Της Κατερίνας Δημητρακοπούλου,
Τα τελευταία χρόνια, η ελευθερία των μέσων ενημέρωσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση έρχεται αντιμέτωπη με αυξανόμενες πιέσεις και περιορισμούς, που απειλούν την ανεξαρτησία και την αντικειμενικότητά τους. Οι πολιτικές παρεμβάσεις, οι οικονομικές πιέσεις και οι περιορισμοί στην ελευθερία της δημοσιογραφίας αποτελούν ανησυχητικές τάσεις που απαιτούν προσοχή και αντιμετώπιση για τη διασφάλιση της ελεύθερης και ανεξάρτητης ενημέρωσης.
Τα αίτια της κρίσης των μέσων στην Ελλάδα μπορούν να αναζητηθούν στα σκάνδαλα που προσφάτως έχουν βγει στην επιφάνεια, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται η δολοφονία Καραϊβάζ, η «Λίστα Πέτσα» και η υποκλοπή εθνικών χρηματοδοτήσεων της καμπάνιας «Μένουμε Σπίτι», η διάδοση ψευδών ειδήσεων, η χρήση λογισμικών κατασκοπείας ενάντια σε δημοσιογράφους καθώς και οι απειλές για τη σωματική τους ακεραιότητα.
Το δυστύχημα στα Τέμπη αποτέλεσε μια ακόμα περίπτωση, όπου διαφάνηκε η αναξιοπιστία του δημοσιογραφικού συστήματος. Όπως και σε κάθε μεγάλη κρίση, μετά το δυστύχημα οι Έλληνες πολίτες στράφηκαν στην τηλεόραση για να ενημερωθούν, προτιμώντας την επίσημη ενημέρωση από τον ανώνυμο σχολιασμό στο διαδίκτυο. Παρά την προτίμηση παρακολούθησης των εξελίξεων από τη τηλεόραση, η πλειονότητα του 59% εκφράζει τη δυσαρέσκειά της για τον τρόπο που αναφέρθηκαν οι αιτίες του δυστυχήματος, ενώ το 53% αξιολογεί αρνητικά την κάλυψη των ενημερωτικών εκπομπών.
Παρόμοιες καταστάσεις συναντούμε και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Οι δολοφονίες διερευνητικών δημοσιογράφων, όπως της Daphne Caruana Galizia στη Μάλτα (2017) και του Jan Kuciak στη Σλοβακία (2018), υποβάθμισαν την ευρωπαϊκή δημοσιογραφία και ανέδειξαν τους κινδύνους που αντιμετωπίζουν οι δημοσιογράφοι στην προσπάθεια αποκάλυψης της διαφθοράς και του οργανωμένου εγκλήματος.
Η διαφθορά που εμφανίζεται στα ΜΜΕ μπορεί εύλογα να αποδοθεί στην ιδιοκτησία των μέσων από πολιτικούς, οι οποίοι κατευθύνουν τον δημόσιο λόγο ή αποφεύγουν να αναφερθούν σε ορισμένα θέματα, ανάλογα με τα συμφέροντα τους. Χαρακτηριστικά τέτοια παραδείγματα, είναι ο Silvio Berlusconi πρώην πρωθυπουργός της Ιταλίας που κατείχε τον όμιλο Mediaset, ο Rupert Murdoch, γνωστός για την ιδιοκτησία του ομίλου News Corporation (Fox News, The Sun και The Times), ο Jeff Bezos που εκτός από ιδρυτής της Amazon κατέχει την εφημερίδα The Washington Post, και στην Ελλάδα ο Βαγγέλης Μαρινάκης, πολιτικός, επιχειρηματίας και ιδιοκτήτης της Alter Ego Media (Mega, Τα Νέα, Το Βήμα).
Η υποβάθμιση των μέσων ενημέρωσης σίγουρα δεν έχει περάσει απαρατήρητη από τους ευρωπαίους πολίτες. Σύμφωνα με την Αναφορά για τα Ψηφιακά Νέα του Reuters Institute του 2023, η εμπιστοσύνη προς τα ΜΜΕ μειώνεται σταδιακά διεθνώς. Στην Ευρώπη, μόνο τέσσερις στους δέκα θεωρούν τα ΜΜΕ αξιόπιστα στις περισσότερες περιστάσεις.
