Του Κωνσταντίνου Κατσούλα,
Η αναταραχή που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο την Γεωμετρική Εποχή, μετά την κάθοδο των Δωριέων, και οι ανακατατάξεις στον τρόπο ζωής των ανθρώπων την εποχή αυτή, έκαναν ολοένα και πιο επιτακτική την ανάγκη με το τέλος της περιόδου αυτής κάθε πόλη-κράτος να αποκτήσει συγκεκριμένη – γραπτή – νομοθεσία, καθώς ως τότε υπήρχαν μόνο προφορικά κάποια ήθη που υποκαθιστούσαν τον νόμο. Παράλληλα, η Αρχαϊκή περίοδος, η οποία ακολούθησε την Γεωμετρική, χαρακτηρίστηκε από κοινωνική κινητικότητα και από την αμφισβήτηση του θεσμού των βασιλέων από τις αριστοκρατικές τάξεις, οι οποίες όλο και αύξαναν την ισχύ τους. Τα παραπάνω είχαν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία συγκεκριμένων νομικών πλαισίων στις ελληνικές πόλεις-κράτη, από τους νομοθέτες, τους βασικότερους από τους οποίους θα εξετάσουμε στο παρόν άρθρο.
Ο σημαντικότερος, κατά πάσα πιθανότητα, νομοθέτης αυτής της εποχής, ήταν ο Λακεδαιμόνιος Λυκούργος. Η ακριβής χρονική περίοδος της ζωής και της νομοθετικής δράσης του είναι αντικείμενο διαφωνίας των ιστορικών ήδη από τα αρχαία χρόνια, όμως σίγουρα τοποθετείται μεταξύ του 800 και του 600 π.Χ. Ο Λυκούργος, παρ’ ότι γόνος βασιλικής οικογένειας δεν απέκτησε βασιλική εξουσία, και εξαιτίας της αντιπάθειας κάποιων συμπολιτών του προς το πρόσωπό του έφυγε από την Σπάρτη, ταξιδεύοντας στην Κρήτη, την Ιωνία και την Αίγυπτο, ταξίδια στα οποία ήρθε σε επαφή με τα ήθη των τόπων αυτών, κάτι που επηρέασε το μετέπειτα νομοθετικό του έργο. Επιστρέφοντας στη γενέτειρά του, βρήκε τους Σπαρτιάτες σε πλήρη αναταραχή, και αποφάσισε να φέρει στην πόλη κάποιες μεταρρυθμίσεις. Επισκέφθηκε το μαντείο των Δελφών από το οποίο και έλαβε τη ρήτρα, τη θεία επικύρωση δηλαδή των νόμων του.
Με την εφαρμογή των νομοθετικών μεταρρυθμίσεων του Λυκούργου, το πολίτευμα της Σπάρτης έγινε ουσιαστικά ένα υβρίδιο βασιλείας, αριστοκρατίας και δημοκρατίας. Οι δύο βασιλείς ήταν αρχηγοί του στρατού στον πόλεμο και σε καιρούς ειρήνης επόπτευαν την δικαιοσύνη και τη θρησκεία – αργότερα οι αιρετοί πέντε έφοροι πήραν την εξουσία και τις ευθύνες των βασιλέων. Το μεγαλύτερο μερίδιο άσκησης εξουσίας αντιστοιχούσε στη Γερουσία, η οποία καθόριζε την πολιτική του κράτους, νομοθετούσε και λάμβανε δικαστικές αποφάσεις για εγκλήματα των οποίων η ποινή ήταν η θανατική. Στη Γερουσία ήταν εκλέξιμοι όσοι Σπαρτιάτες της τάξης των ομοίων είχαν περάσει το εξηκοστό έτος της ζωής τους. Η Απέλλα, η συνέλευση των αρχαίων Σπαρτιατών, ήταν το όργανο στο οποίο είχαν πρόσβαση όλοι οι άρρενες Σπαρτιάτες άνω των τριάντα ετών. Καμία σοβαρή πολιτική απόφαση ή νομοθεσία δεν εφαρμοζόταν αν δεν είχε πρώτα κριθεί θετικά από την Απέλλα.
