Του Στέλιου Καραγεώργη,
Το καλοκαίρι του 1964, τα δύο σχέδια του Αμερικανού μεσολαβητή Ντην Άτσεσον προέβλεπαν την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, έναντι κάποιων ανταλλαγμάτων προς την Τουρκία και τους Τουρκοκυπρίους. Αν και οι έμμεσες διαπραγματεύσεις ανάμεσα στο ελληνικό και τουρκικό κράτος γίνονταν υπό την αιγίδα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, ο πραγματικός διαμεσολαβητής ήταν ο εκπρόσωπος του Αμερικανού Προέδρου Λίντον Τζόνσον, και πρώην Υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ.
Το πρώτο σχέδιο Άτσεσον, παραχωρούσε το νησί του Καστελόριζου από την Ελλάδα στην Τουρκία, και παράλληλα της εκχωρούσε με πλήρη κυριαρχικά δικαιώματα στρατιωτική βάση στην χερσόνησο της Καρπασίας, έκτασης περίπου 400 τετραγωνικών χιλιομέτρων, που αντιστοιχούσε στο 11% του συνολικού εδάφους της Κύπρου. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι Τούρκοι υπολόγιζαν την έκταση, που θα βρισκόταν υπό τον μερικό ή απόλυτο έλεγχό τους, σε 25%. Επίσης, το σχέδιο προνοούσε για ευρεία αυτονομία του θύλακα Λευκωσίας-Αγίρτας, και για την δημιουργία άλλων δύο τουρκοκυπριακών περιοχών. Οι έπαρχοι των παραπάνω περιοχών θα ήταν Τουρκοκύπριοι, καθώς και το διοικητικό προσωπικό, τα στελέχη της αστυνομίας και των δικαστηρίων, με την κεντρική κυβέρνηση να έχει ελάχιστες δυνατότητες παρέμβασης. Ταυτόχρονα, κεντρική τουρκοκυπριακή διοίκηση επιφορτισμένη με την μέριμνα της μειονότητας, θα εγκαθίσταντο στη Λευκωσία. Τέλος, το σχέδιο προέβλεπε τον σεβασμό των μειονοτικών δικαιωμάτων με βάση την συνθήκη της Λοζάνης, και τη σύσταση διεθνούς επιτροπής για την τήρηση των συμφωνηθέντων.
Το δεύτερο σχέδιο, αν και περιείχε μικρές αλλαγές, ήταν εμφανώς βελτιωμένο υπέρ των Ελλήνων. Εκχωρούσε έναντι ενοικίου τη βάση της Καρπασίας για 50 χρόνια, και περιόριζε, την έκτασή της στο 5% της συνολικής επικράτειας του νησιού. Ωστόσο, αυτή συμπεριελάμβανε 12 αμιγώς ελληνοκυπριακά χωρία και 5 μεικτά, που κατοικούνταν 14.000 Έλληνες, καθώς και το μοναστήρι του Αγίου Ανδρέα, ένα από τα μεγαλύτερα του νησιού. Οι δύο τουρκοκυπριακές επαρχίες από τις συνολικά οκτώ του νησιού, θα είχαν για πάντα Τουρκοκύπριο έπαρχο, και οι δημόσιες υπηρεσίες, τα δικαστήρια και η αστυνομία μεγάλο ποσοστό τουρκοκυπριακού προσωπικού. Στην κεντρική κυβέρνηση θα τοποθετούνταν Τουρκοκύπριος αξιωματούχος υπεύθυνος για την ευημερία της μειονότητας, ενώ επίτροπος του ΟΗΕ θα επέβλεπε την τήρηση της συνθήκης της Λοζάνης, και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Παράλληλα, στο τουρκικό κράτος παρεχόταν το δικαίωμα προσφυγής στο ευρωπαϊκό δικαστήριο σε περίπτωση παραβίασης των δικαιωμάτων των Τουρκοκυπρίων, βάσει της Συνθήκης της Ρώμης του 1951.
Η τουρκική πλευρά αποδέχτηκε το σχέδιο Άτσεσον Ι, ως βάση διαπραγματεύσεων, απορρίπτοντας όμως το δεύτερο. Αρνητική στάση κράτησε ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, απορρίπτοντας και τις δυο προτάσεις του Αμερικανού μεσολαβητή. Το ίδιο έπραξε και ο Γρίβας, αποδεχόμενος όμως παρουσία μικρού αριθμού τουρκικών στρατευμάτων στην βρετανική βάση της Δεκέλειας, η οποία θα μετατρεπόταν σε νατοϊκή, στην προσπάθειά του να διευκολύνει την ενωτική λύση. Οφείλουμε να υπογραμμίσουμε, πως τα σχέδια Άτσεσον αναθεματίστηκαν σχεδόν από όλη την κυπριακή πολική ηγεσία, και τον ελληνόφωνο τύπο του νησιού, μετά από προτροπές του Αρχιεπισκόπου.