Στην Ελλάδα, ο αριθμός είναι ακόμα πιο ανησυχητικός από ότι στην υπόλοιπη Ευρώπη. Το ποσοστό του πληθυσμού που δείχνει εμπιστοσύνη στα ΜΜΕ δεν ξεπερνά το 19%, γεγονός που θέτει τη χώρα μας στη τελευταία θέση της κατάταξης. Μια θέση πάνω από την Ελλάδα βρίσκεται η Ουγγαρία, η οποία αγγίζει το ποσοστό του 25% του πληθυσμού να δείχνει εμπιστοσύνη στα ΜΜΕ, γεγονός που δεν μας εκπλήσσει αν λάβουμε υπ’ όψιν τις επανειλημμένες κατηγορίες εναντίον της κυβέρνησης Orban για υπονόμευση των δημοκρατικών θεσμών και διαφθορά.
Η διαρκώς αυξανόμενη έλλειψη της εμπιστοσύνης στα ΜΜΕ έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση στην παρακολούθηση των ειδήσεων. Η παραπληροφόρηση και η διαφθορά, ως μέσα εξυπηρέτησης των πολιτικών συμφερόντων εξαλείφουν την εμπιστοσύνη των πολιτών, με αποτέλεσμα να παρακολουθούν όλο και λιγότερο τις ειδήσεις και να αμφισβητούν την ακρίβεια και την αντικειμενικότητα των πληροφοριών που λαμβάνουν.
Συγκεκριμένα, το 57% των Ελλήνων αποφεύγουν να παρακολουθούν τα νέα, ποσοστό αρκετά υψηλό και σε άλλες χώρες, όπως στη Βουλγαρία (57%), την Αργεντινή (46%), την Πολωνία (44%) και το Ηνωμένο Βασίλειο (41%). Επιπλέον, ο αριθμός ατόμων που ενδιαφέρονταν σε μεγάλο βαθμό για την επικαιρότητα έπεσε κατακόρυφα στη Γαλλία από το 59% στο 36% και στην Ισπανία από το 85% στο 51%.
Η μείωση της εμπιστοσύνης στα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης έχει επηρεαστεί και από την ανάδειξη νέων μέσων, όπως το διαδίκτυο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Σύμφωνα με την έρευνα της Κάπα Research από το 2003 έως το 2023, οι Έλληνες εμπιστεύονται λιγότερο τα ΜΜΕ σε σχέση με άλλους δημοσιογραφικούς θεσμούς. Συγκεκριμένα, οι Έλληνες εμπιστεύονται περισσότερο τις ιστοσελίδες στο διαδίκτυο, στη συνέχεια το ραδιόφωνο, έπειτα τις εφημερίδες, τη τηλεόραση και, τέλος, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ωστόσο, αυτή η εικόνα διαφέρει σημαντικά από αυτήν της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης, ιδίως το ραδιόφωνο, θεωρούνται πιο αξιόπιστα από τα νέα μέσα. Χαρακτηριστικά, στην ΕΕ ο μέσος όρος του ποσοστού εμπιστοσύνης στο διαδίκτυο ανέρχεται στο 54%.
Για να αυξηθεί η εμπιστοσύνη του κοινού προς τα μέσα ενημέρωσης, απαιτείται η βελτίωση των ίδιων των μέσων. Για την επίτευξη αυτού του στόχου, τον Σεπτέμβρη του 2022 η Κομισιόν υπέγραψε το European Media Freedom Act, το οποίο αποσκοπεί στην προαγωγή της ανεξαρτησίας των μέσων ενημέρωσης από πολιτικές παρεμβάσεις, καθώς και στην προστασία των δημοσιογράφων από απειλές και επιθέσεις.
Συνοψίζοντας, οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουν τα ΜΜΕ σήμερα χρίζουν άμεσης αντιμετώπισης. Η διαφθορά στον χώρο της δημοσιογραφίας έχει αμβλύνει σημαντικά την εμπιστοσύνη των πολιτών και για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης κρίνεται πλέον απαραίτητη η παρεμβολή του κράτους και της ΕΕ, μέσω της υιοθέτησης νέων νόμων και της θέσπισης νέων νομικών σωμάτων. Μόνο μέσω αυτής της ανανέωσης μπορούμε να διασφαλίσουμε έναν ευημερούντα δημοσιογραφικό χώρο.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- European Media Freedom Act: Commission proposes rules to protect media pluralism and independence in the EU, European Commission, διαθέσιμο εδώ
- Which European countries trust the media most?, Euronews, διαθέσιμο εδώ