Του Γιώργου Κοσματόπουλου,
Ο Αλέξης Τσίπρας αποτελεί, πλέον, παρελθόν από την ηγεσία του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. Μετά από 15 χρόνια στο τιμόνι του κόμματος, στα οποία διέγραψε μια πολυκύμαντη πορεία, παραδίδει τη σκυτάλη, αναλαμβάνοντας την ευθύνη για τη διπλή εκλογή συντριβή. Η αποτίμηση της μέχρι σήμερα πορείας του και οι προβλέψεις αναφορικά με το μέλλον το δικό του και του κόμματός του, αποτελούν σίγουρα προκλήσεις για οποιονδήποτε παρατηρητή των πολιτικών εξελίξεων.
Η παραμονή ή μη του Τσίπρα στη θέση του Προέδρου του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. αποτελούσε αίνιγμα για περισσότερο από έναν μήνα, μετά την κατάρρευση του κόμματος στις Εκλογές της 21ης Μαΐου. Απ’ ό,τι έχει γνωστοποιηθεί μέχρι σήμερα, φαίνεται ότι φλέρταρε με την ιδέα της αποχώρησης από τότε. Εν τέλει, άλλαξε γνώμη και αποφάσισε να πιει και το πικρό «ποτήρι» των Εκλογών της 25ης Ιουνίου, με το συντριπτικό αποτέλεσμα προδιαγεγραμμένο και τις επιδόσεις του κόμματος σίγουρα να χειροτερεύουν. Ο ίδιος πλάσαρε την απόφασή του αυτή ως απόδειξη ευθύνης και γενναιότητας. Η αλήθεια, βέβαια, είναι ότι δεν υπήρχαν πρόθυμοι αντικαταστάτες του τον Μάιο για ευνόητους λόγους, ενώ μια μεταβατική ηγεσία πιθανότατα θα οδηγούσε τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α. ακόμα πιο χαμηλά.
Το σίγουρο είναι ότι το κόμμα βρίσκεται στο εξής αδιέξοδο σε ό,τι έχει να κάνει με την περίπτωση Τσίπρα: Αφενός, ο απερχόμενος Πρόεδρος του κόμματος αποτελεί πλέον «βαρίδι», αναφορικά με τη σχέση ΣΥ.ΡΙΖ.Α.-κοινωνίας. Είναι πολιτικά απαξιωμένος εδώ και χρόνια εξαιτίας ιδίως των κυβερνητικών του πεπραγμένων και έχει ηττηθεί σε έξι διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις (Ευρωεκλογές, Δημοτικές, Περιφερειακές, Εθνικές εκλογές 2019, διπλές βουλευτικές κάλπες του 2023) και –με όλη αυτήν τη φθορά– έχει να καλύψει μια τεράστια απόσταση, της τάξεως των 23 ποσοστιαίων μονάδων περίπου, ώστε να μπορέσει να βρεθεί σε τροχιά εξουσίας. Την ίδια στιγμή που στερείται –εξαιτίας του μειωμένου αριθμού εδρών– βασικών κοινοβουλευτικών «όπλων» άσκησης Αντιπολίτευσης, έχοντας να αντιμετωπίσει ένα ΠΑ.ΣΟ.Κ. που βρίσκεται μόλις έξι μονάδες πίσω του (για πρώτη φορά σε μονοψήφια διαφορά εδώ και 11 χρόνια), αλλά και την εξ’ αριστερών πίεση από το Κ.Κ.Ε. και την Πλεύση Ελευθερίας.
Αφετέρου, ο Τσίπρας είναι και ο κύριος παράγοντας συνοχής του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. Εσωκομματικά παραμένει πανίσχυρος με φίλους κι εχθρούς να αναγνωρίζουν ότι ήταν η δική του επικοινωνιακά χαρισματική προσωπικότητα, που επέτρεψε σε ένα κόμμα του 4% να γίνει Κυβέρνηση και να διαδραματίζει για περισσότερο από μια δεκαετία τον ρόλο του ενός εκ των δύο βασικών πόλων του εγχώριου πολιτικού συστήματος. Το επικοινωνιακό του ταλέντο και ο αδίστακτος χαρακτήρας του του επέτρεψαν να εκμεταλλευτεί την κατάσταση ακραίας «ανωμαλίας» που επικράτησε στη δημόσια ζωή της χώρας μετά τη χρεοκοπία του 2010. Η προοπτική εξουσίας που έδωσε στο κόμμα του και το «δολοφονικό» του ένστικτο αναφορικά με τη λειτουργία των εσωκομματικών συσχετισμών τού επέτρεψαν να βγάλει τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α. αλώβητο από τις διασπάσεις που βίωσε και, ταυτοχρόνως, να συντρίψει σχεδόν κάθε φωνή εσωκομματικής αντιπολίτευσης. Στέλεχος με αυτά τα χαρακτηριστικά δεν εντοπίζεται αυτή τη στιγμή στις τάξεις των υποψηφίων διαδόχων του.
