Του Κωνσταντίνου Γκότση,
Η νομισματική πολιτική αποτελεί ένα μεγάλο κεφάλαιο για τις σύγχρονες οικονομίες, καθώς αυτή συμβάλει στη διατήρηση της λογικής σταθερότητας των τιμών, της χαμηλής ανεργίας, της σταθερότητας των συναλλαγματικών ισοτιμιών και στην επιτάχυνση της οικονομικής ανάπτυξης, μέσω της ρύθμισης της προσφοράς χρήματος. Έτσι, επιτυγχάνεται η σταθεροποίηση του επιχειρηματικού κύκλου, πυροδοτώντας βιώσιμη ανάπτυξη και διορθώνοντας στρεβλώσεις της αγοράς. Βέβαια, σε κάποιες περιπτώσεις καταλήγει να επιτυγχάνει το άκρως αντίθετο από τους στόχους της, δηλαδή να αποσταθεροποιεί το οικονομικό κλίμα, χωρίς αυτό, όμως, να αναιρεί τη σημαντικότητά της για την ευρυθμία του χρηματοδοτικού συστήματος.
Στην Παγκόσμια Χρηματοπιστωτική Κρίση του 2008 και κατά τη περίοδο της πανδημίας του Covid-19, αποδείχθηκε –για ακόμα μια φορά– η σημασία της για την άμβλυνση μια μεγάλης ύφεσης. Τα τελευταία χρόνια, από την άλλη, επιβεβαιώθηκαν διάφοροι οικονομολόγοι, που υποστήριζαν να υπάρχει σύνεση στην άσκηση νομισματικής πολιτικής, διότι στην υπερβολική προσπάθεια τεχνικής διατήρησης της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, στήριξης των τιμών από αποπληθωριστικές πιέσεις, της τόνωσης της οικονομικής ανάπτυξης και της επίτευξης πλήρους απασχόλησης, μπορεί να προκληθεί ανεπιθύμητος πληθωρισμός και, κατ’ επέκταση, έντονα άνιση κατανομή των εισοδημάτων, όπως συμβαίνει τους τελευταίους μήνες σε πολλές χώρες.
Για την αντιμετώπιση, λοιπόν, του πληθωρισμού οι Κεντρικές Τράπεζες έχουν αυξήσει τα επιτόκια πολιτικής τους, σε βαθμό που έχουν στενέψει τα όρια για περαιτέρω αυξήσεις και μάλιστα σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα. Σε παρόμοια κατάσταση είχε βρεθεί και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα πριν περίπου 8 χρόνια, όταν, αντιθέτως, είχε μειώσει υπερβολικά τα επιτόκια πολιτικής της, φτάνοντάς τα σε μηδενικά και αρνητικά επίπεδα, και περιοριζόταν από το αποτελεσματικό κατώτερο όριο. Ωστόσο, για την αποφυγή της επίμονης και βαθιάς ύφεσης χρειάστηκαν να επεκτείνουν την αντισυμβατική νομισματική πολιτική τους, ασκώντας για πρώτη φορά ποσοτική χαλάρωση (Q.E.), μέσω του Προγράμματος Αγοράς Περιουσιακών Στοιχειών (A.P.P.). Όντως, τότε τα μακροπρόθεσμα επιτόκια υποχώρησαν, η οικονομική δραστηριότητα τονώθηκε και ο πληθωρισμός ενισχύθηκε σε υγιή επίπεδα στην Ευρωζώνη.
Ερχόμενοι στο σήμερα, με την πληθωριστική κρίση να έχει ανατρέψει άρδην τη χαλαρή στάση της Ε.Κ.Τ. σχετικά με τη νομισματική της πολιτική, τον Ιούνιο του 2022 πάρθηκε η απόφαση από τους κεντρικούς τραπεζίτες της ζώνης του ευρώ να σταματήσουν οι καθαρές αγορές περιουσιακών στοιχείων μέσω του A.P.P. από τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς, λόγω της περίσσειας ρευστότητας στις αγορές. Τον Δεκέμβριο της περασμένης χρονιάς αποφασίστηκε η σταδιακή μείωση του χαρτοφυλακίου της Ε.Κ.Τ. από το A.P.P., με στιγμή εκκίνησης τον Μάρτιο του 2023. Η μείωση είναι κατά μέσο όρο στα € 15 δις μηνιαίως (δηλαδή αυτό το ποσό δεν θα επανεπενδύεται στα ομόλογα), μέχρι και τα τέλη Ιουνίου 2023, όταν και θα αναθεωρηθεί.