Πέραν των τομών που έφερε στα όργανα άσκησης της εξουσίας, ο Λυκούργος κατάργησε την οργάνωση της κοινωνίας με βάση τη συγγένεια και την αντικατέστησε με γεωγραφικές διαιρέσεις. Επιπρόσθετα, για να αποτρέψει την δημιουργία ισχυρής εμπορικής τάξης στη Σπάρτη, απαγόρευσε στους Σπαρτιάτες πολίτες την ενασχόληση με τη βιοτεχνία ή το εμπόριο, ενώ καθιέρωσε ως νόμισμα της Λακεδαίμονος ένα πολύ δύσχρηστο σιδερένιο νόμισμα, οδηγούμενος από την πεποίθησή του, πως οι Σπαρτιάτες πρέπει να ασχολούνται με την πολιτική και τον στρατό, ενώ οι είλωτες παρέμεναν αυτοί που καλλιεργούσαν τα λακωνικά κτήματα. Οι νόμοι του Λυκούργου, τους βασικότερους των οποίων μόλις αναλύσαμε, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στο να μετατραπεί η Σπάρτη στην στρατοκρατική και πλήρως πειθαρχημένη κοινωνία την οποία θαύμασε, αλλά και φοβήθηκε ο αρχαίος κόσμος.
Ο πρώτος γραπτός κώδικας νόμου, παρ΄ όλα αυτά, δεν ανήκει στον Λυκούργο, αλλά στον Ζάλευκο. Ο Ζάλευκος, του οποίου ο γραπτός κώδικας δεν διασώζεται, έδωσε στους κατοίκους των Επιζεφύριων Λοκρών στην νότια Ιταλία ένα σύστημα νόμων, το οποίο φαίνεται να ευνοούσε τους αριστοκράτες, παρ’ ότι ο νομοθέτης του ήταν ένας απλός κτηνοτρόφος. Ο Ζάλευκος επέβαλε σε κάθε άνθρωπο που ήθελε να προτείνει ένα νόμο να το κάνει έχοντας ένα σκοινί γύρω από το λαιμό του, ώστε σε περίπτωση που ο νόμος αυτός απορριπτόταν, ο πολίτης να κρεμόταν επί τόπου. Με τους νόμους του, απαγορεύτηκε η κατανάλωση οίνου, ο οποίος δεν είχε πρώτα αραιωθεί με νερό, αν ο πολίτης δεν το έκανε για ιατρικούς σκοπούς. Η μοιχεία επίσης, με την νομοθεσία του, τιμωρήθηκε με τύφλωση.
Λίγο νοτιότερα στην Magna Graecia, στην Κατάνη της Σικελίας, νομοθέτησε ο Χάρωνδας, για τους νόμους του οποίου επίσης δεν διασώζονται πολλές πληροφορίες. Γνωρίζουμε ωστόσο πως επέβαλε πολύ βαριές ποινές σε όσους απατούσαν τους όρκους του, ενώ γενικότερα οι νόμοι του απηχούσαν τις αντιλήψεις του Πυθαγόρα, τον οποίο κάποιες πηγές παρουσιάζουν ως δάσκαλο του νομοθέτη. Οι νόμοι του Χάρωνδα υιοθετήθηκαν και σε άλλες ελληνικές πόλεις της Σικελίας και της Νοτίου Ιταλίας, ενώ ο Πλάτωνας μίλησε θετικά για αυτόν στην Πολιτεία.