Μέσα σε αυτό το σκηνικό δεν είναι λίγοι όσοι θεωρούν ότι ο Τσίπρας κάνει απλώς ένα διάλειμμα. Έναν στρατηγικό ελιγμό, που θα του επιτρέψει να ανασυγκροτηθεί και να σχεδιάσει τα επόμενα βήματά του. Περισσότερο πιθανό μοιάζει να «ονειρεύεται» για τον εαυτό του την επανάκαμψη μετά από λίγα χρόνια σε ρόλο «προσωπικότητας κοινής αποδοχής», ώστε να ηγηθεί ενός νέου ευρύτερου σχήματος της Αριστεράς. Σε έναν τέτοιο σχεδιασμό συνηγορούν τ’ ακόλουθα:
Πρώτον, ηλικιακά είναι νέος, έστω κι αν έχει υποστεί όλη αυτή τη φθορά. Ένας άνθρωπος, όπως αυτός, που δεν έχει ασχοληθεί στη ζωή του με τίποτε άλλο πέραν της πολιτικής, δύσκολα θα συνταξιοδοτηθεί εκούσια στα 48 του χρόνια.
Δεύτερον, όπως προαναφέρθηκε, δεν έχει εμφανιστεί μέχρι στιγμής άξιος διάδοχός του. Οι «προεδρικοί» έχουν διχαστεί και μοιάζουν έτοιμοι να λύσουν παλιούς λογαριασμούς: Οι πασοκογενείς «γενίτσαροι» προωθούν τον Διονύση Τεμπονέρα σε μια λογική σύγκλησης με το ΠΑ.ΣΟ.Κ. ή εν πάση περιπτώσει «πασοκοποίησης» του ΣΥ.ΡΙΖ.Α., με τη μετατόπισή του σε πιο κεντροαριστερά μονοπάτια. Ο σκληρός πυρήνας των γηγενών ΣΥΡΙΖΑίων «παίζει» την Αχτσιόγλου, η οποία ιδεολογικοπολιτικά είναι ό,τι και ο σύντροφος τής ζωής της, Δημήτρης Τζανακόπουλος, στο πιο εκλεπτυσμένο. Οι της «Ομπρέλας» παρατηρούν τις εξελίξεις, αναμένοντας για το αν θα βγάλουν μπροστά τον Τσακαλώτο ή κάποιο άλλο στέλεχος. Εν κατακλείδι, ουδείς εκ των ανωτέρω έχει την ικανότητα και τη διάθεση να λειτουργήσει ενωτικά.
Τρίτον, όποιος κι αν εκλεγεί, έχει μπροστά του από την πρώτη μέρα δύο πολύ δύσκολες μάχες: Αυτοδιοικητικές Εκλογές και Ευρωεκλογές. Οι πρώτες θα διεξαχθούν τον προσεχή Οκτώβριο, δηλαδή σε ελάχιστο διάστημα από την εκλογή του, η οποία λογικά θα πραγματοποιηθεί τον Σεπτέμβριο. Με την εσωκομματική ένταση να έχει «χτυπήσει κόκκινο» και τον μηχανισμό να εστιάζεται στις διαδικασίες ανάδειξης νέας ηγεσίας, δεν υπάρχουν περιθώρια για σοβαρή δουλειά σε επίπεδο Δήμων και Περιφερειών. Σε πεδία, δηλαδή, που ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. υστερούσε πάρα πολύ, ακόμα και στις καλύτερες ημέρες του. Η ήττα θα είναι σίγουρη κι αν λάβει, δε, υπόψη κάποιος το γεγονός ότι το ΠΑ.ΣΟ.Κ. έχει ανοδική πορεία και διατηρεί διαχρονικά, ιδιαίτερα αξιόλογη δύναμη στο αυτοδιοικητικό τοπίο, το σενάριο ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. να πέσει στην τρίτη θέση είναι πολύ πιθανό. Ένα τέτοιο αποτέλεσμα θα επηρεάσει σίγουρα την όλη πορεία του κόμματος και προς τις ευρωπαϊκές κάλπες τον Ιούνιο του 2024. Η εσωστρέφεια θα ανακυκλωθεί, η άσκηση αντιπολίτευσης θα δυσχεράνει περαιτέρω και με τον Ανδρουλάκη να έχει θέσει ως ξεκάθαρο στόχο την ανατροπή των συσχετισμών στην Αντιπολίτευση, στις προσεχείς Ευρωεκλογές, η βλάβη μπορεί να καταστεί ανήκεστος για τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α.
Κατόπιν των ανωτέρω, λοιπόν, με τον Μητσοτάκη κυρίαρχο και τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α. να απειλείται με καταστροφή και πολύ πιθανόν να έχει βιώσει και κάποια άλλη διάσπαση δεν αποκλείεται να «πλασαριστεί» ο Τσίπρας ως η προσωπικότητα που μπορεί να ξαναενώσει αυτόν τον χώρο. Το αν θα πείσει την κοινωνία είναι εξαιρετικά αμφίβολο. Ελάχιστοι είναι οι πολιτικοί που μπόρεσαν να κάνουν την ολική επαναφορά και για να συμβεί αυτό –πέραν της τύχης– απαιτούνται χαρακτηριστικά που δεν τα διαθέτει ο απερχόμενος Πρόεδρος του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. Το βέβαιο, πάντως, είναι ότι έφυγε από την Κουμουνδούρου, αλλά δεν πήρε «βαλίτσα», θεωρώντας ότι δεν θα λείψει για πάρα πολύ…