Επαμφοτερίζουσα στάση απέναντι στις αμερικανικές προτάσεις, τήρησε η ελληνική κυβέρνηση. Ο Πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου αποδέχτηκε το δεύτερο σχέδιο, δίνοντας εντολή στον διευθυντή του διπλωματικού του γραφείου στη Γενεύη, Τζων Σωσσίδη να το αποδεχθεί, στις 21 Αυγούστου του 1964. Παρ’ όλ’ αυτά την επόμενη μέρα απέρριψε το σχέδιο, επηρεαζόμενος από τον υιό του Ανδρέα. Ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν εξ αρχής αντίθετος, καθώς έβλεπε με συμπάθεια την αυτονομιστική από την Δύση, εξωτερική πολιτική του Μακαρίου.
Τα δύο σχέδια Άτσεσον ήταν τα μοναδικά που προέβλεπαν την ένωση της Κύπρου με την μητροπολιτική Ελλάδα από το 1915, όταν η Μεγάλη Βρετανία είχε προσφέρει το νησί ως αντάλλαγμα για την είσοδο της χώρας στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, στο πλευρό της Αντάντ. Στις μέρες μας, τα σχέδια Άτσεσον Ι και ΙΙ έχουν λάβει σχεδόν μυθική διάσταση, καθώς η χειρότερη εκδοχή τους, ήταν χωρίς αμφιβολία, καλύτερη από την κατάσταση που επικρατεί στην Κύπρο, έπειτα από την τουρκική εισβολή του 1974. Εντούτοις, είναι ιστορικά ορθολογικό να τονίσουμε πως ο ελληνισμός πίσω στο 1964, βρισκόταν σε ευνοϊκή θέση έναντι της Τουρκίας. Από τα τέλη του 1963, οι Τουρκοκύπριοι είχαν αποχωρήσει από την κρατική διοίκηση του νησιού, η οποία είχε περάσει σε ελληνικά χέρια. Την ίδια περίοδο, πέρα από την απομόνωση του Τουρκοκυπρίων σε θύλακες (όσο ασφαλές για την υπόσταση του κυπριακού κράτος μπορεί να θεωρηθεί αυτό), ο Αμερικανός Πρόεδρος με αυστηρή επιστολή του, είχε αποκλείσει οποιαδήποτε τουρκική σκέψη για στρατιωτική επέμβαση στο νησί. Τελικά, το ναυάγιο της αμερικανικής προσπάθειας το καλοκαίρι του 1964, οδήγησε τις μετέπειτα κυβερνήσεις των ΗΠΑ σε συνεπή φιλοτουρκική στάση στο Κυπριακό Ζήτημα.
Ωστόσο, η άρνηση του Μακαρίου, είχε λογική υπόσταση, καθώς η ύπαρξη τουρκικών στρατευμάτων στο νησί, θα μπορούσε με αφορμή μικροεπεισόδια να οδηγήσει σε διχοτόμηση, ή και κατάληψη ολόκληρης της νήσου από την Τουρκία. Παράλληλα, δεν υπήρχε καμία εγγύηση ότι οι Τούρκοι μετά το πέρας των 50 ετών θα αποχωρούσαν από την βάση της Καρπασίας. Παρ’ όλ’ αυτά, οποιαδήποτε απόπειρα εισβολής, θα σήμαινε κήρυξη πολέμου εναντίον ενός μέλους της βορειοατλαντικής συμμαχίας, αφού το νησί θα αποτελούσε επισήμως πλέον ελληνικό έδαφος, με τα υπόλοιπα μέλη του ΝΑΤΟ να είναι καταδικαστικά έναντι της Τουρκίας. Ταυτόχρονα, το μεγαλύτερο ποσοστό του Ελληνικού λαού της Κύπρου ήταν αντίθετο σε οποιασδήποτε μορφής εκχωρήσεων στη μειονότητα, και οι κρατικές-πολιτικές ελίτ του νησιού αρνούνταν να παραχωρήσουν μέρος της εξουσίας τους στους Τουρκοκύπριους, ή ακόμα και να δουν αυτή να εξαλείφεται, καθώς η Κύπρος θα γινόταν απλώς μια επαρχεία του ελληνικού βασιλείου.
Συμπερασματικά, τα δυο σχέδια Άτσεσον, αν και παραχωρούσαν σημαντικά στρατιωτικά οφέλη στην Τουρκία, και ευρεία αυτονόμηση στην μειονότητα, αποτέλεσαν πρωτοφανή ευκαιρία για την επίτευξη της ένωσης. Θα ήταν ανεδαφικό να πιστεύει κάποιος, ακόμα και υπό τις φαινομενικά ευνοϊκές, για τον ελληνισμό, συνθήκες του 1964, ότι η Τουρκία θα παραιτούνταν από τα ανέλπιστα πλεονεκτήματα που είχε αποκομίσει από τις συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου, χωρίς να εξασφαλίσει ισχυρά ανταλλάγματα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Κρανιδιώτης, Νίκος (2008), Ανοχύρωτη Πολιτεία, Κύπρος 1960-1974, τ. Α΄, Αθήνα: Εκδόσεις Εστία.
- Λάµπρου, Γιάννης Κ. (2008), Ιστορία του Κυπριακού, Τα χρόνια μετά την ανεξαρτησία, 1960-2008, Αθήνα: Εκδόσεις Πάργα.
- Συρίγος, Άγγελος Μ. (2015), Ελληνοτουρκικές σχέσεις, Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη.