρους σωρούς από καλαμπόκι, φασόλια και σιτάρι. «Υπέροχα» σκέφτηκε. «Το μόνο που έχω να κάνω τώρα είναι να μετακινήσω αυτό το βουνό πιο κοντά στους ανθρώπους». Όσο κι αν προσπάθησε, όμως, ο θεός, το βουνό δεν κουνήθηκε ούτε σπιθαμή. Εξοργισμένος, χτύπησε το ραβδί του στη βάση του βουνού και τότε συνέβη κάτι εκπληκτικό: το βουνό άνοιξε στα δύο και από μέσα άρχισαν να ξεπηδούν ποτάμια από καλαμπόκι, σιτάρι και φασόλια. Εν τέλει, οι θεοί πήραν το καλαμπόκι και δημιούργησαν μία θρεπτική τροφή, η οποία άρεσε τόσο πολύ στους ανθρώπους, ώστε άρχισαν να καλλιεργούν οι ίδιοι το δικό τους καλαμπόκι και σιτάρι και να λατρεύουν τους θεούς που τους έδωσαν ζωή και τροφή.
(*)Σημείωμα του επιμελητή: Μπορεί να έχει επικρατήσει η προφορά «Κετζαλκοάτλ» στα ελληνικά, ωστόσο η ορθή προφορά του ονόματος είναι «Κετσαλκόατλ», αφού οι ισπανόφωνοι δεν διαθέτουν τον φθόγγο [ζ] και το [ο] στην ισπανική γραφή της λέξης τονίζεται (Quetzalcóatl).
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Ο Σοφός Παραμυθάς: Παραμύθια με θεούς και ήρωες από όλον τον κόσμο, διασκευή: Burleigh Muten, Εκδόσεις Πατάκη: Αθήνα, 2005.
- Nicholson, H.B. (2001), The “Return of Quetzalcoatl”: did it play a role in the conquest of Mexico?, Lancaster, CA: Labyrinthos.