Στα τέλη του έβδομου προ Χριστού αιώνα, μεγάλες μάζες του πληθυσμού των Αθηναίων ζούσαν εξαθλιωμένες, καθώς οι γαιοκτήμονες τους εκμεταλλεύονταν δρώντας ανεξέλεγκτοι. Τότε, εν έτει 620 π.Χ. ανετέθη στον Δράκοντα να συντάξει ένα σύστημα νόμων για να επανέλθει η τάξη και η δικαιοσύνη. Μια πάρα πολύ βασική νομοθεσία που θεσπίστηκε ήταν η εκδίκαση κάθε περίπτωσης ανθρωποκτονίας από τον Άρειο Πάγο. Με την νομοθεσία αυτή ο Δράκοντας προσπάθησε να απομακρύνει τους Αθηναίους από την αυτοδικία. Ο Δράκοντας παράλληλα επεξέτεινε τα εκλογικά δικαιώματα σε μεγαλύτερες μάζες, αλλά άφησε τη δικαστική εξουσία σε μεγάλο βαθμό στα χέρια της τάξης των ευπατρίδων (ευγενών).
Παρ΄ ότι ο Δράκοντας προσπάθησε για πρώτη φορά στην ιστορία των Αθηνών να θεσπίσει νόμους, οι οποίοι θα ίσχυαν εξ ίσου για όλους, μνημονεύεται ακόμα και σήμερα για το πόσο σκληρές ήταν οι ποινές τις οποίες επιφύλασσε για όσους θα παρέβαιναν τους νόμους του – εξ ου και η έκφραση «δρακόντεια μέτρα». Οι Δρακόντειοι νόμοι προέβλεπαν αφαίρεση των πολιτικών δικαιωμάτων ή και θάνατο ακόμα και για μικροκλοπές, όπως αναφέρει ο Πλούταρχος. Ο ίδιος ιστορικός μας αναφέρει πως σύμφωνα με τους Αθηναίους, οι νόμοι του Δράκοντα είχαν γραφτεί με το αίμα των Αθηναίων, μύθος ο οποίος είχε διαδοθεί στην Αθήνα για να δείξει πόσο σκληρή εθεωρούντο η νομοθεσία του Δράκοντα. Τελικά οι νόμοι του Δράκοντα όχι μόνο δεν κατάφεραν να βελτιώσουν τη ζωή των ασθενέστερων τάξεων, αλλά λόγω της κατοχής της δικαστικής εξουσίας από τους ευπατρίδες, οι εντάσεις μεταξύ γαιοκτημόνων και φτωχών εντάθηκαν περαιτέρω.
Οι πρώτοι νομοθέτες της Αρχαίας Ελλάδας ανέλαβαν, και σε σημαντικό βαθμό έφεραν εις πέρας την καταγραφή νόμων με βάση τους οποίους θα μπορούσαν να λειτουργήσουν οι πόλεις-κράτη. Παρά τα επιτεύγματα όμως των πρώτων νομοθετών, οι νομοθεσίες τους αργά ή γρήγορα δημιούργησαν νέες ανισότητες και ώθησαν σε αρκετές περιπτώσεις πλατιές μάζες πολιτών στην εξαθλίωση, ιδίως στην Αττική. Νέοι νομοθέτες θα έρχονταν τις επόμενες δεκαετίες να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις αυτές, με γνωστότερους αυτών τον Σόλωνα τον Αθηναίο και τον Κλεισθένη, για το έργο των οποίων θα γίνει λόγος σε επόμενο άρθρο.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Chisholm, Hugh (1911), Encyclopædia Britannica, Vol. 28 (11th ed.), Cambridge: Cambridge University Press.
- John Boardman (1988), The Cambridge Ancient History, Second Edition, Volume IV, Cambridge: Cambridge University Press.
- Jonathan M. Hall (2014), A History of the Archaic Greek World ca. 1200–479 BCE, Second Edition, New Jersey: Εκδόσεις John Wiley and Sons, Inc.
- Claude Mosse (2001), Η Αρχαϊκή Ελλάδα από τον Όμηρο μέχρι τον Αισχύλο, μετάφραση Πασχάλης Στράτης, Αθήνα: MIET.