Την τρέχουσα περίοδο, στον ισολογισμό της Ε.Κ.Τ. περιλαμβάνονται ομόλογα αξίας άνω του € 7 τρις περίπου. Σύμφωνα με πηγές του πρακτορείο Bloomberg, αναφέρουν πως τα «γεράκια» της Ε.Κ.Τ. πιέζουν αυτή τη στιγμή για ισχυρότερη συρρίκνωση του χαρτοφυλακίου ομολόγων της, καθώς σταδιακά θα γίνει πιο ευέλικτη η πολιτική της Κ.Τ. (ειδικά σε περιόδους χρηματοπιστωτικής αστάθειας, με πράξεις ανοιχτής αγοράς), ενώ κάποια άλλα στελέχη υποστηρίζουν απλά μεγαλύτερη διακοπή των επανεπενδύσεων των ομολόγων που αγοράστηκαν την περίοδο του Covid-19. Ωστόσο, δημοσιεύματα αναφέρουν πως δεν θα υπάρξει σύντομα κάποια απόφαση ούτε σοβαρή εξέλιξη επί του θέματος, ενώ, σύμφωνα πάντα με τα λεγόμενα της Διοικήτριας της Ε.Κ.Τ., Christine Lagarde, οι αυξήσεις στα επιτόκια θα συνεχίσουν.
Ο μεγάλος όγκος πλεονάζουσας ρευστότητας στην αγορά είναι περιττός για τη ρύθμιση των βραχυπρόθεσμων επιτοκίων, ενώ με την ποσοτική σύσφιξη θα ασκηθεί αποτελεσματικότερος νομισματικός πειορισμός. Μάλιστα, πιθανότατα να δούμε και πιο ισχυρή αύξηση στα επιτόκιο καταθέσεων των εμπορικών τραπεζών, οι οποίες όλο αυτό το διάστημα έχουν επεκτείνει σημαντικά το επιτοκιακό τους περιθώριο, γεγονός που οφείλεται στη μεγάλη ποσότητα ρευστότητας που διαθέτουν. Από τη μία, το υψηλό επίπεδο ρευστότητας μειώνει την ευαισθησία τους στους κινδύνους, αλλά συγκρατεί χαμηλά τα επιτόκια καταθέσεων, καθώς δεν έχουν ιδιαίτερη ανάγκη για ρευστότητα.
Τα «περιστέρια» της Ε.Κ.Τ. επισημαίνουν πως η πώληση ομολόγων αυτήν την περίοδο, με σκοπό τη συρρίκνωση του ισολογισμού της Ε.Κ.T. και τον περιορισμό της ρευστότητας της αγοράς, θα προκαλέσουν ζημιές σε κάποιες Κεντρικές Τράπεζες της Ευρωζώνης, οι οποίες αγόρασαν τα ομόλογα όταν οι τιμές τους ήταν υψηλότερες. Αρκετοί ισχυρίζονται, επίσης, πως είναι προτιμότερο να πωληθούν ομόλογα από το A.P.P., παρά από το P.E.P.P. (το ειδικό πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης κατά την κρίση που προκάλεσε ο Covid-19).
Γενικότερα, η ανάγκη για ποσοτική σύσφιξη, λόγω του επίμονου πληθωρισμού και της περίσσειας ρευστότητας της αγοράς, εντείνει και τις ανησυχίες για δημοσιονομική αποσταθεροποίηση, κυρίως στις υπερχρεωμένες χώρες της νότιας Ευρώπης, καθώς θα αυξηθεί περαιτέρω το κόστος του δανεισμού ειδικά για τις χώρες που χρηματοδοτούνται σε μεγάλο βαθμό από τις αγορές. Για την Ελλάδα, σε ένα τέτοιο σενάριο η άνοδος στο κόστος δανεισμού θα αντισταθμιστεί, εν μέρει, από την επικείμενη ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, ενώ, παράλληλα, και το ενδεχόμενο συνέχειας της πολύ καλής αντιστάθμισης που πραγματοποίησε ο Ο.Δ.ΔΗ.Χ. κατά το 2022, ίσως περιορίσει περαιτέρω την αύξηση του κόστους δανεισμού.
Το γεγονός αυτό, μας αποδεικνύει για ακόμα μια φορά πως η νομισματική πολιτική, πλέον, είναι περισσότερο εξαρτημένη από τη δημοσιονομική. Οι δημοσιονομικοί περιορισμοί που θα επιβάλει η Ε.Ε. από τις αρχές του 2024 θα λειτουργήσουν επικουρικά στο έργο της Ε.Κ.Τ. για την καταπολέμηση του υψηλού πληθωρισμού, ενώ μεσο-μακροπρόθεσμα θα ενισχύσουν ευρύτερα τη σταθερότητα στην οικονομία και θα ξανά «λύσουν» τα χέρια της Κεντρικής Τράπεζας, ώστε να ασκεί πιο αυτόνομα νομισματική πολιτική.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Quantitative tightening: rationale and market impact, ecb.europa.eu, διαθέσιμο εδώ
- Bloomberg: “Γεράκια” της ΕΚΤ ζητούν ταχύτερη συρρίκνωση ισολογισμού, με επιτάχυνση της ποσοτικής σύσφιξης (QT), capital.gr, διαθέσιμο εδώ